Wednesday, October 28, 2015

ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ

«Στις 20 του μηνός πήγα ώς το πεδίο της μάχης για να αντικρύσω τη φρίκη μέσα ’πό τη βρόμα παραμορφωμένων πτωμάτων Ελλήνων και Ιταλῶν, στρατιωτών και αξιωματικῶν. Έκανα και έρευνα για να διαπιστώσω ταυτότητας... Θυμήθηκα τον Άμλετ του Σαίξπηρ, και μ’ ετυραννοῦσε ένα αγαναχτισμένο “γιατί”! Σ’ ενός νεκρού βρήκα στο φυλλάδιό του στίχους του Σολωμού για τον Έρωτα. Το απόγευμα βρήκα μια πίπα και κάπνιζα διαρκώς ένα βαρύ και θαυμάσιο αλβανικό καπνό και ήπια κάμποσο κονιάκ μαζί με τον Α. Το βράδυ κοιμήθηκα στριμωγμένος με το συνάδελφο Δ. Πού να κοιμηθώ όμως μες στα βράχια; Όλο κάπνιζα και θυμόμουν το σπίτι μου, το χωριό μου, τις γυναίκες, μια αυριανή κοινωνία...».

Το παραπάνω απόσπασμα, γραμμένο στις 20 Νοεμβρίου 1940, προέρχεται από το «Ημερολόγιο Πολέμου (1940-1941)», το οποίο κρατούσε ο γιατρός Γρηγόρης Αγγελόπουλος κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Το χειρόγραφο, που εναπόκειται σήμερα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, εκδόθηκε το 2011 από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Για τη μεταγραφή και την επιμέλειά του φρόντισε ο Κώστας Γ. Τσικνάκης. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας για το κλίμα που κυριαρχούσε στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων στα βουνά της Αλβανίας.


Ο Γρηγόρης Αγγελόπουλος, ο συντάκτης του «Ημερολογίου», δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Γεννήθηκε στο χωριό Άρις της Μεσσηνίας το 1914. Τα εγκύκλια γράμματά του τα διδάχτηκε στο Γυμνάσιο Μεσσήνης. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1938. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ελκύστηκε από τις αριστερές ιδέες και εντάχθηκε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας. Το 1940 υπηρέτησε στη Σχολή Εφέδρων της Κέρκυρας. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Τα χρόνια της Κατοχής, μέσα από τις γραμμές του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Μετά τον Πόλεμο, ακολουθώντας τη μοίρα πολλών αγωνιστών της Αριστεράς, εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Αποφυλακίστηκε το 1951 και τα επόμενα χρόνια σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως νευρολόγος-ψυχίατρος. Παράλληλα, συμμετείχε στα πολιτικά δρώμενα της εποχής. Πέθανε το 1989.

Οι εγγραφές στο «Ημερολόγιο» του Γρηγόρη Αγγελόπουλου, ξεκινούν την 28η Οκτωβρίου 1940 και τερματίζονται την 23η Απριλίου 1941. Καλύπτουν δηλαδή όλη την περίοδο από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό Μέτωπο ώς την κατάρρευσή του και την οπισθοχώρηση. Είναι εστιασμένες, κατά κύριο λόγο, στο νοτιανατολικό τμήμα της Αλβανίας, στο οποίο υπηρέτησε ως γιατρός διαφόρων στρατιωτικών μονάδων.

Καθημερινά σχεδόν ο συντάκτης καταγράφει στο χαρτί, άλλοτε συνοπτικά και άλλοτε εκτενέστερα, τις μύχιες σκέψεις του. Η μόνη περίοδος, κατά την οποία δεν γράφει συστηματικά, είναι το χρονικό διάστημα από τις 17 ώς τις 25 Μαρτίου 1941. Το δεκαήμερο αυτό, ύστερα από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε, βρέθηκε για ανάρρωση στα Γιάννενα. Στην «ασυνέπεια» που παρατηρείται φροντίζει όμως να δώσει ο ίδιος λύση. Έτσι, στην αρχή της εγγραφής της 26ης Μαρτίου 1941, προτού αναφερθεί στα γεγονότα της ημέρας, περιγράφει συνοπτικά όλες τις κινήσεις του των προηγούμενων ημερών.

Μπορούμε να φανταστούμε τις στιγμές σύνταξης του «Ημερολογίου» και να ψηλαφίσουμε την ψυχολογία του συντάκτη του. Αργά τη νύχτα, όταν είχε ολοκληρώσει την υπηρεσία του, φέρνει στο μυαλό του όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Κάτω από το φως του κεριού γράφει με άκρα επιμέλεια. Τα συναισθήματα που τον διακατέχουν είναι έντονα.
Μόλις τέλειωνε κάθε εγγραφή, φαίνεται πως έλεγχε στοιχειωδώς όσα είχε γράψει. Σε περίπτωση που δεν τον ικανοποιούσαν, επανερχόταν είτε με συμπληρώσεις στο περιθώριο και στα διάστιχα είτε με το ξαναγράψιμο του κειμένου.

Το «Ημερολόγιο» του Γρηγόρη Αγγελόπουλου ξεφεύγει από την πεπατημένη ανάλογων μαρτυριών. Δίνει μια άλλη όψη του Πολέμου, διαφορετική από εκείνη, την οποία ώς τώρα γνωρίζουμε. Το ηρωικό στοιχείο υποχωρεί και αναδεικνύονται άλλες πλευρές. Με ζωντανά χρώματα παρουσιάζεται η φρίκη του. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα αντιπολεμικό κείμενο.

Τα γεγονότα δεν ωραιοποιούνται από τον συντάκτη του χειρογράφου. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η μεγάλη σημασία της μαρτυρίας του. Σε όλες σχεδόν τις σελίδες περιγράφεται η μεγαλειώδης πορεία του ελληνικού στρατού. Ο θαυμασμός του για τις ηρωικές πράξεις των φαντάρων, που με ανύπαρκτο ουσιαστικά εξοπλισμό είχαν φέρει σε πέρας ένα τιτάνιο έργο, είναι διαρκής.

Παράλληλα, όμως, καταδικάζονται ορισμένες απεχθείς συμπεριφορές. Όπως, του διοικητή ενός τάγματος, που υποχρέωσε τους στρατιώτες του να πλιατσικολογήσουν για λογαριασμό του ύστερα από μία μάχη, μη διστάζοντας να σκοτώσει κάποιον που καθυστερούσε να εκτελέσει τις εντολές του. Τις περιπτώσεις των αυτοτραυματιών και όσων αυτομολούσαν από το ελληνικό στράτευμα, ενέργειες πού τιμωρούνταν με θάνατο, τις αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό. Προσπαθεί να καταλάβει την ψυχολογία των συγκεκριμένων στρατιωτών και τα κίνητρα που τους ωθούσαν σε τέτοιες απελπισμένες πράξεις.

Σεβασμό όμως δείχνει ο συντάκτης του «Ημερολογίου» και για Ιταλούς στρατιώτες. Παρότι ήταν εισβολείς εκθειάζεται η γενναιότητά τους σε κάποιες επιχειρήσεις. Τις μαζικές παραδόσεις ορισμένων, αμέσως μόλις αναλάμβαναν στρατιωτική δράση, αποδίδει στα αντιφασιστικά αισθήματά τους.

Οι σκηνές που διασώζει γι’ αυτούς, ορισμένες φορές, είναι συγκινητικές. Ξεχωρίζει εκείνη που, Έλληνες και Ιταλοί αιχμάλωτοι, προσπαθούν να ζεσταθούν από το τσουχτερό κρύο γύρω από μια σόμπα μιας στρατιωτικής μονάδας. Και μία άλλη, που ένας Ιταλός στρατιώτης, ο οποίος έχει αυτομολήσει, βρίσκει στον δρόμο του έναν τραυματισμένο Έλληνα στρατιώτη. Χωρίς δισταγμό, τον βάζει στον ώμο του και τον οδηγεί σώο στο ελληνικό στρατόπεδο, όπου και παραδίδεται ο ίδιος.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα πλευρά, που θίγει στο «Ημερολόγιό» του ο συντάκτης είναι οι πληροφορίες για όσα συνέβαιναν μετά τη μάχη. Το σκηνικό που περιγράφεται, σοκάρει, με την ωμότητά του. Το χώμα, σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν γλιστερό από το χιόνι που είχε παγώσει και από και το αίμα. Ανάμεσα σε πεσμένα καταγής σώματα και διαμελισμένα μέλη αναζητούνται με αγωνία τραυματίες, προκειμένου να μεταφερθούν εσπευσμένα στα χειρουργεία, μήπως και διασωθούν. Οι νεκροί περισυλλέγονται και, τις περισσότερες φορές, θάβονται σε πρόχειρους τάφους.

Από τη διεισδυτική ματιά του δεν ξεφεύγουν και όσα διαδραματίζονταν μόλις έπεφτε η νύχτα. Τότε που πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα, το κρύο ήταν διαπεραστικό και ο ύπνος αδύνατος

 Την ψυχρή ατμόσφαιρα διαπερνούσαν οι φωνές των τραυματιών που ζούσαν το δικό τους μαρτύριο. Τις ώρες εκείνες, όσοι είχαν επιζήσει, βίωναν προκαταβολικά την αγωνία της επόμενης μέρας. Για να διασκεδάσουν τους φόβους τους επέλεγαν τον δικό τους τρόπο αποστασιοποίησης από τα διαδραματιζόμενα. Άλλοι έγραφαν σε αγαπημένα τους πρόσωπα, άλλοι συζητούσαν χαμηλόφωνα όσα είχαν αντιμετωπίσει κατά τις επιχειρήσεις, άλλοι διασκέδαζαν, παίζοντας χαρτιά. Η τελευταία ενασχόληση φαίνεται πως είχε υπερβεί τα όρια, γεγονός που οδήγησε τους διοικητές των μονάδων να πραγματοποιήσουν ανακρίσεις και να τιμωρήσουν όσους συνελήφθησαν να χαρτοπαίζουν.

Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες αναζητούνταν τρόποι χαλάρωσης. Η διασκέδαση, ιδίως την περίοδο της Αποκριάς, δεν έλειπε. Πέρα από την ακρόαση μουσικής από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών –ανάμεσα στους λίγους τυχερούς που είχαν αυτή τη δυνατότητα ήταν και ο συντάκτης του «Ημερολογίου»– οργανώνονταν συχνά γλέντια από τους στρατιώτες.

Η περιγραφή ενός τέτοιου μικρού γλεντιού, που οργανώθηκε στις 2 Μαρτίου 1941 το βράδυ, δείχνει την άλλη πλευρά του Πολέμου. Στη μικρή παρέα, συμμετείχε και ο Βασίλης Τσιτσάνης, που κάποια στιγμή έπαιξε τα «δικά του νέα σερέτικα», δημιουργώντας μεγάλο κέφι.

Ο συντάκτης του «Ημερολογίου» δίνει μεγάλη έμφαση στις συζητήσεις που διεξάγονταν τις νυχτερινές ώρες. Οι πληροφορίες που κατέφθαναν από διάφορες πηγές για τις πολεμικές εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν αντικρουόμενες. Μ’ έναν τρόπο, που πραγματικά εκπλήσσει, αποτέλεσμα βεβαίως μιας συγκροτημένης πολιτικής σκέψης, που είχε σχηματιστεί ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, συσχετίζει κινήσεις και γεγονότα που διαδραματίζονται σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, προσπαθώντας να βγάλει συμπεράσματα για τις επόμενες κινήσεις και για την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στην Αλβανία. Τις πληροφορίες για τις γερμανορωσσικές συνεννοήσεις αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό καθώς δεν μπορεί να τις δικαιολογήσει.

Οι ελληνικές πολιτικές εξελίξεις δεν τον απασχολούν ιδιαίτερα. Απλώς καταγράφονται χωρίς όμως περαιτέρω σχόλια. Έτσι, στις 29 Ιανουαρίου 1941, αναφέρεται ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά και στις 30 Ιανουαρίου 1941 ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον Αλέξανδρο Κορυζή. Σταδιακά, ωστόσο, ο συντάκτης του «Ημερολογίου» αλλάζει στάση. Με λεπτή ειρωνεία σχολιάζει τα διαδραματιζόμενα. Στην εγγραφή της 18ης Απριλίου αναφέρει τον θάνατο του Αλέξανδρου Κορυζῆ. Στις επόμενες, λίγες εγγραφές, ασκεί, απερίφραστα πλέον, κριτική για την ολιγωρία που επιδείκνυε η νέα κυβέρνηση. Στο τέλος πλέον του «Ημερολογίου», ως κατακλείδα, σχολιάζει δηκτικά τη μορφή τελικά που πήρε η πολεμική επιχείρηση της Αλβανίας.

Η μαρτυρία του Γρηγόρη Αγγελόπουλου αποδεικνύεται πολύτιμη και για τον χώρο διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων. Σαν ένας ώριμος ιστορικογεωγράφος, περιγράφει τους ορεινούς όγκους της Αλβανίας. Δίνει, επίσης, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη χλωρίδα της, τις πόλεις, τα χωριά της και τη ρυμοτομία. Με πολύ ζωντανά χρώματα περιγράφει τη ζωή των κατοίκων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Επικεντρώνει την προσοχή του σε χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες τους, με τις οποίες συναναστράφηκε, και αναφέρεται στην ιδιαίτερα αυξημένη παρουσία της ελληνικής μειονότητας στην περιοχή.

Η έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, αποτελεί μία σημαντική στιγμή στη νεοελληνική ιστορία. Σύγχρονες πηγές, όπως αυτή για την οποία έγινε λόγος, βοηθούν στην ακόμα καλύτερη κατανόηση όσων επιβλητικών γεγονότων πραγματοποιήθηκαν στα βουνά της Αλβανίας τους μήνες που ακολούθησαν.

No comments: