ΣΕΡΑΓΕΒΟ, ΓΥΡΩ ΣΤΟ 1906. Πόλη όπου διασταυρώνονται οι επιρροές, ανακατεύονται οι πολιτισμοί και συγκρούονται οι διαφορετικές αντιλήψεις και οι τρόποι ζωής. Οι ανθρωποι όμως από τις διάφορες εθνότητες, τις πίστεις, τις επαγγελματικές τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες έχουν ένα κοινό γνώρισμα: όλοι θέλουν λεφτά κι όλοι πάλι επιθυμούν περισσότερα απ' όσα έχουν. Βέβαια, υπάρχει ένα μεγάλο μέρος φτωχών ανθρώπων, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα κι η ζωή τους δεν είναι άλλο από μάταιες ελπίδες κι αδάκοπη αναζήτηση χρημάτων. Αλλά κι από κείνους που κάτι έχουν, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται, ο καθένας τους επιθυμεί περισσότερα πράγματα και καλύτερα απ' αυτά που έχει.
Το Σεράγεβο ήταν πάντα πόλη του χρήματος και πάντα το αναζητούσε με μανία κι αυτή η ανάγκη του τώρα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο κόσμος των πόλεων, με τη βαριά κληρονομιά της τουρκικής ραθυμίας και τη ροπή προς την υπερβολή σλάβικο γνώρισμα αυτό, άρχισε τελευταία ν' αποδέχεται και τις μοντέρνες τάσεις που επικρατούσαν στην Αυστρία σχετικά με την κοινωνική ζωή και τις απαιτήσεις της, σύμφωνα μ τις οποίες ο σεβασμός του ατόμου και η κοινωνική καταξίωσή του προσδιορίζονται από το μέγεθος της σπατάλης, από τις άσκοπες δηλαδή δαπάνες που κάνει κάποιος και που γίνονται κυρίως για λόγους πολυτέλειας κι επίδειξης και είναι δίχως νόημα αλλά και κακόγουστες μαζί.Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς άλλη πόλη με τόσο λίγο χρήμα και τόσο λίγες ευκαιρίες πλουτισμού, αλλά με τόσο μεγάλη δίψα για παρά και τόσο λίγη διάθεση για προσπάθεια, δουλειά και προκοπή, τη στιγμή μάλιστα που οι επιθυμίες και οι απαιτήσεις των ανθρώπων μοιάζουν συνεχως να μεγαλώνουν. Το κράμα αυτό, των συνηθειών της Ανατολής και του πολιτισμού της Μεσευρώπης, γεννάει σ' αυτόν τον τόπο μια ιδιόμορφη κοινωνική ζωή, όπου οι ντόπιοι συναγωνίζονται τους νεόφερτους κι επινοούν νέες ανάγκες και δημιουργούν νέες ευκαιρίες για ν' απαλλαγούν από τα χρήματά τους. Οι παλιές αρετές, η αρετή της υπομονής για τους φτωχούς και της έντιμης οικονομίας για τους πλούσιους, σήμερα έχουν ξεθωριάσει. Όσοι απέμειναν από τους παλιούς ανθρώπους του τσιαρσιού, με τις συνήθειες της ταπεινοφροσύνης και την αυστηρή τήρηση του κανόνα "μικρό κέρδος - μεγάλες οικονομίες", μπήκαν στην άκρη κι έμειναν έξω από τη ζωή, γραφικά απομεινάρια αλλοτινών καιρών...
Ένα απόσπασμα από το περίφημο μυθιστόρημα Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ του Ίβο Άντριτς. Η «Δεσποινίδα» είναι μια Σέρβα που αναπτύσσει δράση τοκογλύφου πριν από και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Για τους συμπολίτες της είναι «ένα πλάσμα δίχως καρδιά και αξιοπρέπεια, μια εξαίρεση για το γυναικείο πληθυσμό της πόλης, κάτι σαν μοντέρνα μάγισσα...». Ανέραστη, αγέλαστη, δίχως χαρά και χωρίς αισθήματα φιλίας και αγάπης ακόμα και για την ίδια τη μητέρα της, βλέπει τους άλλους μόνο ως συμβαλλόμενους στις διαρκείς συναλλαγές της και μόνο έτσι τους αναγνωρίζει. Σκιαγραφώντας το πορτρέτο αυτού του «θηλυκού Σάιλοκ», ο Ίβο Άντριτς ολοκληρώνει την καταγραφή των ιστορικών γεγονότων και την περιγραφή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Βοσνίας, για μια περίοδο που ξεπερνά τα 400 χρόνια -μια καταγραφή που ξεκίνησε με τα άλλα δύο αριστουργηματικά μυθιστορήματά του, «Το γεφύρι του Δρίνου» και «Το χρονικό του Τράβνικ», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
No comments:
Post a Comment