Ben Goossens, Love and sorrow
[...] ΣΤΙΣ δώδεκα ακριβώς το μεσημέρι μιας μισοπεθαμένης μέρας σηκώθηκε ένας Σιρόκος στο κτήμα, πέρασε σαν χάδι από πάνω του και συμμάχησε με τη νωχέλειά του. Σύντομα, πήρε τη σκυτάλη η Όστρια, που δυνάμωσε λίγο για να μεταφέρει υγρασία και κόκκους άμμου από τη νότια έρημο Το προσωπικό του κτήματος χασμουρήθηκε μέσα στην επιπλέον αδράνεια που του προκάλεσε.
Ο Γαρμπής ξεσπάθωσε, φέρνοντας λευκά αφράτα σύννεφα και έφτιαξε μια περίτεχνη σκούφια στον θόλο, διαχέοντας το φως του ήλιου. Αυτό ανακούφισε τους πάντες, γιατί τώρα κατάλαβαν ότι δεν είχαν λόγο ούτε να ντρέπονται ούτε να κρύβονται μια τέτοια μέρα.
Ο Πουνέντες με τον Λεβάντε άρχισαν να παίζουν ένα παιχνίδι αέρινου πινγκ-πονγκ, γιατί θεώρησαν το κτήμα ένα τεράστιο τραπέζι με διαχωριστικό δίχτυ τα ψηλά φυλλοβόλα με τα καινούργια φύλλα. Αυτό ξεκίνησε ήπια, σαν ένας χαιρετισμός δύο αντίθετων ανέμων, αλλά στη συνέχεια έγινε θυμός που αντάριασε το κτήμα μεταφέροντας τα πέταλα των λουλουδιών από τα ανατολικά στα δυτικά και πάλι πίσω.
Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε έναν εκνευρισμό στο προσωπικό του κτήματος, που άρχισε ν' ανησυχεί για τις περίεργες συμπεριφορές των αέρηδων. Πήραν όλοι τους μια στάση αμυντική, γυρίζοντας την πλάτη τους πότε δυτικά και πότε ανατολικά χορεύοντας χωρίς να το ξέρουν τον χορό των μεταβολών της Άνοιξης.
Το παιχνίδι αυτό θύμωσε τον Μαϊστρο και τον Γραίγο που δεν τους φώναξαν να παίξουν και αυτοί μαζί τους. Φύσηξαν δυνατά, σταμάτησαν το εγωιστικό παχνίδι των προηγούμενων και έφεραν μαύρα σύννεφα να σκοτεινιάσουν το φως μέσα στο μεσημέρι. Όλα τα πέταλα των λουλουδιών ξεκόλλησαν και άρχισαν να συγκρούονται σαν τρελές πεταλούδες όλων των αποχρώσεων του ουράνιου τόξου, ώσπου τελικά το σχημάτισαν, χωρίς να έχει προηγηθεί βροχή.
Αυτό το υπερθέαμα, το προσωπικό του κτήματος το ερμήνευσε σαν μια διαμαρτυρία των αέρηδων για τη νωχέλειά τους την επομένη των εξαντλητικών ερώτων τους και αισθάνθηκαν όλοι ένοχοι απέναντι στις υποχρεώσεις τους.
Πριν αποφασίσουν τι να κάνουν η Τραμουντάνα επέβαλε τη σιωπή με βροντές και αστραπές που χάραζαν το κτήμα τρεμουλιαστά, προκαλώντας ρίγη φόβου σε όλα τα θηλαστικά που ένιωσαν την τιμωρία να κυκλοφορεί πάνω από τα κεφάλια τους.
Δεν αντέδρασαν, αλλά φοβισμένα γονάτισαν κοιτώντας το χέρσο έδαφος και περιμέναν τη Νέμεση να τους απαλλάξει, γιατί δεν ένιωθαν ότι αμάρτησαν επειδή έλαβαν μέρος τη νύχτα των ερώτων του λύκου και εξαντλήθηκαν.
Την ίδια ώρα, τα πουλιά ανταριάστηκαν και άρχισαν να πετούν τρελά νότια, αφήνοντας τα μικρά τους ατάιστα στις φωλιές, γιατί μπέρδεψαν τις εποχές και πήγαιναν να ξεχειμωνιάσουν στο νότο.
Όταν οι κεραυνοί άρχισαν να ανάβουν μικρές φωτιές στο κτήμα, τότε ο Ερνέτο Φαντάζια κατάλαβε ότι ήρθε το τέλος του κόσμου και άρπαξε τη Μαργκαρίτα από το ανοιχτό παράθυρο που παρακολουθούσε απολαμβάνοντας τα φαινόμενα για να την σώσει. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και, φιλώντας την συνεχώς, την ρώτησε αν είναι μάγισσα και αν όλα αυτά που γίνονται τα διευθύνει αυτή. Εκείνη δεν απάντησε, αλλά τον σταμάτησε να μιλά με ένα φλογερό ανεμοδαρμένο φιλί στο στόμα. Με αυτό εδραιώθηκε μια παράξενη σχέση στη μέση της ηλικίας δύο άγνωστων ανθρώπων...
- ΣΠΥΡΟΣ ΣΙΓΜΑ: Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ ΕΡΝΕΣΤΟ ΦΑΝΤΑΖΙΑ. Εκδόσεις Σμίλη, 2018
No comments:
Post a Comment