Ξεθωριασμένη από τα χρόνια, η φωτογραφία αποτυπώνει μια όμορφη οικογενειακή στιγμή. Από έναν υπαίθριο φωτογράφο. Έξω από τον Άη Γιώργη, στην Ακαδημία Πλάτωνος. Η μάνα με τα έξι παιδιά της. Η μεγάλη αδελφή, η Πατρούλα, έλειπε τότε. Φαίνονται, λοιπόν, η Ελένη, ο Δημήτρης, ο Νίκος (δηλαδή, εγώ), ο Γιώργος, ο Άγγελος (που μας έφυγε νωρίς) και ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Θανάσης.
Από τα
χρόνια που ζούσαμε στο Μεταξουργείο, τι έμεινε;;;
Στα
περίχωρα της οδού Πύλου…
Εκεί
που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, τότε που η Λένορμαν ήταν ο μεγάλος δρόμος
και τρέχαμε να προλάβουμε το τραμ, που περνούσε τεμπέλικα και φασαριόζικα κι
εμείς βάζαμε τα δυνατά μας να κρεμαστούμε από πίσω ή και στις σκάλες, μέχρι τη
ΒΙΟ.
Εκεί
παρατούσαμε το τραμ να χαθεί προς την πλατεία Καραϊσκάκη και μετά στην Αγίου
Κωνσταντίνου.
Ο δικός
μας κόσμος είχε σαν σύνορο την ΒΙΟ.
Κανένα παιδί μονάχο του δεν περνούσε αυτό
το σύνορο.
Τα
βήματά μας οδηγούσαν ή στον Αη Γιώργη ή στον Άγιο Κωνσταντίνο κι ακόμα
παραπέρα, προς τον Κολωνό.
Ήταν οι
γειτονιές μας, ο ζωτικός μας χώρος, τα παιχνίδια μας, η ψυχαγωγία μας, οι παρέες
μας, οι παραστάσεις του Καραγκιόζη, η Φιλαρμονική του Δήμου που παιάνιζε τα
σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια που περιμέναμε πότε θα φέρουν ηρωικές ταινίες
για να πάμε όλοι μαζί και να πολεμήσουμε μαζί με τον Μασίστα ή τον Ούρσο ή τον
Ελ Σιντ που μας κατέπλησσαν με τη δύναμη και την ανδρεία τους κι ακόμη να
χαθούμε στις πολεμικές ταινίες του Β΄ παγκόσμιου πολέμου.
Μια
εποχή επική, ρομαντική, κι όμως ελπιδοφόρα.
Μη
νομίσετε όμως ότι δεν έφτανε σε μας ο απόηχος των πολιτικών συγκρούσεων!!!
Κάθε
άλλο.
Πώς να
ξεχάσω τις παρέες των νεότερων που φεύγανε με κάτι πλακάτ στα χέρια, με το «114»
να κυριαρχεί όπως και η λέξη «Δημοκρατία».
Σχεδόν
κάθε μέρα γίνονται διαδηλώσεις.
Ο
μεγάλος μου αδερφός που τότε δούλευε στις οικοδομές, δεν έλειπε ποτέ από τις
διαδηλώσεις.
Φυσικά
πήγαινε κι ο πατέρας μου…
Βλέπετε
ήταν ο Γέρος της Δημοκρατίας που μας τραβούσε όλους από το μανίκι.
Όλοι
είχαν μπει στο κλίμα κι ακολουθούσαν με πάθος την Ένωση Κέντρου.
Είχε
αρχίσει να ζωντανεύει το μένος κατά της βασιλείας και καταλάβαινε ότι κανείς
δεν άντεχε που το Παλάτι υπονόμευε τον γερο-Παπανδρέου και αγνοούσε τη θέληση
του λαού.
Αλλά οι
νεότεροι νιώθανε το κάλεσμα του Ανδρέα και τα συνθήματά του τρυπούσαν τις
καρδιές όλων και κάτι άλλαζε στην ατμόσφαιρα.
Η
Ελλάδα στους Έλληνες, ο Στρατός στο Έθνος, ο Λαός Κυρίαρχος!!!
[…]
Τη Μεγάλη Εβδομάδα ήδη ήμασταν σε περίοδο νηστείας
και περιμέναμε το βράδυ της Ανάστασης, αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η νυχτιά
έπρεπε να υποστούμε το βάσανο του καθημερινού εκκλησιασμού.
Εβδομάδα των Παθών για τον Χριστό, αλλά εβδομάδα
και της δικής μας διατροφικής ταλαιπωρίας.
Ζούσαμε όμως όλα τα περιστατικά των Παθών του
Κυρίου.
Δεν μου άρεσε όμως που ο Χριστός που
πεινούσε κι ενώ γύριζε στην πόλη, είδε μια συκιά στο δρόμο, πήγε κοντά της, και
αφού δεν βρήκε τίποτε επάνω της, παρά μονάχα φύλλα είπε: Να μη γίνει πλέον
καρπός από σένα στον αιώνα.
Κι αμέσως η συκιά ξεράθηκε!
Γιατί;
Μου φαινόταν
περίεργο διότι αφού αυτός ήταν ο Θεός θα μπορούσε να της πει το ανάποδο: Να
γεμίσει αμέσως με σύκα!
Όχι να την ξεράνει…
Αααα, αυτό δεν μ’ άρεσε καθόλου.
Μετά όμως ξεχνούσα το περιστατικό γιατί
ακούγαμε την παραβολή των Δέκα Παρθένων, και το τροπάριο της Κασσιανής.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων…
Ο καθένας έβαζε στο μυαλό του ό,τι ήθελε. Όμως ήταν σα να
βλέπαμε μπροστά μας την μοναχή Κασσιανή, που έκρυβε την ομορφιά της στη μαύρη
μαντίλα και μας έκανε εντύπωση που τα έβαλε με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο!
-
Εκ γυναικός τα χείρω… εκείνος.
-
Kαι εκ γυναικός τα κρείττω… εκείνη.
Ωστόσο, όλα όσα ακούγαμε στην εκκλησία, μας συγκινούσαν.
Και η αμαρτωλή γυναίκα που μετανόησε, πίστεψε στο Χριστό
και άλειψε τα πόδια του με μύρο,
και ο Μυστικός Δείπνος, και η προσευχή στον κήπο της Γεσθημανής…
Αλλά μετά αρχίσαμε να νιώθουμε κάπως στενάχωρα με την προδοσία του Ιούδα, τη σύλληψη, την ανάκριση από
τον Άννα, την Άρνηση του Πέτρου και την καταδίκη του Χριστού από
τον Καϊάφα.
Πάντως όλοι ζούσαμε σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Τα ανθρώπινα πάθη είχαν κατασιγάσει, υπήρχε μια
διαφορετική συμπεριφορά απ’ όλους στο σπίτι, στη γειτονιά, παντού.
Κι εκείνη η Μεγάλη Παρασκευή που ήταν αφιερωμένη
στα Άγια Πάθη και στη Σταύρωση, και γινόταν η περιφορά του Επιταφίου, ήταν ολόκληρη
ένα μεγάλο μυθιστόρημα.
Ακολουθούσαμε τον Επιτάφιο σε όλους τους δρόμους.
Συνήθως πηγαίναμε στον Άη Γιώργη.
Μια φορά συναντήθηκαν στα όρια των ενοριών ο Επιτάφιος
του Άη Γιώργη με τον Επιτάφιο του Αγίου Κωνσταντίνου κι εκεί σταμάτησαν και οι
παπάδες με τους ψάλτες έψελναν μαζί.
Ήταν μια όμορφη, κάπως πανηγυρική ατμόσφαιρα.
Κι όταν ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο, νιώθαμε ξαλαφρωμένοι γιατί
ψιθυριζόταν ότι ο Χριστός αναστήθηκε και περιμέναμε με αγωνία πότε θα νυχτώσει
για να πάμε στην Ανάσταση.
Οι ετοιμασίες στο σπίτι ήταν μια χαρούμενη επιχείρηση.
Θυμάμαι που ο πατέρας έπαιρνε πάντα κατσικάκι – όχι αρνί.
Το κατσικάκι έλεγε ότι είναι τρυφερό.
Για την ημέρα της Λαμπρής.
Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω το τι γινόταν μόλις ο
παπάς μετέδιδε το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης!!!
Χριστός
Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος…
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος…
Πανζουρλισμός, βαρελότα, καμπάνες, βεγγαλικά, ψαλμωδίες,
όλα μπλέκονταν κι εμείς χωμένοι μέσα στο κάδρο, ζούσαμε, νιώθαμε, ανασαίναμε
την γλυκιά άνοιξη.
Ελάχιστοι, έμεναν μέχρι τέλους.
Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει όλο τον περίβολο της
εκκλησίας και τους γύρω δρόμους σιγά-σιγά αραίωνε για το φόβο των ατυχημάτων.
Τα βεγγαλικά έπεφταν καταιγιστικά, οι καμπάνες χτυπούσαν
αλύπητα…
Αλλά θυμάμαι ότι μετά την Ανάσταση τρέχαμε στο σπίτι για
τη μαγειρίτσα!!!
Καλύτερη μαγειρίτσα δεν έχω ξαναφάει από τη μαγειρίτσα
που έφτιαχνε η μάνα μου.
Με αναμμένες τις λαμπάδες μας γυρνούσαμε στο σπίτι.
Κάναμε τον σταυρό στην αυλόπορτα και μετά μέσα στην εξώπορτα
του σπιτιού.
Γύρω στο μεγάλο τραπέζι όλη η οικογένεια.
Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που καθόμασταν όλοι μαζί
κι αυτό απλώς είχε σχέση με τις δουλειές όλων.
Ήταν δύσκολο να συμπίπτουν οι χρόνοι.
Μονάχα τα μικρότερα παιδιά που πηγαίναμε σχολείο
βρισκόμασταν πάντα μαζί.
Πέρα από τη μαγειρίτσα για την οποία όλοι τρελαινόμασταν,
ακολουθούσε το γιαούρτι που ήταν απαραίτητο.
Ποτέ δεν έλειψε το γιαούρτι από το τραπέζι.
Κι ο πατέρας φρόντιζε γι’ αυτό.
Και η μάνα ήταν η κινητήρια δύναμη μέσα στο σπίτι, η χαρά
και το γέλιο μας, το αποκούμπι μας για όλα.
[…]
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα και θα τελεστεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όσοι το επιθυμούν θα κοινωνήσουν, το βράδυ έχουμε τα Δώδεκα Ευαγγέλια και η έξοδος του Τιμίου Σταυρού με τον Εσταυρωμένο από
την Αγία Τράπεζα και η περιφορά του σε όλο το χώρο της εκκλησίας.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Αυτοί οι συγκλονιστικοί
στίχοι πάντα με καθήλωναν.
Και τώρα θα έλεγα, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι είμαι θεοφοβούμενος.
Απλώς συμπυκνώνουν την
ανθρώπινη αγωνία για το παραπέρα!
Αυτό πάντα δημιουργούσε
την προσδοκία της ανάστασης.
Κι εδώ πρέπει να σημειώσω
ότι ο χριστιανισμός δεν ήταν μονάχα η θρησκεία των ταπεινών και καταφρονεμένων,
οι οποίοι ωστόσο συγκρότησαν αυτό που σήμερα θα λέγαμε «λαϊκή βάση» του.
Υπήρξαν και σπουδαίοι στοχαστές
που έστρεψαν την προσοχή τους στον χριστιανισμό και το κήρυγμα του Ιησού.
Δεν μπορώ να ξέρω αν κάποια
στιγμή το κήρυγμα αυτό, που μιλά για αγάπη και ειρήνη, και που συμπυκνώνει έναν
κανόνα ανθρώπινης συνύπαρξης, μπορεί να γίνει συρμός, όπως συνήθως συνέβαινε πάντα
με τα ριζοσπαστικά κηρύγματα σε κοινωνικές τάξεις κουρασμένες από τη χρόνια απραξία
και που συνέχονται μονάχα από ιδέες καταστροφικές.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
1 comment:
Νικο,
Μ'επιασαν τα δακρυα, τα ματια μου βουρκωσαν, και οι λεξεις εγιναν μαυρες κηλιδες στην ιστοσελιδα. Μ'επιασαν τα κλαματα και οι αναμνησεις...αυτα τα χρονια, αυτη η φωτογραφια, τη θυμαμαι σαν να ηταν χτες. θυμηθηκα κι ολα αυτα που γραφεις.... Αχ, πως περναει ο καιρος. Αντε σταματαω, γιατι δεν μπορω να γραψω αλλα.
Post a Comment