ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ…
Ήταν πολύ πρωί, σχεδόν τέσσερις, όταν άκουσε κάτι περίεργους ήχους από το
διπλανό δωμάτιο. Σαν χαστούκια, σαν βουρδουλιές… Κι αμέσως μετά οι κραυγές μιας
γυναίκας. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και δεν μπορούσε να καταλάβει περί τίνος
πρόκειται. Ανακάθισε για κάμποση ώρα χωρίς ν’ ανασαίνει. Αυτά που άκουσε πριν
επαναλήφθηκαν αρκετές φορές κι αυτός προσπαθούσε να σκεφτεί…
Αφού έφαγε κάτι μπισκότα και ήπιε νερό, άναψε ένα τσιγάρο και περίμενε υπομονετικά να
δει τη συνέχεια… Κάποια στιγμή που είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, άκουσε μια πόρτα
ν’ ανοίγει και χαμηλόφωνες κουβέντες. Έτρεξε στην δική του πόρτα, την μισάνοιξε
και είδε έναν άντρα και μια γυναίκα. Μια ξανθιά γυναίκα με κόκκινα ψηλοτάκουνα.
Ο άντρας με το μπουφάν ριχτό στον ώμο κι ένα τσιγάρο στο στόμα…
Γρήγορα-γρήγορα έκλεισε την πόρτα και άραξε στην καρέκλα να ξεδιαλύνει το
μυστήριο. Ταξίδεψαν τα μάτια του πάνω στις σελίδες του Διοικητικού, αλλά
ασκόπως. Διάβαζε και δεν κρατούσε τίποτε στο μυαλό του. Μονάχα σκόρπιες λέξεις:
Οι πηγές του διοικητικού δικαίου, οι αρχές που διέπουν τη δράση της
δημόσιας διοίκησης, οι νομικές πράξεις της διοίκησης, η διοικητική σύμβαση, η
εξωσυμβατική ευθύνη της δημόσιας διοίκησης, ο διοικητικός καταναγκασμός και τα
δημόσια πράγματα… Όλες αυτές τις λέξεις σαν να τις άκουγε για πρώτη φορά. Το
ζήτημα όμως ήταν αυτοί οι δυο που βογγούσαν στο διπλανό δωμάτια…
Τελικά, κατεβαίνοντας από το ξενοδοχείο και βγαίνοντας στο δρόμο,
κοντοστάθηκε και γύρισε να ρίξει μια ματιά στην πρόσοψή του. Την προηγούμενη
νύχτα που έψαχνε, είδε μονάχα τη φωτεινή επιγραφή «Hotel…» και μπήκε. «Μα στην περιοχή του Βαρδάρη
είμαστε…», συλλογίστηκε, «στην αρχή της Εγνατίας…». Έκανε μια οπτική
περιδιάβαση και τότε κατάλαβε. «Μα πού διάολο πήγα και βρήκα αυτό το
ξενοδοχείο;». Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση από το γεγονός ότι ήταν πολύ φτηνό. Εκεί
δηλαδή που πάνε τα «φτηνά» αισθήματα, οι πληρωμένες σχέσεις, ο αγοραίος έρωτας.
Σκέφτηκε να επιστρέψει στο δωμάτιο να πάρει τα πράγματά του και να ψάξει για
άλλο ξενοδοχείο. Μέτρησε τα λεφτά του και είδε ότι δεν περίσσευε τίποτε απ’ όσα
είχε υπολογίσει. Μια εβδομάδα που θα έμενε για να δώσει εξετάσεις, δεν είχε
ούτε μια δραχμή παραπάνω. Οπότε, «ας μείνω κι απόψε, κι αύριο βλέπω…»,
σκέφτηκε. Κατά βάθος είχε περιέργεια για άλλα νυχτερινά περιστατικά. Όμως, πώς
θα μελετούσε;;; Τρία μαθήματα ήταν αυτά που χρωστούσε κι έπρεπε να τα περάσει
για να ξεμπερδέψει με το έτος…
Βγήκε στην Εγνατία, κατευθυνόμενος προς το Πανεπιστήμιο. Περπατούσε αργά
όταν ένιωσε τις πρώτες ψιχάλες. Ο καιρός ήταν κάπως μουρτζούφλης κι ο ουρανός
σαν μουχλιασμένος. Τάχυνε το βήμα αλλά η δυνατή βροχή τον πρόφτασε στο δρόμο,
προτού μπει στο μπουγατσάδικο που πάντα επισκεπτόταν από την πρώτη χρονιά στη
Θεσσαλονίκη. Κάθισε σε μια γωνιά, παράγγειλε μια μπουγάτσα κρέμα και την
απολάμβανε χαζεύοντας τους ανθρώπους που έτρεχαν αλλόφρονες να γλιτώσουν από
την ξαφνική μπόρα. Ελάχιστοι είχαν προνοήσει για την ομπρέλα. Ωστόσο, από μέσα
του παρακαλούσε να δει την Σύλβια, που τον έκανε να γράφει ποιήματα, που η
ομορφιά και η γλυκύτητά της τον είχε τραυματίσει, που ήταν η αιτία να παρατήσει
το δωμάτιο που είχε νοικιάσει την πρώτη χρονιά στο Πανεπιστήμιο και τώρα
πηγαινοέρχεται Αθήνα-Θεσσαλονίκη, μένοντας σε δωμάτια ξενοδοχείων. Η Σύλβια
ήταν το απωθημένο του για πολύ καιρό…
[…]
Αυτή η θητεία του στη Θεσσαλονίκη τον είχε σημαδέψει. Ό,τι και να έκανε
πάντα η σκέψη γυρνούσε σ’ εκείνη την περίοδο που ήταν το μεταίχμιο στη
φοιτητική ζωή του της Θεσσαλονίκης μ’ εκείνην της Αθήνας. Όταν κατάλαβε ότι δεν
θα μπορούσε να έχει κάποια ευνοϊκή εξέλιξη η σχέση του με την Σύλβια, το είχε
πάρει απόφαση να επιστρέψει στην Αθήνα για να τελειώσει εκεί τη Νομική. Πόσες
φορές δεν την είχε σκεφτεί στα χρόνια που ακολούθησαν!!!! Δεν έφυγε ποτέ από τη
σκέψη του. Του έμεινε ο καημός να τη δει έστω και από μακριά μια φορά. Άραγε
παντρεύτηκε, έχει οικογένεια, παιδιά, μήπως έγινε και γιαγιά;;; Πολλές φορές
έψαξε στο διαδίκτυο μη τυχόν και την πετύχει κάπου, αλλά πουθενά!!!
Στην περιοχή του Ποταμού, πήγαιναν συχνά με την Σύλβια και χάζευαν το
ναυάγιο της Επανομής. Εκεί κοντά ο πατέρας της είχε σπίτι, όπου έμεναν τους
καλοκαιρινούς μήνες. Μάλιστα θυμάται τώρα και ανατριχιάζει στη σκέψη ότι έκαναν
μιαν αποκοτιά, όταν πήραν μια βάρκα να κάνουν βόλτα και ήταν φθινόπωρο.
Φαινόταν καλός και ήρεμος ο καιρός. Αλλά αυτός που δεν είχε ιδέα από θάλασσα
και πλεούμενα, αποδείχτηκε ξεροκέφαλος. Νόμισε ότι με μόνη τη δύναμη των χεριών
του θα μπορούσε να κουμαντάρει τη βαρκούλα. Δεν είχε ξαναπιάσει κουπί και
νόμιζε ότι είναι παιχνιδάκι.
Όταν κατάλαβε ότι η βάρκα πήγαινε μόνη της και τα
κουπιά δεν τον υπάκουαν, τον έπιασε τρομάρα. Η Σύλβια είχε πιαστεί από τα
πλαϊνά κι έτρεμε σύγκορμη.
«Τι γίνεται;;; Πού μας πάει;;;»
«Ψυχραιμία, μη φοβάσαι, θα την κουμαντάρω. Πού θα μας πάει;»
«Κάνε κάτι να γυρίσουμε…»
«Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ;»
Πάλευε απεγνωσμένα να βρει ένα ρυθμό με τα δυο κουπιά. Δεν ήξερε αν πρέπει
να βυθίζει στο νερό και τα δυο μαζί ή πότε το ένα και πότε το άλλο. Είχε
αρχίσει να φυσάει και το κύμα φαινόταν ότι αγρίευε. Μα δεν ήσαν και πολύ μακριά
από την ακτή. Ωστόσο τους φαινόταν ότι απομακρύνονταν και πήγαιναν καρφί για το
ναυάγιο. Η Σύλβια άρχισε να κλαψουρίζει. Κι αυτός δεν τολμούσε να εκφράσει τους
φόβους του. Στο μυαλό του έφερε τον Γέρο
και τη θάλασσα του Χεμινγουέι. Για να ηρεμήσει σκέφτηκε ότι ο Θερμαϊκός δεν
έχει φάλαινες ή καρχαρίες.
«Πρόσεχεεεεε…»
Η Σύλβια στρίγγλιζε γιατί η βάρκα πήγαινε κατευθείαν στο ναυάγιο και δεν
άργησε να σφηνώσει στα πλευρά του και να ακινητοποιηθεί. Αλλά καθώς
στριμωχνόταν, κάπου χώθηκε στα σκουριασμένα σιδερικά και το ένα κουπί κι από τη
φόρα που είχε η βάρκα, το κουπί έσπασε. Έμειναν αμίλητοι για λίγο – και
αμήχανοι. Κάτι έπρεπε να κάνει. Έκλεισε τα μάτια κι έπιασε το κεφάλι του. Πώς
έμπλεξε έτσι;; Αν ξεμπλέξει από το σφήνωμα, θα μπορέσει άραγε με ένα κουπί να
προσπαθήσει;; Εκεί δεν μπορούσε με τα δυο κουπιά και θα τα καταφέρει με ένα;;
Ένιωθε απελπισμένος, αλλά δεν ήθελε να φοβίσει περισσότερο την Σύλβια.
«Μην κουνιέσαι και περίμενε…», λέει στην Σύλβια και κάνει να κινηθεί έξω
από τη βάρκα προς το ναυάγιο.
«Όχιιιι, μη φεύγεις…», ούρλιαξε εκείνη.
«Παιδί μου, μη φοβάσαι, να πατήσω λίγο ψηλότερα να κάνω κανένα σινιάλο μπας
και μας δουν από τη στεριά…».
«Κι αν φύγει η βάρκα;»
«Να, πιάσου από τούτη τη σιδεριά…» και της έδειξε ένα σιδερένιο σκελετό,
ενώ συγχρόνως πατούσε σ’ ένα είδος σκαλοπατιού του ναυάγιου κι ανέβηκε σ’ ένα
ψηλότερο επίπεδο. Άρχισε να κουνάει τα χέρια σαν παλαβός προς τη στεριά. Ψυχή
δεν φαινόταν. Στεκόταν όρθιος εκεί για κανένα δεκάλεπτο και κουνούσε τα χέρια
και φώναζε. Ούτε τον έβλεπε κανείς και πολύ περισσότερο δεν τον άκουγε.
Αποκαμωμένος κατέβηκε στη βάρκα. Πιο πολύ τον απασχολούσε η Σύλβια που φαινόταν
κατατρομαγμένη. Ακόμη φοβόταν πως αν έκαναν την αποκοτιά να κολυμπήσουν προς τη
στεριά θα ήταν κάτι παρακινδυνευμένο.
«Που λες, ήταν ένας ψαράς…»
«Σταμάτα. Παραμύθι θα μου πεις τώρα;;;
«Άκουσέ με, πρώτα… Ήταν ένας ψαράς, που ζούσε μια μοναχική ζωή και μάλιστα οι
άλλοι τον είχαν παρεξηγήσει και κάποιοι μάλιστα τον θεωρούσαν γρουσούζη…»
«Φοβάμαι… Δεν μπορώ να σ’ ακούσω..»
«Υπομονή αγαπούλα μου. Μην ανησυχείς… «, και την πήρε κοντά
του, αγκαλιάζοντάς την . Η Σύλβια έτρεμε.
«Αυτός ο γερο-ψαράς βγήκε να ψαρέψει όχι σε καμιά
θαλασσίτσα, σαν αυτήν εδώ, αλλά στον ωκεανό!! Καιροφυλακτούσε να πιάσει κανένα
μεγάλο ψάρι κι όχι τίποτα σαρδελίτσες ή μπαρμπούνια. Να μην στα πολυλογώ, είχε να δώσει αγώνα με
τα κύματα που υψώνονταν βουνά μπροστά του και το σκαρί του κινδύνευε ν’
ανατραπεί. Αλλά ο γέρος ήταν σκληρό καρύδι και ήξερε να κουμαντάρει τη βάρκα
του…»
«Φοβάμαι, σου λέω…»
«Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη κι όλα θα πάνε καλά. Να, δυο
βήματα είμαστε από την παραλία…
Ο γέρος, λοιπόν, μετά από φοβερό αγώνα κατάφερε
να πιάσει έναν τεράστιο ξιφία, σχεδόν όσο και η δική μας βάρκα – ίσως και
μεγαλύτερο. Τον καμάκωσε με χίλια βάσανε. Αφού έτσι που αναδευόταν είχε δώσει
στο σκαρί του άπειρα χτυπήματα. Αλλά, σου λέω ότι ο γέρος ήταν μανούλα στο
ψάρεμα. Ήξερε κόλπα και επί τρία μερόνυχτα πάλευε…»
«Τρία μερόνυχτα;; Μα τι λες;; Δεν κοιμόταν;;»
«Όχι, σου λέω… Πού να κοιμηθεί; Είχε τέτοια μανία που δεν το
έβαζε κάτω. Ήθελε πάση θυσία να γυρίσει νικητής στη στεριά. Δεν ανεχόταν να τον
κοροϊδεύουν. Στο τέλος κατάφερε να δέσει στη βάρκα του τον ξιφία κι
αποκαμωμένος άναψε το τσιμπούκι του ευχαριστημένος για να ξεκουραστεί…»
«Τέλειωσε το παραμύθι σου;; Άντε, δεν μπορώ άλλο…»
«Λίγο ακόμη, γιατί πρέπει να σου πω ότι η επιστροφή ήταν για
τον γέρο μια νέα οδύσσεια. Είχαν αρχίσει να του επιτίθενται οι καρχαρίες!! Εκεί
να δεις μάχη, ο γέρος με τους καρχαρίες. Με το καμάκι στα χέρι αμυνόταν στις
επιθέσεις, αλλά εύκολο ήταν να τα βάζει με τους καρχαρίες; Αυτοί ορμούσαν και
τσιμπολογούσαν τον ξιφία. Εκεί ήταν γι’ αυτούς το ψητό. Ο καημένος ο γέρος
αγωνιζόταν σαν παλικάρι, κι όταν έφτασε στην ακτή, δεν κουβαλούσε κανένα ψάρι
αλλά ένα τεράστιο ψαροκόκαλο. Δηλαδή ό,τι είχε απομείνει από τον ξιφία….»
Η Σύλβια είχε κάπως ηρεμήσει κι ενώ σκεφτόταν ότι με τη διήγησή του είχε
κατακρεουργήσει τον Χεμινγουέι, άκουσε κάτι σαν απόμακρο γουργουρητό. Σηκώνεται
κι ανεβαίνει ξανά στο ναυάγιο. Και η αποκάλυψη δεν άργησε με την εμφάνιση μιας
βενζίνας. Άρχισε να ουρλιάζει, να κουνάει ξανά τα χέρια, πήρε και το σπασμένο
κουπί κι έκανε νοήματα προς τη βενζίνα. Κάτι άρχιζε μέσα του να αναδεύει. Η χαρά…
«Βοήθειααα, βοήθειααα, βοήθειααα…», φώναζε και από την βενζίνα φάνηκε πως πήραν
το μήνυμα και σε ελάχιστο χρόνο τους πλεύριζαν. Ήταν τέσσερις ψαράδες ηλικιωμένοι.
Αφού τους ανέβασαν στη βενζίνα, έδεσαν πίσω και τη βάρκα και τράβηξαν κατά τη στεριά.
Η Σύλβια είχε κολλήσει πάνω του, αλλά τώρα πια ανάσαινε ελεύθερα.
No comments:
Post a Comment