Άρχισα τη ζωή μου, όπως δίχως
άλλο θα την τελειώσω: ανάμεσα στα βιβλία. Στο γραφείο του παππού μου
είχε παντού βιβλία. Δεν άφηνε να τα ξεσκονίζουν παρά μόνο μια φορά το
χρόνο, τον Οκτώβρη που ανοίγουν τα σχολεία. Δεν είχα μάθει να διαβάζω,
κι όμως ένιωθα από τώρα δέος γι' αυτές τις όρθιες πέτρες: ίσιες ή
γερτές, αραδιασμένες σφιχτά σαν τούβλα στα ράφια της βιβλιοθήκης ή
κρατώντας αρχοντικά τις αποστάσεις τους σαν αλλέες με μονολιθικά
μνημεία, αισθανόμουνα πως από κει κρεμόταν η ευημερία της οικογένειας.
Έμοιαζαν όλα τους, χοροπηδούσα μέσα σ' ένα μικροσκοπικό ιερό, έχοντας γύρω μου μνημεία βαριά, αρχαία, που με είχαν δει να γεννιέμαι, που θα μ' έβλεπαν να πεθαίνω και που η μονιμότητά τους μου εγγυόταν ένα μέλλον ήρεμο σαν τα περασμένα μου. Τ' άγγιζα κρυφά για να τιμήσει η σκόνη τους τα χέρια μου, αλλά δεν ήξερα και πολύ τι να κάνω και κάθε μέρα παρακολουθούσα ιεροτελεστίες που το νόημά τους μου ξέφευγε: ο παππούς μου - τόσο αδέξιος, συνήθως, ώστε η μητέρα μου του κούμπωνε τα γάντια του - χειριζόταν αυτά τα μορφωτικά αντικείμενα επιδέξια σαν να ιερουργούσε. Χίλιες φορές τον είδα να σηκώνεται, με αφηρημένη έκφραση, να φέρνει βόλτα το τραπέζι του, να περνάει την κάμαρα με δυο δρασκελιές, να παίρνει ένα βιβλίο χωρίς δισταγμό, χωρίς να χασομερήσει για να διαλέξει, να το ξεφυλλίζει γυρίζοντας στην πολυθρόνα του, με μια συνδυασμένη κίνηση του αντίχειρα και του δείχτη, έπειτα, μόλις καθόταν, να τ' ανοίξει με μια κοφτή κίνηση 'στη σωστή σελίδα' κάνοντάς το να τρίζει σαν παπούτσι. Καμιά φορά πλησίαζα για να παρατηρήσω αυτά τα κουτιά που άνοιγαν σαν τα στρείδια και ανακάλυπτα γυμνά τα σωθικά τους, φύλλα πελιδνά και μουχλιασμένα, λίγο φουσκαλιασμένα, σκεπασμένα με μαύρες φλεβίτσες που ρουφούσαν το μελάνι και μύριζαν μανιτάρι... [ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, μετάφραση Λίνας Κάσδαγλη].
Έμοιαζαν όλα τους, χοροπηδούσα μέσα σ' ένα μικροσκοπικό ιερό, έχοντας γύρω μου μνημεία βαριά, αρχαία, που με είχαν δει να γεννιέμαι, που θα μ' έβλεπαν να πεθαίνω και που η μονιμότητά τους μου εγγυόταν ένα μέλλον ήρεμο σαν τα περασμένα μου. Τ' άγγιζα κρυφά για να τιμήσει η σκόνη τους τα χέρια μου, αλλά δεν ήξερα και πολύ τι να κάνω και κάθε μέρα παρακολουθούσα ιεροτελεστίες που το νόημά τους μου ξέφευγε: ο παππούς μου - τόσο αδέξιος, συνήθως, ώστε η μητέρα μου του κούμπωνε τα γάντια του - χειριζόταν αυτά τα μορφωτικά αντικείμενα επιδέξια σαν να ιερουργούσε. Χίλιες φορές τον είδα να σηκώνεται, με αφηρημένη έκφραση, να φέρνει βόλτα το τραπέζι του, να περνάει την κάμαρα με δυο δρασκελιές, να παίρνει ένα βιβλίο χωρίς δισταγμό, χωρίς να χασομερήσει για να διαλέξει, να το ξεφυλλίζει γυρίζοντας στην πολυθρόνα του, με μια συνδυασμένη κίνηση του αντίχειρα και του δείχτη, έπειτα, μόλις καθόταν, να τ' ανοίξει με μια κοφτή κίνηση 'στη σωστή σελίδα' κάνοντάς το να τρίζει σαν παπούτσι. Καμιά φορά πλησίαζα για να παρατηρήσω αυτά τα κουτιά που άνοιγαν σαν τα στρείδια και ανακάλυπτα γυμνά τα σωθικά τους, φύλλα πελιδνά και μουχλιασμένα, λίγο φουσκαλιασμένα, σκεπασμένα με μαύρες φλεβίτσες που ρουφούσαν το μελάνι και μύριζαν μανιτάρι... [ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ, μετάφραση Λίνας Κάσδαγλη].
Και στη δική μου βιβλιοθήκη τα βιβλία του Ζαν-Πολ Σαρτρ είναι...
αραδιασμένα σφιχτά σαν τούβλα. Αλλά τα έχω πάρει και τα έχω ξεφυλλίσει
άπειρες φορές. Δεν ξεχνώ φυσικά πως όταν είχα βρεθεί στο Παρίσι για τις
θεατρικές μου σπουδές, τακτικά περνούσα από τα μέρη όπου ήξερα ότι
σύχναζε μη τυχόν και τον συναντήσω. Η περιώνυμη ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΟΧΘΗ [rive gauche]
μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Είχα κάνει ατελείωτες διαδρομές από την
εκκλησία Saint Germain des Pres, το
Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, και την αριστερή όχθη του Σηκουάνα, που ήταν
πάντα γεμάτη ζωή, φοιτητές, ωραία μέρη για φαγητό και ποτό, ρεστοράν
και brasseries, και πολλά παλιά βιβλιοπωλεία. Εκεί ξεχνιόμουν. Μετά, κατέληγα σε κάποιο από τα γνωστά καφέ, για ένα ποτήρι μπίρα, ενώ πάλευα να κερδίσω πόντους στο φλιπεράκι.
Το ίδιο έκανα και για τον Σάμουελ Μπέκετ. Ούτε τον ένα συνάντησα ποτέ ούτε τον άλλον. Μονάχα τα βράδια στη σοφίτα μου άνοιγα πότε τα βιβλία του ενός και πότε του άλλου για να μάθω τη μυστήρια ζωή τους και να μπω στον κόσμο τους. Δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο. Τέλος πάντων και οι δυο ήσαν για μένα δυο ογκόλιθοι που έθρεψαν τις αγωνίες της νιότης μου. Κι εδώ να προσθέσω και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ που θα μιλήσω άλλη φορά. Για να περιοριστώ στον Σαρτρ, δεν θα μιλήσω για τις φιλοσοφικές μελέτες του γιατί ουδέποτε ασχολήθηκα με αυτές, παρά μόνο επιφανειακά. Περισσότερο έδωσα βάση στα πεζογραφικά έργα του και στα θεατρικά. Αλλά και αυτά τα έργα του στην ουσία τους είναι φιλοσοφικά.
Να θυμίσω σε όσους τουλάχιστον έχουν παρακολουθήσει τη ζωή και το έργο του, ότι ο Σαρτρ είχε πολύ νωρίς προσχωρήσει στην μαρξιστική θεωρία, μα δεν κατάφερε να προσαρμόσει τη φιλοσοφία του της ατομικής ελευθερίας σ' αυτή την αντίληψη της ιστορίας ως προοδευτικής απελευθέρωσης των ανθρώπων από τους ανθρώπους. Και γιατί συνέβαινε αυτό;;; Εγώ δεν μπορώ να δώσω απάντηση, αλλά θα χρειαστώ την βοήθεια του Francis Jeanson, που ανήκε στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Les Temps Modernes" και υπήρξε συνδιευθυντής με τον Σαρτρ της ομώνυμης σειράς εκδόσεων. Τι λέει, λοιπόν, ο Jeanson;;;
Το ίδιο έκανα και για τον Σάμουελ Μπέκετ. Ούτε τον ένα συνάντησα ποτέ ούτε τον άλλον. Μονάχα τα βράδια στη σοφίτα μου άνοιγα πότε τα βιβλία του ενός και πότε του άλλου για να μάθω τη μυστήρια ζωή τους και να μπω στον κόσμο τους. Δεν ήταν τόσο απλό και εύκολο. Τέλος πάντων και οι δυο ήσαν για μένα δυο ογκόλιθοι που έθρεψαν τις αγωνίες της νιότης μου. Κι εδώ να προσθέσω και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ που θα μιλήσω άλλη φορά. Για να περιοριστώ στον Σαρτρ, δεν θα μιλήσω για τις φιλοσοφικές μελέτες του γιατί ουδέποτε ασχολήθηκα με αυτές, παρά μόνο επιφανειακά. Περισσότερο έδωσα βάση στα πεζογραφικά έργα του και στα θεατρικά. Αλλά και αυτά τα έργα του στην ουσία τους είναι φιλοσοφικά.
Να θυμίσω σε όσους τουλάχιστον έχουν παρακολουθήσει τη ζωή και το έργο του, ότι ο Σαρτρ είχε πολύ νωρίς προσχωρήσει στην μαρξιστική θεωρία, μα δεν κατάφερε να προσαρμόσει τη φιλοσοφία του της ατομικής ελευθερίας σ' αυτή την αντίληψη της ιστορίας ως προοδευτικής απελευθέρωσης των ανθρώπων από τους ανθρώπους. Και γιατί συνέβαινε αυτό;;; Εγώ δεν μπορώ να δώσω απάντηση, αλλά θα χρειαστώ την βοήθεια του Francis Jeanson, που ανήκε στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού "Les Temps Modernes" και υπήρξε συνδιευθυντής με τον Σαρτρ της ομώνυμης σειράς εκδόσεων. Τι λέει, λοιπόν, ο Jeanson;;;
Ο Σαρτρ από τη φύση του είχε μεγαλύτερη ευαισθησία στην άλλη όψη της ιστορίας, δηλαδή στις διαδικασίες αλλοτρίωσης που αδιάκοπα ανανεώνονται και αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την αντικειμενική πραγματικότητα της ιστορίας, το ίδιο το Είναι, την μόνιμο υφή της. Υιοθετώντας όμως για την ιστορία αυτή την "αρνητική" προοπτική, τι άλλο έκανε παρά να προβάλλει στο επίπεδο των συλλογικών φαινομένων την στάση που είχε τηρήσει απαρχής στην περιγραφή των σχέσεων της μιας συνείδησης με την άλλη. Γιατί ο φιλόσοφος αυτός της ελευθερίας, αφιερώθηκε, λίγο ή πολύ, στη συστηματική καταγγελία της πολύμορφης παγίδας που το είναι αποτελεί, σε κάθε στιγμή, για το μη-είναι που "είμαστε εμείς". Κι αυτή η βασική διφυία της ανθρώπινης μοίρας [condition humaine], του έδωσε τη δυνατότητα να περιγράψει τις διάφορες αλλοτριώσεις μας: δοσμένοι στον εαυτό μας ως αντικείμενα του κόσμου αλλά και, συνάμα, ως υποκείμενα ικανά ν' αναπαρασταίνουν τον κόσμο, δηλαδή καταδικασμένοι, ταυτόχρονα στο τυχαίο και στην ελευθερία, αισθανόμαστε πάντα τον πειρασμό ν' ασφαλιστούμε είτε αποκλείοντας εικονικά έναν απ' αυτούς τους αντιφατικούς πόλους προς όφελος του άλλου, είτε ταυτίζοντας τον εαυτό μας με την απατηλή τους σύνθεση. [...] Όταν μιλάμε για την απαισιοδοξία του Σαρτρ ή όταν η σκέψη του συχνά έτυχε να προσαρμοστεί με ορισμ ένες μορφές μηδενισμού ή παράλογου, είναι επειδή ο Σαρτρ δεν έπαψε να τονίζει την αδιάλειπτη απειλή που αποτελεί για κάθε συνείδηση ο πειρασμός της αυτοκαταστροφής: με την διπλή της διφυία, ως ελευθερία εν καταστάσει [liberté en situation] "δι' εαυτήν " [pour soi], αναπόφευκτα εφοδιασμένη με το "είναι-για-τον-άλλον" [etre-pour-autrui].Γι' αυτό πολλοί συγκράτησαν, παραμερίζοντας πολλές άλλες, ορισμένες φράσεις, ιδιαίτερα "ζοφερές" στην πρώτη σειρά των οποίων πρέπει ν' αναφέρουμε αυτή τη σύντομη πρόταση από το "Είναι και το Μηδέν": "Ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος" και τις λίγες αυτές λέξεις που ο Γκαρσέν λέει στην τελευταία σκηνή του έργου "Κεκλεισμένων των θυρών": "Η Κόλαση είναι οι άλλοι"!!!
No comments:
Post a Comment