Μονομιάς καρφώθηκε στο νου του η σκέψη ότι η Σόνια ήταν ωραία, ερωτική, αλλά η σημερινή τους συνομιλία είχε τη σφραγίδα της ήττας. Δηλαδή, ο ηττημένος ήταν αυτός. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την κατακτήσει. Μπορεί αυτή η λέξη να μη του αρέσει και πολύ. Η κατάκτηση δεν αρμόζει στις ανθρώπινες σχέσεις. Πατέρας, σύζυγος, άνθρωπος διαβασμένος, με αρκετή μόρφωση, αλλά και εραστής. Ένας αναζητητής, που ψάχνει πιο βαθιά. Είναι ένας άνθρωπος μιας κάποιας κουλτούρας. Αυτό το τελευταίο φυσικά ήταν κάτι που το είχε διακρίνει η Σόνια και της άρεσε να μιλάει μαζί του και του έγραφε πάντα ότι τον έχει ανάγκη. Αλλά μεσολάβησε ένα μακρύ διάστημα απουσίας και σιωπής.
Έτσι έκανε πάντα η Σόνια. Σιωπούσε ξαφνικά και εμφανιζόταν πάλι ξαφνικά κι αυτός δεν μπορούσε να καταλάβει τον μηχανισμό της σκέψης της. Εκείνη μήπως ήθελε να σκοτώσει την ώρα της; Πάντως του άρεσε και μόνη η ιδέα της επικοινωνίας. Κάπνιζε ασταμάτητα, έκοβε βόλτες στο μεγάλο μπαλκόνι του, χάζευε τα λουλούδια του που κοιμόντουσαν στις γλάστρες τους και του άρεσε πολύ που ήταν μονάχος στη δική του αίθουσα αναμονής. Μαζί της δεν ήθελε να σκοτώσει τον χρόνο του. Κάθε άλλο. Την έβλεπε δίπλα του. Μαζί στο αυτοκίνητο, μαζί στο θέατρο, μαζί στον Καρέα για το περπάτημα, παντού μαζί.
"Και τα βράδια μαζί;", του έλεγε. Κι εκείνος δεν απαντούσε.
"Δεν μ' αγαπάς..."
Εκείνος πάλι σιωπούσε.
Εχουν πει τόσα πολλά... Του είναι δύσκολο να πιστέψει ότι είναι τόσο απόλυτη και κάθετη. Ετσι τώρα νιώθει πως ο ουρανός έγινε πολύ μακρινός ή φορτώθηκε σύννεφα. Παρότι το πρωί είναι πάντα ευλογία Θεού. Κι όλα αστράφτουν. Κι αυτός δεν θέλει να είναι ένας ίσκιος που πρέπει ν' αποσυρθεί και να μη την ενοχλεί πλέον.
"Δεν μπορούμε να υπάρξουμε παρά μόνο σ' ένα σύμπαν από μορφές που τις έχουμε πλάσει εμείς οι ίδιοι. Και για να επικοινωνήσουμε είναι πολύ απλό: να μεταφράσουμε τον κόσμο σε δική μας γλώσσα, σε δικές μας έννοιες..."
"Τι εννοείς;", τον ρωτάει.
"Εννοώ ότι πρέπει να ξεχάσεις όλα όσα ήξερες και ν' αφεθείς σε μια νέα περιπέτεια που μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή σου...."
"Περιπέτεια;"
"Ναι, περιπέτεια... Δεν κουράστηκες με τη μονοτονία μιας ζωής χωρίς εναλλαγές;"
Δεν έπαιρνε απάντηση. Εκείνη σιωπούσε. Και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί... Δεν ήξερε τι να πει ή δεν ήθελε ν' απαντήσει; Την είχαν ζώσει τα φίδια γιατί δεν μπορούσε να χωνέψει ότι η ζωή είναι τώρα φτωχή. Και ποιος δεν νιώθει στριμωγμένος οικονομικά; Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουν και πίνουν το ζουμί τους.
"Μπορώ να σου στείλω ένα τενεκέ λάδι;"
"Μα τι λες;"
"Αφού έχω παραγωγή, γιατί να μη σου δώσω κι εσένα; Έτσι κι αλλιώς τζάμπα το μοιράζω στους φίλους. Κι επειδή έτσι θα σταθώ κοντά σου σε μια δύσκολη στιγμή..."
"Καλά, θα σου πότε θα γίνει αυτό".
Φυσικά, αυτό δεν έγινε ποτέ. Κατά βάθος η Σόνια δεν το ήθελε. Και δεν το ήθελε διότι έτσι ένιωθε ότι έμπαινε αυτομάτως στην κατηγορία των νεόπτωχων. Το ήξερε και το έλεγε άλλωστε ότι περνάει πολύ δύσκολα, αλλά να της το κοπανάει κιόλας ο Πορφύρης, πήγαινε πολύ. Μόλις η κουβέντα άγγιζε τέτοια θέματα, αυτή άλλαζε θέμα και άρχισε να μιλάει για την κακή πολιτική κατάσταση. Σ' αυτή τη διαπίστωση όλοι σήμερα συμφωνούν. Η πολιτική κατάσταση είναι η χειρότερη μετά τον πόλεμο. Βέβαια και στη διάρκεια του πολέμου όλοι πίστευαν ότι κάποτε θα τελειώσει. Υπήρχε η προσδοκία της λευτεριάς. Τώρα κανείς δεν ξέρει τίποτε και δεν προσδοκά τίποτε. Τον άρτον ημών τον επιούσιον...
Ο Πορφύρης ξανακάθισε στην καρέκλα του, αφήνοντας τον σφυγμό του να χτυπιέται με την ησυχία του, μέχρι να ηρεμήσει από μόνος του. Έριξε μια ματιά στο βαθύ πιάτο που χρησιμοποιούσε για σταχτοδοχείο και εκεί βρίσκονταν δεκάδες συνθλιμμένες γόπες. Καθόταν έτσι, μουρτζούφλης, σιωπηλός κι αισθανόταν ελάχιστα ελκυστικός. Μήπως αυτό ήταν που δημιουργούσε αναστολές στη Σόνια; Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Απλώς σκεφτόταν ότι η Αθήνα είναι γεμάτη από ιστορίες, γλυκές και πικρές, και μερικές φορές θεωρούσε σαν χοντροκοπιά την επιμονή του να δημιουργήσει με την Σόνια μια σχέση πιο στέρεη. Ίσως να είναι ένα διασκεδαστικό ξαλάφρωμα. Όχι φυσικά για να σκοτώσει την ώρα του. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει με διάφορους άλλους τρόπους. Έβαζε το μυαλό του να σκεφτεί πώς θα κατάφερνε την Σόνια να παραδοθεί άνευ όρων. Κι ενώ δεν έβρισκε τρόπους, το μόνο που κατάφερνε ήταν να καπνίζει, να πίνει, να βλαστημάει, χωρίς να τον ακούει κανείς.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν αποφάσισε να βγει από το διαμέρισμά του. Κατέβηκε, πήρε κάτι φακέλους στ' όνομά του που ο ταχυδρόμος είχε αφήσει στον πάγκο του θυρωρείου, και στη συνέχεια σταμάτησε απορημένος στο βρόμικο πεζοδρόμιο. Κάποιος είχε κάνει εμετό και ήταν ξεραμένος. Στη γωνία ένα σκυλί είχε αφήσει τα περιττώματά του. Θλιβεροί άνθρωποι. Δεν ήξερε γιατί βγήκε έξω. Γρήγορα βρέθηκε στη λεωφόρο κι άρχισε να βαδίζει αργά, χαζεύοντας στις βιτρίνες των μαγαζιών - όσα είχαν απομείνει, γιατί η κρίση είχε βάλει λουκέτο σε δεκάδες επιχειρήσεις. Φτάνει στο μαγαζί με τα στοιχήματα και τα τυχερά παιχνίδια. Γεμάτο από Φιλιππινέζους. Μπαίνει και κάθεται σε μια καρέκλα, χωρίς να έχει κάτι κατά νου. Μήπως να παίξει στον Ιππόδρομο ή να πάρει ένα-δυο λαχεία και να φύγει; Ο χρόνος τον έχει αρπάξει και τον κουνάει πέρα-δώθε.Βρήκε μια αθλητική εφημερίδα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει. Άναψε ένα τσιγάρο κι αμέσως βγήκε στο δρόμο.
Δεν είναι εύκολο να γίνει κανείς ευτυχισμένος στην Αθήνα.