11
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978. Ο Κουρούτας ήρθε σήμερα κατά τις δέκα. Η μέρα γι’ αυτόν ήταν
αλλιώτικη. Φορούσε πλέον δυο αστέρια και πετούσε από την χαρά του για την
προαγωγή. Είχε γίνει υπολοχαγός. Προχτές ο Περικλής μου έλεγε πως είναι καλό
παιδί και θέλει ν’ ανήκει στην… δημοκρατική δεξιά! Στο μεταξύ ο συγκάτοικος [σσ. δυο-δυο κατοικούσαμε οι φαντάροι στα σκηνάκια που φαίνονται και στη φωτογραφία] μ’
έχει εκνευρίσει στο έπακρο. Σχεδόν κάθε πρωί κοιμάται μέχρι αργά και ύστερα
χάνεται στα πεύκα. Έρχεται το μεσημέρι για φαγητό. Πού πάει, τι κάνει, μόνος,
με άλλους; Ξέχωρα η αταξία στα ατομικά του πράγματα. Ο Θεός και η ψυχή του. Η Αναφορά
δεν γίνεται ονομαστική κι έτσι κάπως την σκαπουλάρει.
Το
πρωί ο Χριστόφορος, ενώ σιγοτραγουδούσαμε, στίχους του Σεφέρη, φούσκωνε και
ξεφούσκωνε.
«Ρε
Πορφύρη, να φέρω την κιθάρα;»
Ήταν
πολλοί άσχετοι τριγύρω μας. Όταν κάπως ξεμείναμε οι δυο μας, του λέω:
«Άντε
τώρα να φέρεις την κιθάρα…»
Για
πότε χάθηκε προς το σκηνάκι του, δεν κατάλαβα. Όταν γύρισε κρατούσε γελαστός το
όργανο. Σιγανά πιάσαμε να τραγουδάμε. «…Χάθηκα
γιατί δεν είχα τα φτερά, γιατί είχα όνειρα πολλά και το λιμάνι είναι μικρό
γιατί ήμουν πάντα μόνος, και θα ’μια πάντα μόνος…». Ωσότου, πλάκωσε ξανά και η λετσαρία κι ο Χριστόφορος θυμωμένος,
μου λέει:
«Γέρο,
δεν μας αφήνουν να εκφραστούμε…»
Αύριο
θα έρθει ο συνταγματάρχης για επιθεώρηση. Ο λοχαγός μας τόνισε την ανάγκη της
ομοιομορφίας των σκηνών μας και ο Πρασινίδης έλεγε:
«Να
την χέσω την ομοιομορφία!» Και αμέσως άρχισε να μας διηγείται μια ιστορία:
«Ήταν
κάποιος που σ’ όλη του την ζωή αγόραζε λαχεία. Αλκοολίκι. Όταν έγινε 80 χρονών,
κέρδισε 6-7 εκατομμύρια. Τότε είπε: Τι να τα κάνω τώρα τα λεφτά; Έφτιαξε,
λοιπόν, για τον κόσμο πολυτελείς καμπινέδες κι απ’ έξω έβαλε μια επιγραφή:
Τέτοια τύχη, να σε χέσω!»
[...]
27
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1978.
Πορφύρη μου,
Σου γράφω πάλι σήμερα Κυριακή πρωί.
Ξύπνησα μεγαλοπρεπώς κατά τις δέκα, μετά από τραβήγματα του ποδιού από τη μάνα.
«Σήκω, σήκω μωρή Φαίδρα, σήκω…». Κάθισα λίγο στην βεράντα και πήρα τον αέρα
μου. Σκέφτομαι πώς θα περάσει η σημερινή μέρα! Βέβαια ακόμη δεν έχω πάρει τις
εφημερίδες και μ’ αυτή την σκέψη παρηγοριέμαι ότι θα περάσει κάμποση ώρα και μ’
αυτές. Οι επισκέπτες μας της Κυριακής δεν έχουν εμφανιστεί εδώ και μερικούς
μήνες. Φαίνεται πως λείπουν από την Αθήνα κι έτσι βρήκα κι εγώ την ησυχία μου.
Η ώρα είναι 11 κι αναρωτιέμαι τι να κάνεις άραγε… Μπορεί να πλένεις τα βρακάκια
σου, μπορεί να χουζουρεύεις ή να κάνεις αγγαρεία, μπορεί να είσαι σκοπιά… Ποιος
ξέρει! Σε φαντάζομαι εκεί μέσα, ανάμεσα στους άλλους ‘χωροφυλάκους’ να ζεις
στον δικό σου κόσμο και η καρδιά μου φουσκώνει και γιομίζει τρυφερότητα. Να
μπορούσα να σε πάρω μια αγκαλιά! Σε λατρεύω, δίνεις νόημα στη ζωή μου κι ας
είσαι τόσο μακριά. Είσαι όλος ο κόσμος μου, ο Θεός μου. Κάνω υπομονή γιατί ξέρω
πως μ’ αγαπάς, κάνε το ίδιο κι εσύ, θα περάσει κι αυτό, όπως το Παρίσι και τόσα
άλλα. Μετά θα βαρεθείς να με βλέπεις. Έπειτα υπάρχει και το ενδεχόμενο της
μετάθεσης. Δεν χάνουμε τις ελπίδες μας. Χτες μου είπες πως θα βγεις Αναφορά για
μετάθεση. Γράψε μου λεπτομέρειες. Και κάτι άλλο: θα σας πάνε στην θάλασσα κι
αυτό με ανησυχεί. Θέλω να προσέχεις. Δεν σου λέω να μην μπεις στην θάλασσα.
Άλλωστε είναι μια ευκαιρία να μάθεις καλό κολύμπι. Λέω να προσπαθήσεις, αλλά
πριν να ενημερώσεις τους εκπαιδευτές [έτσι δεν τους λένε;] ότι έχεις ευαισθησία
στο νερό κι ότι πιάνεται η αναπνοή σου. Σιγά-σιγά πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις.
Αν πάλι νομίζεις ότι δεν μπορείς καθόλου, μην δοκιμάσεις καν. Και για να
τελειώνω με αυτό το θέμα: να προσέχεις! Πορφύρη μου, αυτές τις μέρες θα πληρώσω
και την Τράπεζα. Τα λεφτά τα έχω σχεδόν συγκεντρώσει. Λείπουν κάτι ψιλά.
Πιστεύω πως θα τα καταφέρεις να περάσεις τον μήνα με αυτά που σου έστειλα.
Προσπάθησε, γιατί έτσι, αν δεν αναγκαστώ να χρεωθώ, θα έχομε μεγαλύτερη
ευχέρεια τους επόμενους μήνες. Έχω πληρώσει όλους τους λογαριασμούς. Μέχρι να
τελειώσει ο Αύγουστος υπολογίζω να μου φτάσουν 1500 δραχμές να περάσω κι εγώ.
Την Τετάρτη πηγαίνω στην δουλειά, στα κεντρικά γραφεία για τέσσερις μέρες.
Τώρα, τι διάβολο δουλειά θα με βάλουν να κάνω, μόνο αυτοί ξέρουν. Δεν βαριέσαι,
λίγες είναι οι μέρες και θα περάσουν. Έχω χάσει τα ίχνη του Νίκου και της Ζωής.
Στο τηλέφωνο δεν απαντούν. Καθώς και του Φαίδωνα, ο οποίος φαίνεται να έχει
δουλειές με το σπίτι. Την κουρτίνα που είχα αρχίσει την τέλειωσα και περιμένω
να έρθεις με το καλό για να την κρεμάσομε… Τι άλλο να σου γράψω τώρα; Σταμάτησε
το μυαλό μου. Θα κατέβω να πάρω τις εφημερίδες και να ταχυδρομήσω το γράμμα.
[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ 'ΘΗΤΕΙΑ' ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΩ ΌΤΙ ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ]
No comments:
Post a Comment