Sunday, May 31, 2015

«…ΚΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Θ’ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΘΑ ΠΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ Θ’ ΑΦΗΣΕΙΣ…»


Ναι, είναι ένας στίχος από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου. Θα πω παρακάτω γιατί τον αναφέρω αυτό τον στίχο. Αλλά θα γράψω ότι κάποτε, τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, του είχα πάρει μια συνέντευξη. Δηλαδή, του είχα ζητήσει μια συνέντευξη για τον ΑΓΩΝΙΣΤΗ και πήγα να τον βρω. Ήταν μια μέρα βροχερή. Είχαμε δώσει ραντεβού στο σπίτι του κι εγώ περίμενα να καθαρίσει ο ουρανός, αλλά τελικά βράδιασε και η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Όταν έφτασα στη μονοκατοικία που έμενε, κάπου εκεί αριστερά μετά τον Βασιλόπουλο στον παράδρομο της Κηφισίας και χτύπησα το κουδούνι, μου άνοιξε ο ίδιος. Ήταν φιλικός, όπως έμεινε τελικά ο Διονύσης, ένας άνθρωπος φιλικός για όλους. Περίπου δυο ώρες έμεινα εκεί και ήταν μια ιδιότυπη συνέντευξη. Τον ρωτούσα και μου απαντούσε, ενώ συγχρόνως έγραφε τις απαντήσεις σε χαρτί τετραδίου με μολύβι. Εκείνα τα χειρόγραφά του τα έχω ακόμα. Την συνέντευξη τη δημοσίευσα και ήμουν ευχαριστημένος.

Όμως ήρθε κάποια στιγμή που γύρω στα μέσα του 1976 αποφάσισα να τα εγκαταλείψω όλα και να φύγω για το Παρίσι. Δεν είναι της στιγμής να γράψω πώς και γιατί, αλλά οι λόγοι ήσαν περισσότερο πολιτικοί. Το αποφάσισα αιφνιδιαστικά, το ανακοίνωσα στους δικούς μου και στη Μαρία που έμεινε κάγκελο, μάζεψα κάποια πράγματα σε μια τσάντα, πήρα το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου «Τότε που ζούσαμε», την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα. Τα βιβλία του Πανσέληνου και του Δούκα τα είχα διαβάσει αλλά ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πήρα μονάχα αυτά τα δυο στο ταξίδι μου για τη Γαλλία.

Πήρα κι ένα λεξικό ελληνογαλλικό, αφού δεν ήξερα γαλλικά, κι ένα βιβλίο που μόλις εκείνες τις ημέρες είχε κυκλοφορήσει. Τηλεφώνησα στη φίλη μου τη Φρόσω να μου το αγοράσει και να μου το φέρει κάπου εκεί στη Χαλκοκονδύλη απ’ όπου θα έφευγε το πούλμαν για το Παρίσι. Ήταν το δώρο της. Το βιβλίο ήταν «Τα λόγια από τα τραγούδια» του Διονύση Σαββόπουλου, από τις εκδόσεις Ίκαρος. 

Ήταν εκείνη η εποχή που ο Πανσέληνος με είχε συνεπάρει με τα γραφτά του και ο Σαββόπουλος κυριαρχούσε με τα τραγούδια του. Αυτός ιδιαιτέρως ο στίχος «κι έρχεται η στιγμή που θ’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις…», μ’ άρεσε πολύ και μάλιστα επενέργησε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να τα παρατήσω όλα και να πάρω την απόφαση να φύγω για το Παρίσι. 

Μόνο όσοι έζησαν από κοντά κάποιες καταστάσεις που σχετίζονταν άμεσα με την πολιτική και τα κομματικά, εκείνη την περίοδο, θα καταλάβουν πόσο έντονα ζούσαμε. Τα πάθη ήταν οξυμμένα , η αισιοδοξία ότι κάτι άλλο θα φτιάξουμε ήταν ασίγαστη, ψάχναμε στα μάτια των άλλων να βρούμε την αλήθεια που θα μας ενώσει. Αλλά δεν ήσαν όλοι αληθινοί. Το ψέμα πήγαινε σύννεφο, η υποκρισία κυριαρχούσε, τα αλληλοκαρφώματα στην ημερήσια διάταξη, ο ένας κοίταζε να φάει τον άλλο και νικήτριες ήσαν οι παρέες. 

Εάν ήσουν μόνος, την είχες βαμμένη. Δύσκολα μπορούσες να κρατηθείς στο προσκήνιο. Μήπως και τώρα το ίδιο δεν συμβαίνει;;; Κι εγώ ήμουν ένας, μόνος!! Ο στίχος του Σαββόπουλου είναι σα να μετράει ακόμα το χρόνο και τις σχέσεις μας. Κάθε φορά που γίνεται ο απολογισμός μιας χρονιάς, ψάχνεις στα πεπραγμένα σου και πάντα κάνεις το βήμα, σβήνοντας και γράφοντας. Εκτός και αν έχεις λιμνάσει κάπου και αδιαφορείς, περιμένοντας να συμβεί κάτι που θα ταρακουνήσει τη δική σου αταραξία ή και το τέλος σου. 

Ταξιδεύοντας για το Παρίσι, είχα την ευκαιρία να ξανασκεφτώ τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης στην Αθήνα. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που άφηνα την Ελλάδα για να βγω έξω... Μπορεί να έβλεπα καινούργιους τόπους και ανθρώπους, το μυαλό μου ήταν αραγμένο εκεί στην Πανεπιστημίου, έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα το αέναο τρεχαλητό όλων εκείνων που κάτι ζητούσαν για τον εαυτό τους και το κόμμα. Εκτός από κάποιους φοιτητές, κάποια παιδιά, που ήταν φίλοι, και είχαν το γέλιο πρόχειρο, ήσαν χαρούμενα, αισιόδοξα, μακριά από τις ίντριγκες και τ’ αγκομαχητά κάποιων από τα χτυπήματα των άλλων!!! Ο Τάσος, ο Λουκάς, η Χαρά, ο Πάνος, η Δώρα… 

Αργότερα κατάλαβα ότι εκτός από αυτά τα παιδιά, που πάλευαν με τις σπουδές τους, σχεδόν όλοι οι άλλοι είχαν στόχο!! Αυτό φάνηκε στην πορεία των εξελίξεων. Κι εγώ φεύγοντας μακριά, σιγοτραγουδούσα τους στίχους τους Σαββόπουλου «Οι μέρες που λαχτάρησες θα ’ρθουν…» και αναρωτιόμουν αν ποτέ θα ’ρθουν!!! 

Τώρα, «ο δικός σου πόνος, στο κατώφλι μόνος, σα σκυλί»!!! Κι αν αυτό συμβαίνει μ’ εμένα δεν είναι και τόσο σημαντικό. Συμβαίνει με πολλούς. Και η τωρινή πολιτική κατάσταση έχει επιδεινώσει το βαρύ και αρρωστημένο κλίμα, όπου το ψέμα σαρώνει την κοινωνία μας και οι πολιτικοί είναι ανίκανοι να μας εμπνεύσουν. Έρχονται ξανά και ξανά στο νου μου οι κουβέντες του μακαρίτη του Στρατή Δούκα, ότι «αυτή η κοινωνία θα σαπίσει από το ψέμα»!!!

Νιώθω ότι η ματαιοδοξία μερικών από τους ενασχολούμενους με την πολιτική, η εξαλλοσύνη, η υποκρισία και ο τυχοδιωκτισμός μας έχουν μπάσει σ’ έναν ιδιότυπο κύκλο στοχασμών. Υπάρχουν στιγμές που στο πρόσωπο εκείνου του πολιτικού που παρασύρει τα πλήθη, σα να βλέπω ένα κριάρι που οδηγεί τα πρόβατα στη σφαγή ή στο γκρεμό. Αυτός ο περίεργος μαγνητισμός έτσι όπως αποτυπώνεται σ’ αυτό το σύστημα μέτρησης των πεποιθήσεων της κοινής γνώμης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, έχω την αίσθηση ότι καταργεί ως δια μαγείας την κρίση των πολλών. 
Από εκεί και πέρα είναι ακατανόητες κάποιες σκοτεινές και δυσερμήνευτες παρορμήσεις που λειτουργούν και διέπουν την καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων.

«Απόκαμα…», λέει ο φίλος μου ο Κωστής.

«Γιατί ρε Κωστή απόκαμες; Δεν βλέπεις γύρω σου τον κόσμο που ζει, τρέχει πέρα-δώθε…»

«Μια ψευδαίσθηση είναι ότι ζει…», μου απαντά. «Ξέρεις τι είναι να περνούν οι μέρες, και οι μήνες, με τρελαμένους ανθρώπους, να ζουν χωρίς ελπίδα και να περιμένουν να φανεί ένα άστρο στον ουρανό;»

«Μην είσαι υπερβολικός…»

«Δεν είμαι, αλλά ξέρεις τι σημαίνει για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μόλις νιώσουν πως ζυγώνει το τέλος το μήνα;»

«Τι σημαίνει;»

«Τη μέρα που θα πάνε στην τράπεζα για τη σύνταξη… Χωρίς ένα ευρώ στην τσέπη, στολίζονται, αλλά με την καρδιά πλανταγμένη και το ηθικό διαλυμένο, πάνε και στήνονται στην ουρά, έξω από τα υποκαταστήματα των τραπεζών… Αυτή η εικόνα με συντρίβει…».

«Κοίτα Κωστή, κάθε εποχή έχει τους αδικημένους της. Κάθε εποχή έχει τις απορημένες ψυχές των βασανισμένων ανθρώπων που δεν μπορούν να εκφράσουν παρά μονάχα την αγωνία τους για το αν θα τα βγάλουν πέρα, σε μια κοινωνία τα χαρακτηριστικά της οποίας δεν κατάλαβαν ποτέ... Είναι κοινωνία αγάπης, αλληλεγγύης, είναι παράδεισος ή κόλαση;;».

«Κατάντησαν οι άνθρωποι σήμερα σαν τα ζώα που έχουν μονάχα στοιχειώδεις ανάγκες και γι’ αυτές παλεύουν και ζουν και αυτές είναι που τους απασχολούν…»

Οργισμένος ο φίλος μου, με παρατάει και φεύγει σαν κυνηγημένος. Κι άλλες φορές πιάνουμε παρόμοιες συζητήσεις, αλλά πάντα στο τέλος εγκαταλείπει με νεύρα την κουβέντα. «Χάνουμε τον καιρό μας με τις φιλολογίες μας…», μου είχε πει μια φορά.

Έλα όμως που αυτές οι «φιλολογίες» μας ξεχωρίζουν από τα ζώα. Είμαστε δίποδα και όχι τετράποδα. Το ζήτημα είναι ότι εμείς, οι άνθρωποι δημιουργούμε θεσμούς και εμείς είμαστε εκείνοι που τους ευτελίζουμε και τους ρεζιλεύουμε…
........................
Για τον Σαββόπουλο ήθελα να γράψω και γι’ αυτό σταματώ εδώ. Τα υπόλοιπα, για το κίνημα και το Παρίσι, αλλά και τη σημερινή πολιτική αντάρα, είναι άλλα κεφάλαια. 

No comments: