Ο Ξένος, Η Πανούκλα, Η πτώση, Η παρεξήγηση, ο Καλιγούλας, Οι Δίκαιοι, Ο Μύθος του Σίσυφου, Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος…
Είναι, λίγο-πολύ, γνωστοί τίτλοι έργων ενός σπουδαίου Γάλλου και φυσικά εννοώ του Αλμπέρ Καμί, που αγάπησα από τα φοιτητικά μου χρόνια περισσότερο γιατί με κινητοποιούσε το γεγονός ότι ανταποκρινόταν στις αναγνωστικές αναζητήσεις μου για τη ζωή, το παράλογο αλλά και για το γεγονός ότι πολύ νέος (μόλις 47 χρονών) σκοτώθηκε σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα.
- Βέβαια, όταν διάβαζα τον Ξένο και την Πανούκλα δεν μπορώ να πω ότι καταλάβαινα και πολλά πράγματα, αλλά ήταν τότε και η περίοδος που ακούγαμε για το «παράλογο» και το θέατρο του παραλόγου, με τα έργα των Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμοφ, Αραμπάλ κ.ά.
Και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν ακόμα διαβάζεται ή απλώς μιλάνε γι’ αυτό κάποιοι που έχουν το ερευνητικό δαιμόνιο ή κάποιοι άλλοι που θέλουν να ξανασκεφτούν τη νιότη τους. Κι εδώ που τα λέμε όταν ο Καμί έγραψε αυτά τα έργα που σημάδεψαν τη δική του δημιουργική προσφορά, αλλά και μιαν ολόκληρη εποχή, αυτό που έκανε ήταν να δώσει το εσωτερικό μέτρο εκείνης της εποχής, να πιάσει το σφυγμό της.
Και δεν μπορούσε κανείς να μην αγαπήσει το έργο του που ήταν κυριολεκτικά βουτηγμένο στον μεσογειακό ήλιο και, όπως έγραψε ο Σαρτρ, «μας μιλούσε για τον ήλιο, τούτη την πικρόξυνη δίχως κάρβουνα άνοιξη, όχι σα να μιλούσε για ένα εξωτικό θαύμα, αλλά με την βαριεστημένη οικειότητα αυτών που πολύ τον χάρηκαν»!!!
Έχω την αίσθηση ότι ο Καμί εκφράζει και την σημερινή εποχή.
«Ξύπνημα, τραμ, τέσσερις ώρες γραφείο ή εργοστάσιο, μεσημεριανό φαΐ , τραμ, τέσσερις ώρες δουλειά, φαΐ , ύπνος, και τη Δευτέρα, την Τρίτη, την Τετάρτη, την Πέμπτη, την Παρασκευή, το Σάββατο, στον ίδιο ρυθμό…» («Ο Μύθος του Σισύφου»), και ύστερα ξάφνου το «σκηνικό γκρεμίζεται» και φτάνουμε σε μια ξεκάθαρη θεώρηση χωρίς ελπίδα.. Τότε, αν μπορέσουμε ν’ αρνηθούμε την απατηλή βοήθεια των θρησκειών ή των υπαρξιακών φιλοσοφιών, κατέχουμε μερικές ουσιώδεις «αλήθειες»: ο κόσμος είναι ένα χάος, μια «θεία ισοτιμία που γεννιέται από την αναρχία».
Δεν υπάρχει επαύριο, αφού πεθαίνουμε:
«…Μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως ψευδαισθήσεις και δίχως φώτα, ο άνθρωπος αισθάνεται ξένος. Αυτή η εξορία είναι ανέκκλητη, γιατί στερείται των αναμνήσεων μιας χαμένης πατρίδας ή της ελπίδας μιας γης της επαγγελίας». Αυτό συμβαίνει γιατί, πραγματικά, ο άνθρωπος δεν είναι κόσμος: «Αν ήμουν δέντρο ανάμεσα στα τόσα άλλα δέντρα… αυτή η ζωή θα είχε ένα νόημα, ή μάλλον αυτό το πρόβλημα δεν θα είχε κανένα νόημα, γιατί θ’ αποτελούσε μέρος αυτού του κόσμου…» («Ο Μύθος του Σισύφου»).
No comments:
Post a Comment