Saturday, July 6, 2019

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΝΑ...

"Rêveries..." - #Rêveries

[...] Παρ' όλ' αυτά, μέσα σ' όλη αυτή την πολυτέλεια, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους θαυμαστές, η Νανά έπληττε θανάσιμα. Είχε στη διάθεσή της από έναν άντρα για κάθε λεπτό της νύχτας, και λεφτά να ξεχειλίζουν ακόμα κι απ' τα συρτάρια της τουαλέτας της, πεταμένα μαζί με τις τσατσάρες και τις βούρτσες. Δεν την ικανοποιούσαν όμως όλα αυτά, και ένιωθε ένα κενό μέσα της, σαν μια ρωγμή, που την έκανε να χασμουριέται.


Η ζωή της κυλούσε χωρίς ασχολίες, φέρνοντας τη μια μονότονη ώρα μετά την άλλη. Η επαύριο δεν υπήρχε γι' αυτήν· ζούσε σαν τα πετούμενα του ουρανού, σίγουρη ότι κάπου θα έβρισκε τροφή, έτοιμη να κοιμηθεί στο πρώτο κλαδί που θα συναντούσε. Η βεβαιότητα αυτή  ότι θα την ταϊσουν, είχε ως αποτέλεσμα να μένει ξαπλωμένη όλη μέρα, νωθρή, αποκοιμισμένη μέσα σ' αυτήν την απραξία και την μοναστική πειθαρχία, σαν να ήταν έγκλειστη για να εκτελεί το επάγγελμά της.

Καθώς κυκλοφορούσε πλέον μόνο με άμαξα, είχε ξεσυνηθίσει να περπατάει. Είχε ξαναβρεί παιδιάστικες συνήθειες, φιλούσε νύχτα μέρα τον Μπιζού και σκότωνε την ώρα της με ανόητες ασχολίες, περιμένοντας πότε θα έρθει ο εκάστοτε άντρας, τον οποίο και ανεχόταν με ύφος συγκαταβατικής παραίτησης. Και μέσα σ' αυτήν την απόλυτη εγκατάλειψη του εαυτού της, το μόνο πράγμα που την ενδιέφερε ακόμα ήταν η ομορφιά της· φρόντιζε συστηματικά να εξετάζει το σώμα της, να πλένεται, να αρωματίζεται παντού, καυχώμενη ότι μπορούσε, ανά πάσα στιγμή και μπροστά σε οποιονδήποτε, να γυμνωθεί χωρίς να έχει τον παραμικρό λόγο να ντρέπεται.

Το πρωί σηκωνόταν στις δέκα η ώρα. Ο Μπιζού, το σκοτσέζικο γκριφονάκι, την ξυπνούσε γλείφοντάς της το πρόσωπο. Και επί πέντε λεπτά έπαιζαν, με το σκυλάκι να τρέχει παντού, πάνω στα χέρια και τα μπούτια της, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του κόμη Μυφφά. Ο Μπιζού ήταν το πρώτο ον που ζήλευε. Δεν ήταν πρέπον να χώνει ένα ζώο, έτσι, τη μύτη του κάτω απ' τα σκεπάσματα. Μετά, η Νανά πήγαινε στο μπουντουάρ της, όπου μπανιαριζόταν.

Κατά τις έντεκα η ώρα, ερχόταν ο Φρανσίς για να της σηκώσει ψηλά τα μαλλιά, πριν της κάνει την περίτεχνη κόμμωση του απογεύματος. Για το μεσημεριανό, καθώς απεχθανόταν να τρώει μόνη της, είχε σχεδόν πάντοτε την κυρία Μαλουάρ που εμφανιζόταν το πρωί από το πουθενά, με τα εξωφρενικά της καπέλα, και επέστρεφε το βράδυ στην μυστηριώδη της ζωή, για την οποία κανείς άλλωστε δεν ενδιαφερόταν.

Οι πιο δύσκολες, όμως, ώρες ήταν οι δυο τρεις ώρες που μεσολαβούσαν ανάμεσα στο μεσημεριανό και την απογευματινή της τουαλέτα. Συνήθως έπαιζε κανένα μπιζίκι με την γηραιά φίλη της, άλλοτε διάβαζε το Φιγκαρό, απ' όπου την ενδιέφεραν οι κριτικές του θεάτρου και τα νέα του κόσμου. Καμιά φορά, μάλιστα, της συνέβαινε ν' ανοίξει και κανένα βιβλίο, καθώς υπερηφανευόταν ότι της άρεσε η λογοτεχνία.

Η τουαλέτα της την απασχολούσε μέχρι τις πέντε περίπου. Τότε, μόνο, άρχιζε να συνέρχεται από την υπνηλία, και είτε έβγαινε με την άμαξα είτε δεχόταν στο σπίτι της ορδές ολόκληρες αντρών· άλλοτε πάλι δειπνούσε έξω και πάντοτε ξενυχτούσε, για να ξυπνήσει την επομένη με την ίδια κούραση και να ξεκινήσει άλλη μια απαράλλαχτη με την προηγούμενη ημέρα...


  • ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ, ΝΑΝΑ. Μετάφραση: Κυριακή Χρα (Χ.Κ. Τεγόπουλος εκδόσεις ΑΕ, 2007)

Εμίλ Ζολά, ένας οξυδερκής παρατηρητής των κοινωνικών προβλημάτων


No comments: