ΗΤΑΝΕ γεροδεμένος, γύρω στο ένα κι ογδόντα - ίσως και κομματάκι πιο κοντός - κι όταν τον έβλεπες να προχωράει ολόισια καταπάνω σου, με τους ώμους κυρτούς, το κεφάλι σκυμμένο μπροστά και το βλέμμα διαπεραστικό, ελαφρά συνοφρυωμένο, σου θύμιζε ταύρο που επιτίθεται. Η φωνή του δυνατή και βαθιά· στο φέρσιμό του μια πεισματάρικη αδιαλλαξία που, ωστόσο, δεν είχε τίποτα το επιθετικό, αλλά έμοιαζε να ξεπηδάει από μέσα του αυθόρμητα, γιατί στρεφόταν πρώτα απ' όλα ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό κι ύστερα σ' οποιονδήποτε άλλον.
Στην εμφάνιση περιποιημένος άψογα, ντυμένος στα κάτασπρα απ' την κορφή ώς τα νύχια· στα διάφορα λιμάνια της Ανατολής όπου έβγαζε το ψωμί του σαν ατζέντης κάποιου προμηθευτή πλοίων, ήταν πολύ αγαπητός...
Άρχισα να το διαβάζω πριν περίπου δέκα χρόνια δίχως ποτέ να το τελειώσω. Το είχα όμως σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου, με την ελπίδα να το ξαναπιάσω. Έτσι κι έγινε. Αυτές τις μέρες βρήκα το χρόνο και το τέλειωσα. Κι όταν το τέλειωσα, γύρισα στην αρχή και διάβασα το σημείωμα του συγγραφέα, που καταλήγει ως εξής:
Είμαι σε θέση να διααβεβαιώσω τους αναγνώστες ότι ο χαρακτήρας του Τζιμ δεν είναι αποκύημα μιας διεστραμμένης φαντασίας. Ούτε και γέννημα της ομίχλης του Βορρά. Ένα ηλιόλουστο πρωινό τον είδα να περνά από δίπλα μου, μέσα στη συνηθισμένη ατμόσφαιρα ενός λιμανιού της Ανατολής - γοητευτικός - σημαίνων - φευγαλέος και μυστηριώδης - μέσα σε απόλυτη σιωπή. Κι έτσι έπρεπε να είναι. Το δικό μου καθήκον ήταν να βρω, παρακινημένος από την ανθρώπινη συμπάθεια που ένιωσα, τα λόγια για να εξιχνιάσω το νόημα της ύπαρξής του. Ήταν "ως εις εξ ημών" ["Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών, του γιγνώσκιν καλόν και πονηρόν" - Γένεσις 3.22]
Ήθελα να πω για το αγγλικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα ότι αποτελεί την καλύτερη απόδειξη πως το επίκαιρο δεν είναι το πρόσκαιρο. Γιατί, για πολλά χρόνια, τα πιο σύγχρονα αγγλικά βιβλία ίσως δεν είναι έργα των ζωντανών, αλλά ενός νεκρού, που ωστόσο έμεινε ο πιο σύγχρονος απ' όλους τους ζωντανούς Άγγλους και Αμερικανούς. Μιλάω για τον Πολωνό Ζόζεφ Κορζενιόφσκι, που αφού πήρε την αγγλική υπηκοότητα, άλλαξε το όνομά του σε Τζόζεφ Κόνραντ. Γεννήθηκε στις 3 ή 6 Δεκεμβρίου 1857 στην Ουκρανία και παρά την ηπειρωτική του καταγωγή, η καρδιά του διάλεξε ένα άλλο στοιχείο για πατρίδα της, τον ωκεανό!
Ο Κόνραντ γνώρισε τη θάλασσα σα ναυτικός, αλλά και σαν τυχοδιώκτης, γιατί μέσα του ζούσε η δυτική ανησυχία, η αγάπη της ελευθερίας και των κατακτήσεων. Η δυσφορία του για το κορεσμένο περιβάλλον του αστισμού, η λαχτάρα του για φυσική ζωή, για κινδύνους, ο ανδρισμός των αισθημάτων και της σκέψης του, τον οδήγησαν στο Κογκό, στη Νότιο Αμερική, στην Ινδονησία... Η θάλασσα στα περισσότερα μυθιστορήματά του είναι το πλαίσιο του επικού, όπως στον "Τυφώνα", στο "Ναύκληρο" και στο "Λόρδο Τζιμ", που στάθηκε και η αφορμή γι' αυτό το σημείωμα.
Ο Κόνραντ δεν έχει αναλύσει την τέχνη του, αν και του έτυχε ν' αναφέρει στους αναγνώστες του πώς αντιλαμβάνεται τα καθήκοντα του συγγραφέα:
Η τέχνη μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μια εσκεμμένη προσπάθεια απόδοσης ανώτερης δικαιοσύνης στον ορατό κόσμο, φέρνοντας στο φως την ενιαία και πολλαπλή αλήθεια που βρίσκεται στη βάση του. Είναι μια απόπειρα μέσα στις μορφές, στα χρώματα, στις φωτοσκιάσεις της ύλης και της ζωής να βρει το αιώνιο και ουσιαστικό θεμέλιό τους, την πραγματική αλήθεια της ύπαρξής τους. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, όπως ο στοχαστής κι ο ειστήμων, αποζητάει την αλήθεια που τη βρίσκει κατεβαίνοντας μέσα στον εαυτό του, στην περιοχή εκείνη της ταραχής και του πόθου, όπου, αν είναι άξιος, βρίσκει την ευτυχία. Γι' αυτό επιστρατεύει τις κρυφές μας ικανότητες, το τμήμα εκείνο της ύπαρξής μας που εξαιτίας της βιοπάλης κρύβεται κάτω από τη θωράκιση των άλλων ικανοτήτων μας. Ο καλλιτέχνης στρέφεται προς το τμήμα εκείνο του Είναι του, που του είναι ανεξάρτητο από τη σύνεση, προς το έμφυτο κι όχι το κατακτημένο, προς την ικανότητά μας για χαρά και θαυμασμό, προς την αίσθηση του μυστηρίου, προς την έννοια της συμπόνιας, της ομορφιάς και του πόνου, προς το κρυφό συναίσθημα της αλληλεγγύης με όλη τη δημιουργίσ, προς τον τρυφερό αλλά ακατάλυτο δεσμό που συνδέει όλες τις καρδιές στο όνειρο, τη χαρά, τον πόνο, τις νοσταλγίες, τις αυταπάτες, τις ελπίδες και τους φόβους, τους νεκρούε με τους ζωντανούς και τους αγέννητους...
Κατ' αυτόν, ο γνήσιος αφηγητής πρέπει να διηγείται πράγματα άξια να λεχθούν κι όχι να διακοσμεί καλλιτεχνικά ασημαντότητες χωρίς ουσία. Οι ήρωες του Τζόζεφ Κόνραντ είναι συχνά εξαιρετικά πρόσωπα είτε λόγω των περιστάσεων είτε λόγω της εσωτερικής του συγκρότησης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:
No comments:
Post a Comment