Το χταπόδι που έλεγα δεν έχει φύγει. Άπλωσε παντού τα πλοκάμια του και σφίγγει, σφίγγει και ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι... Ανοιγοκλείνω τα μάτια για να καταλάβω ότι είμαι ξύπνιος. Ρίχνω ματιές προς τον Υμηττό, κι αυτός είναι αραχτός, σαν γέρος μαχμουρλής, που αναπολεί... Μην ρωτάτε τι αναπολεί!!! Τα χρόνια που φύγανε, οι βροχές και οι καταιγίδες που τον δείρανε, τα τραγούδια που τραγούδησε... Αφήστε τον στην ησυχία του...
Μεσημέρι καλοκαιριού, κι ακούγονται μακριά οι θόρυβοι από το αυτοκινητομάνι της λεωφόρου, τα σφυρίγματα και κάποιες φωνές, έτσι χωρίς λόγο.
"Τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου..." [Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»]
Θα έγραφα ότι τα ασημένια σκεύη ακτινοβολούν στα καταστήματα των χρυσοχόων, αλλά δεν υπάρχουν πλέον χρυσοχόοι, παρά μονάχα τοκογλύφοι που αγοράζουν χρυσό και πολύτιμα σκεύη.
Ένα κοπάδι περιστέρια πετάνε ανάμεσα στις τέσσερις γωνιακές πολυκατοικίες. Πότε στα μπαλκόνια της μιας και πότε στα περβάζια της άλλης. Απλώς ταλαιπωρούν τον σκύλο μου που τρέχει σαν τρελός, ακολουθώντας, νοητά βέβαια, το πέταγμά τους, αφού ο δικός του χώρος είναι περιορισμένος στη βεράντα μας.
Η Αλίκη μπαινοβγαίνει στο σπίτι της και βγάζει κάπου-κάπου άναρθρες κραυγές, αλλά σήμερα ξεχώρισα τη λέξη "βοήθεια"... Την έλεγε ενώ με τα χέρια της πάλευε κάτι ρούχα. Ανοιξε τη βρύση στη βεράντα της κι έριχνε νερό, πήρε το σκουπάκι και μάζεψε μερικά σκουπίδια που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι ακριβώς είναι. Μα κάτω από τον ήλιο πώς αντέχει; αναρωτήθηκα. Δεν έχει τέντες η βεράντα της. Κάνει να ξεμυτίσει ο άντρας που δεν ξέρω αν είναι σύζυγος, αδερφός ή απλός ένας σύντροφος ξεχασμένος από τα περασμένα, κι αυτή του βάζει μια φωνή που ακούγεται μες στη ζέστη και την πολλαπλασιάζει και διαλύεται στο ζεστό αέρα:
"Άει στο διάολο κι εσύ που θέλεις να με κλείσεις στο Δρομοκαϊτειο..."!!!!
Ο άντρας, που είχε βγει με το σώβρακο και ξυπόλητος, δεν έβγαλε τσιμουδιά. Την κοίταξε για λίγο και ξαναμπήκε στο σπίτι.
Ο ουρανός είναι σαν χυλός. Σα να έχει απλωθεί παντού ένας ζεστός χυλός.
Τα πλοκάμια του χταποδιού έχουν κολλήσει σφιχτά και δεν λένε να χαλαρώσουν.
Η τηλεόραση είναι συνέχεια ανοιχτή και κάποια πρόσωπα εναλλάσσονται. Κάποια πρόσωπα, κάτι λένε, χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας και είναι η διαχειρίστρια. Ωχού, τι θέλει πάλι κι αυτή;;;
"Α, καλημέρα, τι κάνεις;"
"Καλά, καλά, εσύ;"
"Να, σου έφερα δυο γράμματα...".
Τελικά μη νομίζετε ότι ήταν γράμματα. Τώρα πλέον δεν έρχονται γράμματα με το ταχυδρομείο, αλλά λογαριασμοί.
Έρχονται
μονάχα λογαριασμοί από τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ,
την κοσμοτέ, τις τράπεζες... Και τότε ο
ιδρώτας τρέχει ποτάμι!!
Βγαίνω στην ανατολική πλευρά της βεράντας και το μάτι πέφτει στον απέναντι που έχει μονίμως τον υπολογιστή του σ' ένα τραπέζι και γράφει, παίζει, ζωγραφίζει, δεν μπορώ να καταλάβω. Κάπου-κάπου βγαίνει και μια γυναίκα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά. Προφανώς θα είναι η γυναίκα του. Η γυναίκα, μου ρίχνει ματιές κι εγώ κάνω πως δεν βλέπω και ξαναμπαίνω στην κουζίνα. Γεμίζω ένα ποτήρι με γκρέιπ-φρουτ και το απολαμβάνω.
No comments:
Post a Comment