[«Δεν υπάρχουν
ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου…», Ντίνος Χριστιανόπουλος]
Αυτός καθισμένος βαθιά μες στην
πολυθρόνα κοιτούσε στο ταβάνι με το βλέμμα απλανές και περίμενε... Εκείνη
στεκόταν κι έδειχνε φανερά ότι ντρεπόταν, είχε αναστολές και μάλλον τα μάγουλά
της ήταν κόκκινα περισσότερο από το κανονικό. Το ένιωθε ότι κοκκίνιζε κι
επιπλέον αισθανόταν ένα γνώριμο ζεστό κύμα ν’ απλώνεται στο κορμί της. Είχε την
εντύπωση ότι ήταν εκτεθειμένη σε δεκάδες μάτια, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Ήταν οι δυο τους μέσα σ’ ένα τεράστιο άδειο σπίτι, στην εξοχή. Η νύχτα είχε
απλώσει παντού το πέπλο της και μονάχα ακουγόταν ο γκιώνης. Τίποτε άλλο. Ο
γκιώνης, η νύχτα, εκείνος, εκείνη και η μοναξιά της…
Πόσες κουβέντες
είχαν ανταλλάξει και πάντα αγωνιούσε για τη στιγμή που θα βρίσκονταν κοντά,
μόνοι και μακριά από την τυπική καθημερινότητα, που ντύνεται με κάθε λογής
φορέματα, λέξεις και μορφασμούς, δικαιολογίες διάφορες και μικρά ψέματα. Τώρα
είναι εκεί, μαζί, μια αναπνοή μακριά, κοντά, απλώνει το χέρι της κι εκείνος
αργά-αργά το πιάνει και την τραβάει κοντά της. Αφέθηκε, χωρίς αντίσταση. Έτρεμε
ολόκληρη, αλλά έκλεισε τα μάτια κι έβλεπε χρώματα να εναλλάσσονται: πράσινο,
κίτρινο, κόκκινο, γαλάζιο, άσπρο… μια χρωματική πανδαισία λουσμένη στο φως.
Έξω ο αέρας
σάρωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του κι έψαχνε ανάμεσα στις φυλλωσιές.