Tuesday, July 30, 2019

Η γοητεία των «δύσκολων» έργων τέχνης


  • Θεωρήθηκαν απρόσιτα όταν εμφανίστηκαν, σήμερα είναι δημοφιλή και καλοδεχούμενα


Εκείνο που προκαλεί απορία σε μια γενιά, γίνεται προσιτό στην επόμενη· έτσι, τουλάχιστον, φαίνεται. Εχοντας δεχθεί πολλές επιθέσεις όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1955, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμουελ Μπέκετ τώρα γεμίζει ασφυκτικά την αίθουσα του Theatre Royal Haymarket, ένα θέατρο που συνήθως συσχετίζεται με λαμπερές αναβιώσεις έργων του Οσκαρ Γουάιλντ και του Νόελ Κάουαρντ.
Η «Νεκρή ζώνη» του Χάρολντ Πίντερ, που κάποτε τη θεωρούσαν σκοτεινή κι ακατανόητη, ανέβηκε πρόσφατα σε μια επιτυχημένη -και ταμειακά- σειρά παραστάσεων στο Γουέστ Εντ, το λονδρέζικο Μπρόντγουεϊ. Ο Πικάσο και ο Ρόθκο προσελκύουν εκατομμύρια επισκέπτες, όποτε διοργανώνονται εκθέσεις έργων τους. Και παρ’ όλο που ο «Πίτερ Γκράιμς» του Μπέντζαμιν Μπρίτεν θεωρείται σήμερα η εθνική όπερα της Αγγλίας, όταν πρωτοανέβηκε στη σκηνή, το 1945, πολλοί τη χαρακτήρισαν «δύσκολο» έργο. Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η αλλαγή στα γούστα του κοινού;

  • Το κοινό θέλει χρόνο

Είναι, εν μέρει, μια φυσική διεργασία: ο αληθινός καλλιτέχνης είναι πάντα μπροστά στο παιχνίδι και το κοινό χρειάζεται κάποιο χρόνο για να τον φτάσει. Ο Μπέκετ στον «Γκοντό» είδε τη ζωή σαν μια στωική απαντοχή απέναντι στην τελική έλλειψη νοήματος: αντίληψη που δεν φαίνεται πια τόσο ακραία στη μεταχριστιανική, μεταϊδεολογική εποχή μας. Πάνω απ’ όλα, ο Μπέκετ ανακάλυψε ότι το δράμα μπορεί να καθορίζεται όχι από εξωτερικά γεγονότα αλλά από τη διαδικασία αναμονής τους: μια ιδέα που αξιοποιήθηκε από πλήθος μεταγενέστερους συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Τομ Στόπαρντ στο «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» και ο Ντέιβιντ Μάμετ στον «Αμερικανό βούβαλο». Η αντίληψη του Πίντερ για την ιδιωτική ζωή ως πολιτική σύγκρουση στην οποία οι αναμνήσεις, αληθινές ή ψεύτικες, αποτελούν ζωτικό τακτικό όπλο, είναι επίσης μια αντίληψη που οι περισσότεροι από μας αναγνωρίζουμε.

Υπάρχει όμως κάτι πολύ περισσότερο σ’ αυτό το φαινόμενο, πέρα από το βάθος της μεγάλης δραματουργίας. Μαζί με τη διάβρωση των παλαιών βεβαιοτήτων και της πεποίθησης ότι η ζωή μπορεί να εξηγηθεί με θρησκευτικούς ή φιλοσοφικούς όρους, έχει επέλθει και μια μεγάλη ανατροπή στη φόρμα του θεατρικού έργου. Αλλοτε τα έργα ακολουθούσαν ως επί το πλείστον το αριστοτελικό πρότυπο: έκθεση, κρίση, λύση - έκβαση. Τώρα, το «θέατρο» είναι ένας όρος που μπορεί να τα περιλάβει όλα, από θεάματα δρόμου μέχρι καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, και το θεατρικό έργο μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή επιλέξει ο καλλιτέχνης. Μπορεί να είναι ένα ελλειπτικό θραύσμα, όπως το έργο της Κάριλ Τσέρτσιλ «This Is a Chair», ή ένα εικαστικό έπος, όπως το «War House» του Νικ Στάφορντ. Μπορεί να είναι ένα διαλογικό κομμάτι, όπως το «The Designated Mourner» του Γουάλας Σον, ή ένα δοκίμιο που εκφωνείται δημόσια, όπως η «Via Dolorosa» του Ντέιβιντ Χέαρ.

Η πραγματικά μεγάλη αλλαγή όσον αφορά το κοινό, ωστόσο, είναι ότι φαίνεται να καλωσορίζει ενεργά το θεατρικό έργο που είναι περισσότερο «ανοιχτό» παρά «κλειστό»: το έργο, δηλαδή, που αποφεύγει την εύκολη έκβαση. Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει ότι αυτό δεν είναι και τόσο καινούργιο: Το «Κουκλόσπιτο» του Ιψεν δεν προσδιορίζει το μέλλον της Νόρας, αλλά μας αφήνει να το εικάσουμε· το ίδιο συμβαίνει και στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ, όπου η μοίρα των ηρωίδων του μένει ακαθόριστη.

Ωστόσο, έξω από τις κινηματογραφικές ταινίες και ορισμένα είδη μυθιστορήματος, οι σημερινοί αναγνώστες και θεατές λαχταρούν την ελευθερία επιλογής: να μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιοι για το πεπρωμένο του ήρωα ή για την τελική σημασία του έργου. Ενα μέρος της ευχαρίστησης που αντλούμε από τα έργα του Πίντερ, όπως έγραψε προσφυώς ο κριτικός Αλαστερ Μακόλεϊ, είναι ότι δεν τα καταλαβαίνουμε πλήρως: αρκούσε να ακούσεις τις ζωηρές συζητήσεις των θεατών καθώς έβγαιναν από τη «Νεκρή ζώνη» για να αντιληφθείς πόσο εκτιμάει το κοινό τη δυνατότητα να βγάζει από μόνο του συμπεράσματα.

  • Και μια ένσταση

Ωστόσο, ενώ είμαι πολύ ευχαριστημένος που η άλλοτε «απρόσιτη» τέχνη έχει βρει δρόμους σύνδεσης με το μεγάλο κοινό και που ο Μπέκετ έχει εγκατασταθεί στην καρδιά του θεατρικού Λονδίνου, πιστεύω επίσης ότι είναι σημαντικό να μη «νερώνουμε» το όραμα του καλλιτέχνη: και ο «Γκοντό» που παίζεται τώρα στο Λονδίνο είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεν έχω πρόβλημα που πρωταγωνιστούν δύο μεγάλοι σταρ, ο Ιαν Μακέλεν και ο Πάτρικ Στούαρτ [φωτο]. Ομως η παραγωγή του Σον Μάθιας δεν περιλαμβάνει μόνο χοντροκομμένα ηχητικά εφέ, αλλά επιτρέπει στους δύο πρωταγωνιστές να χρησιμοποιούν άφθονα κόλπα φαρσοκωμωδίας για να «βγάλουν γέλιο».
Κάποιες στιγμές ένιωσα ότι η βραδιά ήταν πιο κοντά στο «Sunshine Boys» του Νόελ Κάουαρντ, μια κομεντί για την επανένωση δύο παλιών κωμικών του βαριετέ, παρά στο τραγικό όραμα του Μπέκετ για την ανθρωπότητα. Είναι καλό να γίνεται προσιτή η δύσκολη τέχνη σε ευρύτερο κοινό, οφείλουμε όμως επίσης να τιμούμε την ακεραιότητά της και να σεβόμαστε τις ασυμβίβαστες αξίες της.
The Guardian | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/06/2009

No comments: