Καθώς ανασκάλευα τις παλιές φωτογραφίες, δυσκολεύτηκα ν' αντισταθώ στον πειρασμό της νοσταλγίας και να μην ευλογήσω την εποχή εκείνη, "αναζητώντας λίγη από την χαμένη μας αθωότητα και ξεγνοιασιά", όπως μου έγραψε και η Χαρούλα.
Ήταν ημέρες παιδικής γαλήνης, σε μια Αθήνα που αναζητούσε καλύτερες μέρες και πολιτική ηρεμία, αλλά ματαιοπονούσε.
Εκεί στο Μεταξουργείο, προσπαθώ να συγκεντρώσω μια δέσμη από κάποιες σκόρπιες εντυπώσεις και να ξαναστήσω εικόνες μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί.
Ήταν ημέρες παιδικής γαλήνης, σε μια Αθήνα που αναζητούσε καλύτερες μέρες και πολιτική ηρεμία, αλλά ματαιοπονούσε.
Εκεί στο Μεταξουργείο, προσπαθώ να συγκεντρώσω μια δέσμη από κάποιες σκόρπιες εντυπώσεις και να ξαναστήσω εικόνες μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί.
- Κλείνω τα μάτια και ακούω...
Ακούω τις φωνές των φίλων μου στην Οδό Πύλου, που είναι ακροβολισμένοι και τρέχουν πάνω-κάτω και παίζουν με σπαθιά και με ασπίδες και κάποιοι φοράνε και περικεφαλαίες.
- Κλείνω τα μάτια και βλέπω...
Βλέπω την κόρη της θεια-Ματίνας, από το διπλανό χαμόσπιτο, ντυμένη στα κατακόκκινα, ν' ανεμίζει την τσάντα της στον αέρα και να χαιρετάει τις γειτόνισσες, τραβώντας κατά τη Λένορμαν, από όπου ακούγονται τα ουρλιαχτά του τραμ και οι θόρυβοι από τα λεωφορεία. Λιγοστά τ' αυτοκίνητα, αλλά στα παιδικά μάτια η Λένορμαν φαντάζει λεωφόρος!!!
Κρατώ σφαλιστά τα μάτια και παλεύω να δω και τη Ναυπλίου, το σχολείο μου, τον φούρνο απέναντι κι ακόμα τώρα μοσχοβολάει ο τόπος από το φρεσκοψημμένο ψωμί.
Κι αγωνιώ μη τυχόν πεταχτεί από τη γωνία η Δέσπω που αγάπησα και χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων...
Κι αγωνιώ μη τυχόν πεταχτεί από τη γωνία η Δέσπω που αγάπησα και χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων...
Και ξάφνου, ο ουρανός αστράφτει, ο αέρας αστράφτει κι όλη η ατμόσφαιρα γεμίζει αρώματα μιας εποχής ανεπανάληπτης, ηρωικής, αγαπησιάρικης...
Κι αργά-αργά όταν πέφτει το σκοτάδι στο Μεταξουργείο, εκεί που ήταν ο κόσμος ο δικός μας, ακούω τις φωνές της μάνας που καλούσε τα βλαστάρια της να μαζευτούν, να πλυθούν, να φάνε και να στρωθούν στο διάβασμα..
Κι αργά-αργά όταν πέφτει το σκοτάδι στο Μεταξουργείο, εκεί που ήταν ο κόσμος ο δικός μας, ακούω τις φωνές της μάνας που καλούσε τα βλαστάρια της να μαζευτούν, να πλυθούν, να φάνε και να στρωθούν στο διάβασμα..
Μπαίνω στο σπίτι κι εκείνο αντιβουίζει από τις φωνές των παιδιών, των δικών μας παιδιών... Εφτά παιδιά ήμασταν... Δυο κορίτσια και πέντες αγόρια... Το ραδιόφωνο να παίζει. Και ποιος ακούγεται λέτε;; Ο Στέλιος Καζαντζίδης!!! Ο μεγάλος αδερφός, ο Γιώργος, μανιώδης θαυμαστής του τραγουδάει κι αυτός... "Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω..." Τελικά ο μεγάλος αδερφός έφυγε για την Αυστραλία...Εδώ δούλευε στις οικοδομές, αλλά μου άρεσε όταν το Σάββατο ετοιμαζόταν για έξοδο. Μπάνιο, στόλισμα και μπριγιόλ στα μαλλιά και η τσατσάρα στην κωλότσεπη...
- ΟΜΩΣ, δεν αντέχω όταν το μυαλό κολλάει στη λέξη μετανάστευση. Τρελαίνομαι... Τέσσερα αδέρφια μου έγιναν... αυστραλοί!!! Ναι...
Ανοίγω τα μάτια και είμαι εδώ, σε μια Αθήνα της μαυρίλας, που βουίζει από τον ανθρώπινο πόνο, από μια Αθήνα που έγινε μύλος και μας αλέθει όλους - ντόπιους και ξένους, που έπαψε να είναι φιλική, αλλά κεντάει υπομονετικά τη χορωδία μιας ζωής απρόσμενης κι εγώ ψαχουλευτά πλέον, όπως όλοι, παλεύω ν' ανοίξω ένα δρόμο..
Αν ο κόσμος γύρω μας έχει ακόμα ψυχή κι εμείς αυτό το ξεχάσαμε, πρέπει να βγάλουμε κραυγή, να μας ακούσουν, να ζωντανέψουν, να ζωντανέψουμε...
No comments:
Post a Comment