Friday, June 21, 2013

Το χταπόδι ήταν εδώ, τον ρουφούσε με τις βεντούζες του!!!

Χταπόδι;;
Άρπαξε το σουγιά του άνοιξε τα μάτια, όνειρο ήταν.
Όχι, το χταπόδι ήταν εδώ, τον ρουφούσε με τις βεντούζες του: Η ζέστη.
Ίδρωνε...
Με τον θάνατο στην ψυχή” μπορείς να θυμηθείς πόσο οξείες ήταν οι αισθήσεις σου, πόσο έντονα αισθανόσουν τα πάντα όταν ήσουν παιδί;;

Την έκσταση όταν έτρωγες φράουλες με σαντιγί!
Την φρίκη του ψαριού, την κόλαση του ρετσινόλαδου!
Και το μαρτύριο όταν έπρεπε να σηκωθείς και ν' απαγγείλεις εμπρός σ' ολόκληρη την τάξη!
Και απέναντί σου, ο αυστηρός δάσκαλος και στην απέναντι σειρά των θρανίων εκείνη...
Εσύ κι αυτή!
Ο μεγαλοφυής και η θεά”...

Αλλά ανέκφραστη ήταν η χαρά όταν την έβλεπα να περπατά στη γειτονιά πιασμένη από το χέρι τής μάνας της κι εγώ πίσω από την σιδερένια πόρτα της αυλής να την κοιτάζω περίλυπος που δεν ήταν το δικό μου χέρι για να την κρατά...
Από τον καιρό, λοιπόν, που γυρίζω έτσι μονάχος, είχα αμέτρητους γείτονες...
Από πάνω μου κι από κάτω μου, δεξιά και αριστερά μου, κάποτε και τα τέσσερα είδη μαζί.
Θα μπορούσα να γράψω απλώς την ιστορία των γειτόνων μου...
Αυτό θ' αποτελούσε έργο ζωής.
Θα ήταν μάλλον η ιστορία των νοσηρών συμπτωμάτων, που προξένησαν αυτοί μέσα μου...

Στις “σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε” διαπίστωσα ότι μπορούν πράγματι αυτοί οι γείτονες που γνώρισα στη διάρκεια του βίου μου να είναι οι σταθμοί που με σημάδεψαν...
Είχα γείτονες ανυπολόγιστους και πολύ τακτικούς.
Κάθισα και δοκίμασα ν' ανακαλύψω τον νόμο των πρώτων, επειδή ήταν φανερό πως είχαν κι αυτοί έναν.
Κι όταν μια φορά το βράδυ οι τακτικοί στην ώρα τους καθυστέρησαν, σχεδίασα μέσα στο νου μου, τι μπορούσε να τους είχε συμβεί κι άφησα το φως μου αναμμένο και φοβήθηκα σε μια νέα γυναίκα...
Είχα γείτονες που μισούσαν και γείτονες που είχαν μπλεχτεί σε σφοδρόν έρωτα...
Ή μου συνέβη να δω να μεταπίπτουν από τη μια κατάσταση στην άλλη, μέσα στη νύχτα, και τότε φυσικά δεν γινόταν σκέψη για ύπνο...

Όπως αυτός ο ψιλόλιγνος υπερεξηκοντούτης, απέναντί μου, που βγαίνει με το σώβρακο κάθε μέρα και αφού ποτίσει τις γλάστρες του που τις έχει σκορπισμένες στη βεράντα του, γυρίζει προς την ανατολή, στέκεται σε στάση προσοχής και κοιτάζει τον ήλιο.
Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω για ποιο λόγο.
Πάντως έχω την αίσθηση ότι κάτι ψιθυρίζει, γιατί βλέπω τα χείλη του να σαλεύουν, σα να μιλάει...
Πολλές φορές δοκίμασα να τον μιμηθώ και προσηλώθηκα σε κάποιο πράγμα με τόση προσοχή, που ήμουν σχεδόν βέβαιος πως θα πετύχω τον σκοπό μου.

Υπήρχαν επιθυμίες που με πίεζαν πολύ.
Μα δεν κατάφερνα τίποτα.
Μήτε και τολμούσα να μιλήσω γι' αυτά στον Ντέμιαν.
Το έβρισκα αδύνατο να του εξομολογηθώ τις επιθυμίες μου.
Αλλά κι εκείνος δεν με ρώτησε ποτέ...

No comments: