Όλοι πλέον, καταπώς λέγεται, έχουμε κατηγοριοποιηθεί. Από τη μία πλευρά θα
είναι οι Έλληνες και από την άλλη οι
Ανθέλληνες. Τον επικίνδυνο αυτό
διαχωρισμό ξεκίνησε να πραγματοποιεί ο Συνασπισμός
Ριζοσπαστικής Αριστεράς αμέσως μόλις ανήλθε στην εξουσία. Οι συνέπειες της
κίνησής του, που φαίνεται πως βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση στις τάξεις του, είναι
βέβαιο ότι θα έχουν τραγικά αποτελέσματα για τη χώρα μας.
Για όσους το έχουν λησμονήσει, ηθελημένα ή όχι δεν έχει σημασία, θυμίζω
πότε ανακινήθηκε το ζήτημα.
Ήταν τέλη Φεβρουαρίου του 2012. Λίγες ώρες μετά τη λήξη του Eurogroup, κατά την οποία
είχε επικυρωθεί η νέα δανειακή σύμβαση της χώρας και το πρόγραμμα ανταλλαγής
ομολόγων, ο Αλέξης Τσίπρας προέβη
στην εξής ανατριχιαστική δήλωση: «Μπορεί
οι Ευρωπαίοι να λένε ότι “είμαστε όλοι Έλληνες”, αλλά κάποιοι Έλληνες δεν είναι
και τόσο Έλληνες: αυτοί που μας κυβερνούν».
Η δήλωση, του τότε Προέδρου του Συνασπισμού
και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.,
προκάλεσε αλγεινή εντύπωση. Στο μυαλό όλων, ήλθαν, συνειρμικά, άλλες εποχές, με
τους διαχωρισμούς που επιχειρήθηκαν τότε. Τις πρακτικές αυτού του είδους είχαν
πληρώσει πολύ ακριβά η Αριστερά και οι συνοδοιπόροι της. Το μόνο από τα στελέχη
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που αντέδρασε, προς τιμήν του, ήταν ο βουλευτής Δημήτρης Παπαδημούλης, ο οποίος
χαρακτήρισε τη δήλωση «ατυχή».
Υπήρξαν όμως και ορισμένοι διανοούμενοι που κινητοποιήθηκαν και έκρουσαν
τον κώδωνα του κινδύνου για το πού οδηγούσαν τέτοιες επικίνδυνες απόψεις.
Ανάμεσά τους ήταν ο παλαίμαχος κομουνιστής και ιστορικό στέλεχος της
Ανανεωτικής Αριστεράς Πάνος Δημητρίου,
ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, η
κοινωνιολόγος Άννα Φραγκουδάκη και ο
ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος.
Κοινή συνισταμένη των δηλώσεών τους ήταν πως, ο διαχωρισμός που
επιχειρήθηκε, αποτελούσε αντιδραστική θέση. Συνιστούσε όνειδος για την Αριστερά,
η οποία είχε γνωρίσει τις συνέπειές του. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, μάλιστα, καταδικάζοντας
απερίφραστα τα όσα εκστόμισε ο Αλέξης Τσίπρας, δεν δίστασε να τα χαρακτηρίσει ως
«εθνικιστικό πισωγύρισμα».
Το εθνικιστικό παραλήρημα του ηγέτη ενός αριστερού κόμματος εκτιμήθηκε
όμως δεόντως από το εκλογικό σώμα, που είχε ενστερνιστεί απολύτως τις άναρθρες
ιδέες τις οποίες εξέπεμπαν οι συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων στις πλατείες
όλης της χώρας.
Έτσι, στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που επακολούθησαν, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
αύξησε θεαματικά τη δύναμή του και κατέλαβε τη θέση της Αξιωματικής
Αντιπολίτευσης.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς ότι, με αφετηρία τα νέα καθήκοντά του, θα εκπονούσε
νηφάλια ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, με στόχο την ταχύτερη έξοδο της χώρας από τη
δύσκολη κατάσταση, στην οποία βρισκόταν, εκείνος έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Όξυνε,
ακόμη περισσότερο, την πολιτική κατάσταση.
Οι φραστικές ακρότητες, στις οποίες επιδόθηκε ο Αλέξης Τσίπρας κατά το διάστημα
αυτό εναντίον πολιτικών αντιπάλων του, δεν έχουν προηγούμενο στη σύγχρονη
ελληνική πολιτική ιστορία.
Για να αποκρούσει όσους εξέφραζαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την πολιτική
του, χώρισε τους Έλληνες, απλουστευτικά, σε δύο κατηγορίες. Οι χαρακτηρισμοί ποίκιλλαν.
Άλλες φορές συνοψίζονταν στο δίλημμα Μνημονιακοί
– Αντιμνημονιακοί. Άλλοτε, στο Μερκελιστές – Αντιμερκελιστές. Περιστασιακά, αλλά με προσεκτικό τρόπο, επανέφερε
το δίλημμα Μη Έλληνες – Έλληνες. Στη
δεύτερη κατηγορία όλων των παραπάνω διλημμάτων, αυτάρεσκα, κατέτασσε πάντα τον
εαυτό του και το Κόμμα του. Εκείνοι, συμπερασματικά, ήταν οι πραγματικοί
Έλληνες.
Στηριζόμενος στα πλαστά αυτά διλήμματα, που μας οδηγούσαν σε επικίνδυνους
ατραπούς, άρχισε να προετοιμάζει το εκλογικό κοινό για τη μεγάλη δήθεν σύγκρουση
που ερχόταν. Επρόκειτο για μια συντηρητική και βαθιά αντιδραστική τακτική.
Καλοσχεδιασμένη όμως καθώς ήταν, άγγιζε το θυμικό του εκλογικού σώματος,
γεγονός που αποδείχτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις, Στις εκλογές της 25ης
Ιανουαρίου δόθηκε ευρεία πλειοψηφία στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο οποίος και ανέλαβε τη
διακυβέρνηση της χώρας συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, ένα ακροδεξιό πολιτικό μόρφωμα.
Το διάστημα που ακολούθησε, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., από την κυβερνητική θέση πλέον,
συγκεκριμενοποίησε ακόμη περισσότερο την πολιτική του ως προς το ζήτημα. Για
τον εαυτό του, συνέχισε να κρατά, ναρκισσευόμενος, τον τίτλο του μόνου
υπερασπιστή των ελληνικών υποθέσεων. Όσοι τον εμπιστεύονται και τον ακολουθούν
είναι οι Έλληνες. Εκείνοι που κάνουν
το λάθος να διαφωνούν με την τακτική του θεωρούνται αυτόματα Ανθέλληνες.
Ο παροξυσμός, εναντίον κάθε διαφορετικής άποψης, έχει καταλάβει για τα
καλά όλα τα ανώτατα κλιμάκια του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το κυνήγι μαγισσών, στο οποίο έχουν
επιδοθεί, θυμίζει τις προπολεμικές σταλινικές εκκαθαρίσεις, εποχή στην οποία
φαίνεται ότι έχουν ιδιαίτερα εντρυφήσει και τους γοητεύει.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό όμως είναι ότι, το τελευταίο χρονικό διάστημα, η
σκυτάλη έχει περάσει πλέον στα μέλη και τους φίλους του. Το φαινόμενο γνωρίζει
έξαρση. Όποιος διατηρεί αμφιβολίες, δεν έχει παρά να ξεφυλλίσει τον ημερήσιο
και περιοδικό Τύπο ή να περιδιαβεί στο διαδίκτυο, για να διαπιστώσει του λόγου
το αληθές. Οι προπηλακισμοί σε βάρος των διαφωνούντων από παλιά και όψιμα μέλη
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεν έχουν τελειωμό.
Το φαινόμενο έχει την εξήγησή του. Τα μέλη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχαν συνηθίσει
τόσες δεκαετίες τη διοργάνωση πορειών και την ανέξοδη κριτική για την ανάλγητη,
υποτίθεται πολιτική, είτε του Πανελλήνιου
Σοσιαλιστικού Κινήματος είτε της Νέας
Δημοκρατίας. Τώρα, με την άνοδο του Κόμματός τους στην εξουσία,
διαπιστώνουν πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο εμφανίζονταν. Χρειάζονται
ρήξεις με κατεστημένες αντιλήψεις και πρακτικές. Όποιος τις επιχειρεί
αναλαμβάνει και το πολιτικό κόστος. Αυτό, όμως, δεν είναι διατεθειμένοι να το
δεχτούν οι επαγγελματίες ιδεολόγοι.
Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει όμως για τους όψιμους φίλους του
ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ανήλθαν καθυστερημένα σε ένα πολιτικό όχημα, εποφθαλμιώντας κάθε
είδους οφέλη, και τώρα διαπιστώνουν ότι οι ελπίδες τους αποδείχτηκαν φρούδες.
Μην έχοντας τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού, καθώς θα κατηγορηθούν για
καιροσκοπισμό, ανέλαβαν το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με όσους έχουν ενστάσεις για
την ακολουθούμενη πολιτική. Ο πιο εύκολος τρόπος, προκειμένου να τους
στοχοποιήσουν, είναι να τους προσάψουν την κατηγορία των Ανθελλήνων. Η περίπτωσή τους, σε σχέση με εκείνη των παλιών μελών
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., είναι αποκρουστικότερη. Όσοι
επιδίδονται σε τέτοιου είδους λεκτικές επιθέσεις αξίζουν τη βαθιά περιφρόνησή
μας.
Η ιδεολογία, που εκπέμπει η Κυβέρνηση, μας μεταφέρει αργά αλλά σταθερά σε
δύστηνους καιρούς. Αν δεν αποκρουστεί ομόθυμα θα δημιουργήσει μεγάλες εθνικές
περιπέτειες.
Κωστής Λίθινος
No comments:
Post a Comment