Φθινοπώριασε για τα καλά. Το αεράκι πλέον είναι ψυχρό. Τα μπαλκόνια σιγά-σιγά αδειάζουν και όλοι αναζητούν μιαν άλλη θαλπωρή που την παρέχει πλέον το εσωτερικό του σπιτιού. Μονάχα αυτός ο βλάκας ο γείτονάς μου επιμένει να έχει τη συσκευή της τηλεόρασης στο μπαλκόνι του και κάθε βράδυ να την ανοίγει κι έτσι αναγκάζομαι ν' ακούω κι εγώ την εξέλιξη των έργων που βλέπει. Είναι σπαστικός γιατί συνήθως αποκοιμιέται και η τηλεόραση δουλεύει μέχρι το πρωί... Μήπως είναι κουφός και γι' αυτό τη βάζει δυνατά;;; Δεν έχω όρεξη να του βάλω καμιά φωνή, αλλά περιμένω να κρυώσει πιο πολύ ο καιρός και να τσακιστεί να εγκαταλείψει το καλοκαιρινό πόστο του και να χωθεί στον καναπέ του, μέσα στο σαλόνι του κι αν έχει καλοριφέρ, πάει καλά, κι αν δεν θα έχει, όπως οι περισσότερες πολυκατοικίες τώρα που δεν βάζουν πετρέλαιο λόγω της κρίσης, τότε τον φαντάζομαι τυλιγμένο με καμιά κουβέρτα. Να ξεπαγιάζει ο άχρηστος...
Από το πρωί σήμερα παρακολουθώ τη γλάστρα με τον φίκο που έχει πάρει προσφάτως ο σύντροφος της Αλίκης. Έχει τοποθετήσει τη γλάστρα σχεδόν στη μέση της βεράντας του κι επειδή φυσάει η γλάστρα πέφτει και σκορπίζει το χώμα. Χτες το βράδυ είχα τσεκάρει τη γλάστρα πεσμένη, αλλά προφανώς εκείνος έλειπε από το σπίτι και η Αλίκη δεν φάνηκε να κυκλοφορεί. Αναρωτιόμουν αν έλειπαν και οι δυο, αλλά κάποια στιγμή διέκρινα την Αλίκη να έχει πάρει ένα στεφάνι σαν κι αυτό που έχουν οι αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής και να κάνει κύκλους χωρίς να πέφτει από τη μέση της. Θα μου πείτε και πού βρίσκεις το περίεργο; Μα η Αλίκη είναι σχεδόν γιαγιά, αδύνατη σαν σκιάχτρο και φαίνεται να την έχουν κατασπαράξει τα ναρκωτικά...
Νάτος όμως ο σύντροφος, με μπλούζα και παντελόνι, να βγαίνει φουριόζος και να ασχολείται με τη γλάστρα. Είπα, με μπλούζα και παντελόνι, γιατί όλο το καλοκαίρι τον βλέπω να κυκλοφορεί μ' ένα μικρό μπλε σκούρο σλιπάκι, ολόκληρος άντρας, ένας ψηλός καρκαλέτσος, αδύνατος κι αυτός. Δεν άλλαξε θέση στη γλάστρα. Εκεί που ήταν την άφησε. Μονάχα της έβαλε δυο τρία τούβλα γύρω-γύρω και ξαναμπήκε στο σπίτι. Εγώ που κάθομαι εδώ κι από το παραθύρι έχω θέα, βλέπω γι' άλλη μια φορά τη γλάστρα να πέφτει σαν σπρωγμένη από ένα αόρατο χέρι. Κι ακόμα εκεί είναι...
Φυσάει κι ο ψυχρός αέρας μπαίνει από παντού. Ακόμα αντέχεται και μάλιστα είναι ευχάριστος. Μέχρι πότε;; Ο ουρανός είναι από χτες συννεφιασμένος και δεν το παίρνει απόφαση να ρίξει καμιά βροχούλα. Οι μετεωρολόγοι δεν είπαν ότι θα βρέξει, παρά μόνον ότι θα είναι ο καιρός μουρτζούφλης μερικές μέρες και μετά ξανά κάπως καλοκαιρινός. Ομως πια δεν θέλω ζέστη. Πρέπει να μαζευτούν τα κύτταρά μου, να ξαναδεθούν μεταξύ τους, να νιώσουν τη ζεστασιά της επαφής. Αυτό το καλοκαίρι με διάλυσε. Πρέπει να φέρω τον τεχνικό να βάλει το air conditioned, γιατί βαρέθηκα να βλέπω αυτό το θηριώδες κουβούκλι του στο διάδρομο...
Το κεφάλι μου είναι φορτωμένο με σκέψεις για την πολιτική κατάσταση, αλλά γιατί ν' ανησυχώ;;; Μη τυχόν και σε καμια έξοδό μου με μαχαιρώσει κανένας αληταράς της Χρυσής Αυγής;;; Κατάφεραν πάντως όλα τα κόμματα να σπείρουν τον φόβο και τον πανικό. Κι όλοι έχουν τους δικούς τους διαφορετικούς λόγους για να συντηρείται πάνω από τα κεφάλια μας η σπάθη όλων αυτών των εγκληματικών στοιχείων που η καλή μας δημοκρατία τούς πήρε από το χέρι και τους έμπασε στο κοινοβούλιο...
Ο πρωθυπουργός κάνει τον προστάτη μας, η αντιπολίτευση, γενικώς η αντιπολίτευση, υπεραμύνεται των αγώνων της κατά της ακροδεξιάς, οι διάφοροι άνθρωποι των μέσων μαζικής ενημέρωσης παραμυθιάζουν τον κοσμάκη κι έτσι έχουμε ένα πανδαιμόνιο φωνών, συμβουλών κριτικών, αναλύσεων, "αποκαλυπτικών" ρεπορτάζ, ερευνών και δηλώσεων... Δειγματολόγιο δημοκρατικής κραιπάλης. Όλοι όσοι φωνάζουν έχουν οπαδούς, οι οποίοι με τη σειρά τους αναπαράγουν και διαχέουν απόψεις και συνθήματα. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η πεμπτουσία της ελευθερίας μέσα σ' ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, όπως θέλουμε να λέμε ότι είμαστε. Ενα σύνολο που φαίνεται όμως να έχει ραγισματιές. Άραγε ακούει κανείς τα βήματα της ιστορίας ή μήπως η ανεμοζάλη τούς έχει συνεπάρει και ακούνε μονάχα τον αντίλαλο των φωνών τους;;
Μεσημεριάζει και νιώθω τον αέρα πιο χλιαρό. Ο ήλιος είναι χαμένος κάπου ανάμεσα σε κάτι σταχτιά σύννεφα και τα περιστέρια συνεχίζουν ακούραστα το πέταγμά τους, πότε στα σύρματα πότε στα κάγκελα των μπαλκονιών και κάπου-κάπου προσγειώνονται δίπλα μου, όταν ο σκύλος μου δείχνει να είναι αποσταμένος, γιατί εάν είναι ευδιάθετος, δεν αφήνει κανένα πετούμενο να πλησιάσει. Δεν φοβούνται πια. Κι αυτά συνήθισαν τους ανθρώπους και το βουητό της πόλης.
[...]
Σήμερα δεν άκουσα το τραγούδι της κομπανίας που σχεδόν καθημερινά πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα της γειτονιάς. Εκείνο το ακορντεόν, είναι υπέροχο, και η φωνή του τραγουδιστή, σπαστή, σα να κλαίει, δυνατή και παραπονιάρα... Μονάχα είναι ακόμη στο μυαλό μου οι χτεσινοβραδινές φωνές από τη συμπλοκή δυο ανθρώπων που δεν ξεχώρισα αν ήσαν και οι δυο Έλληνες ή Φιλιππινέζοι, που έχουν δημιουργήσει ολόκληρη συνοικία εδώ πέρα. Ξαφνικά εμφανίστηκαν στα μπαλκόνια τους οι γείτονες και χάζευαν το θέαμα. Μερικοί δεν μπορούσαν να δουν καλά κι άρχισαν μεγαλόφωνα να ψάχνονται, να ρωτούν τι συμβαίνει, τα φώτα άναβαν το ένα μετά το άλλο κι έτσι κατάλαβα ότι ο κόσμος θέλει θεάματα, φωνές, ουρλιαχτά... Τότε κάποιος φώναξε την αστυνομία και ήρθε η ομάδα ΔΙΑΣ. Ήσαν εκεί έξω για καμιά ώρα. Ήρθε κι ένα νοσοκομειακό. Πήραν τον ένα, πήραν και τον άλλον, δεν κατάλαβα. Ησύχασε η γειτονιά κι όλοι άρχισαν ν' αποτραβιούνται μέσα στα διαμερίσματά τους. Αν δεν ήταν η ψύχρα θα ξενυχτούσαν σχολιάζοντας, ίσως και δυνατά το περιστατικό. Ήσαν άραγε μεθυσμένοι, ή τσακώθηκαν για κάτι - αλλά μες στα μεσάνυχτα του Σαββάτου;;;
Με είχε πάρει ο ύπνος όταν ξύπνησα απότομα γιατί με ανοιχτό παράθυρο και πόρτα, ο νοτισμένος αέρας είχε εισχωρήσει για τα καλά μέσα στο σπίτι. Ένιωθα το σώμα μου σα να ήταν μουλιασμένο στο νερό. Σηκώθηκα κι έριξα νερό στα μούτρα μου. Έφτιαξα τον καφέ, ζεστό πλέον, κι ακούμπησα στην καρέκλα μου να δω τα νέα...
Τι να δω; Είχα αρχίσει να σκέφτομαι την ομορφιά και τις χάρες της Σόνιας. Είχε χαθεί, αποτραβηγμένη μάλλον στον εαυτό της. Ο θάνατος του πατέρα της ήταν το γεγονός που της είχε στοιχίσει πολύ και οι προστριβές με τον αδελφό της, είχαν προκαλέσει αβάσταχτο πόνο. Εγώ φυσικά δεν μπορούσα να παραδεχτώ ότι αυτοί οι λόγοι ήσαν αρκετοί για να είναι χωμένη στη μοναξιά της. Ξενυχτούσε μπροστά στον υπολογιστή και μιλούσε πότε με τη μια και πότε με την άλλη φίλη της - όλες χαμένες και υπερφίαλες που ζουν σ' ένα ψεύτικο κι αλλοπαρμένο κόσμο. Άλλωστε όλες αυτές των βορείων προαστίων έτσι είναι... Ακόμα σκέφτομαι γιατί δεν ήρθε στο ραντεβού μας. Δεν ήθελα έτσι να μπει αυτό το φθινόπωρο - με απώλειες. Για λόγους προσωπικής πολιτικής δεν ήθελα να μου συμβεί αυτό. Ήταν σα να έβγαλα τις πληγές μου περίπατο και τις πήγα ν' αράξουν κάτω από το κίτρινο φως του καφενείου.
"...Βασανιζόταν ν' ανακαλύψει με τι μέσο θα της έκανε την ερωτική του εξομολόγηση και διστάζοντας πάντα μεταξύ φόβου να την δυσαρεστήσει και ντροπής να 'ναι τόσο δειλός, έκλαιγε από απελπισία και πόθους. Έπειτα έπαιρνε ενεργητικές αποφάσεις. Έγραφε γράμματα που τα ξέσχιζε, αποφάσιζε τον καιρό κι έπειτα υποχωρούσε. Συχνά ξεκινούσε με το σχέδιο να τα τολμήσει όλα. Αλλ' αυτή η απόφαση τον άφηνε πολύ γρήγορα..."
[...]
Η γλάστρα με τον φίκο ξανάπεσε. Κι ο σύντροφος είναι εξαφανισμένος. Πού στο διάολο πάει κάθε μέρα; Εχω την εντύπωση ότι σε δυο γλάστρες που φαίνεται να είναι χωμένες ανάμεσα σε άλλες, ξεχωρίζω κάποια φύλλα που κάτι λένε... Χασισάκι, σκέφτηκα. Μα συχνά βλέπω κι αυτόν και την Αλίκη που πάνε εκεί, κόβουν κάτι φυλλαράκια και ξαναμπαίνουν μέσα. Δεν είναι οι μόνοι σ' αυτή την πόλη που φουμάρουν χασισάκι... Άραγε ντουμανιάζει το διαμέρισμα;;; Μα είναι όλη μέρα ανοιχτές οι πόρτες. Δεν κλείνουν ποτέ. Κι ένα πορτατίφ που δεν σβήνει μέρα-νύχτα...
No comments:
Post a Comment