Saturday, July 25, 2015

Ο ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ....



Ο Μίλτος είπε στη γυναίκα του ότι θα πήγαινε στο γραφείο γιατί είχε μια υπόθεση πολύ σοβαρή κι έπρεπε ν’ ασχοληθεί μ’ αυτή. Έλεγε ψέματα. Η δικηγορία πλέον δεν τον ικανοποιούσε. Ελάχιστες δουλειές είχε τελευταία. Ήταν και η κρίση που είχε κι ένα καλό: οι άνθρωποι πια δεν τρέχουν όπως παλιότερα στα δικαστήρια για ψύλλου πήδημα.  Όλοι έχουν μαζευτεί στα εικοσιτέσσερα. Κι αυτός έχει κουραστεί με τις πολιτικές εξελίξεις. Όλα αυτά με τους δανειστές, τα μνημόνια, την ανεργία, την κρίση γενικώς, τον έχουν καταβάλει ψυχολογικά. Αν έχει κάνει βουτιά η οικονομία, δεν μπορεί παρά να ξαναβρεθεί στην επιφάνεια. Κάποια στιγμή θα ξαναρχίσουν οι δουλειές. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται έτσι αυτή η κατάσταση. Κι ας είναι στην κυβέρνηση όποιος θέλει…

Τώρα βάδιζε αργά στον πεζόδρομο κι απολάμβανε τη σκιά των δέντρων. Δεν βιαζόταν να βγει στο ξέφωτο γιατί ο ήλιος ακόμα ήταν ψηλά. Σταμάτησε μόλις έφτασε στο γεφυράκι που την είχε συναντήσει την τελευταία φορά. Άκουσε το ρολόι του καμπαναριού που χτύπησε πέντε. Κοίταξε το δικό του ρολόι που φορούσε στο δεξί χέρι και είδε ότι πήγαινε πίσω πέντε λεπτά. Ποιο από τα δυο τώρα έλεγε την σωστή ώρα;; Δεν έδωσε και πολλή σημασία. Δεν είχε κανένα ραντεβού. Μονάχα υπολόγισε ότι αυτή την ώρα θα μπορούσε να ξανασυμβεί μια νέα συνάντηση. Αφέθηκε να χαζεύει το λιγοστό βρόμικο νερό που έτρεχε στο ρέμα. Δεν ένιωθε καλά γιατί μια μυρωδιά ξεχυνόταν στην ατμόσφαιρα.

«Μα, καλά, αυτός ο δήμος δεν μαζεύει τα σκουπίδια, δεν καθαρίζει το ρέμα;;;» αναρωτήθηκε.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι δήμαρχοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και πάντα υπάρχει μια αιτία για την ολιγωρία τους σε θέματα καθαριότητας και γενικώς ευπρεπισμού του περιβάλλοντος. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέψει και την συμπεριφορά των πολιτών που αδιαφορούν για τη γειτονιά τους.

Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία και σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν άσχημα να έμπαινε μέσα. Και μπήκε. Μια δροσερή αύρα ένιωσε στο πρόσωπό του. Σα να έμπαινε σε υπόγειο. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά κέρματα, τ’ άφησε στο παγκάρι και πήρε ένα κερί. Το άναψε στο μανουάλι και αργά-αργά περπάτησε προς την Ωραία Πύλη. Άκουγε τα βήματά του. Σ’ ένα κάθισμα στα δεξιά μια γηραιά κυρία σταυροκοπιόταν κι ένας ηλικιωμένος φαλακρός περιεργαζόταν τις εικόνες.

Κοντοστάθηκε κι άκουσε την ησυχία που απλωνόταν μέσα στον ιερό χώρο. Οι τοίχοι του εσωτερικού της εκκλησίας ήσαν όλοι ζωγραφισμένοι. Αλλά αυτός ο πολυέλαιος με τα ηλεκτρικά λαμπιόνια του έδωσε μια άσχημη εντύπωση. Οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν ξέπνοα από τα στρογγυλά τζαμάκια των παραθύρων. Πήγε και άραξε σε μια από τις θέσεις των ψαλτών. Ένιωσε μια περίεργη αίσθηση. 

Έκλεισε τα μάτια και ο νους γύρισε με αστραπιαία ταχύτητα στα παιδικά του χρόνια, όταν ήταν παπαδοπαίδι στην εκκλησία του χωριού. Η μοναξιά τον τύλιξε και με τις δυο παλάμες του σκέπασε το πρόσωπό του. Σκέφτηκε ότι εκεί που βρισκόταν ήταν καλά. Οι μυρωδιές από τα κεριά και μια ξεχασμένη αίσθηση από τα λιβάνια τον τύλιξαν  και ξανάκλεισε τα μάτια. Όταν τα άνοιξε είδε το φως του ήλιου να έχει πάρει το χρώμα του δειλινού.

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει περίπου  μισή ώρα μέσα στην εκκλησία. Η γηραιά κυρία συνέχιζε να σταυροκοπιέται κι ο ηλικιωμένος φαλακρός συνέχιζε να περιεργάζεται τις εικόνες. Βγήκε από την εκκλησία και κάθισε στο παγκάκι της αυλής κι άναψε ένα τσιγάρο. Έβαλε το ένα πόδι απάνω στ’ άλλο και πήρε μια αναπαυτική στάση. Μέχρι που ένιωσε να σπάει η μοναξιά του από το ρυθμικό περπάτημα μιας φιγούρας. Ήταν ένας  ανάπηρος που ερχόταν προς την εκκλησία. Σαν έφτασε κοντά, είδε το σκοτεινιασμένο πρόσωπό του. Αργά-αργά εκείνος ανέβηκε τα τρία σκαλοπάτια και μπήκε μέσα. Δεν φανταζόταν ότι υπάρχει κόσμος τέτοιες ώρες που καταφεύγει στην εκκλησία. Νόμιζε ότι μονάχα στα μυθιστορήματα γινόταν αυτό και στον κινηματογράφο. Να λοιπόν που υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν καταφύγιο στο Θεό. Κι ενώ είχε αποξεχαστεί, το στομάχι του γουργούριζε. Δεν είχε φάει για μεσημέρι. Αλλά το μυαλό του κόλλησε στον ανάπηρο που μόλις πριν λίγο είχε φτάσει. Τι να πιστεύει άραγε; Ότι ο Θεός θα του απαλύνει τον πόνο, θα τον κάνει γερό όπως ήταν, ή θα του έταζε κάποια θέση δίπλα του στην αιώνια ζωή;;;

Ο Μίλτος τα έμπλεξε όλα στη σκέψη του και πήρε βαθιές ανάσες. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο ρολόι του καμπαναριού. Σχεδόν μια ώρα τώρα βρισκόταν εκεί και δεν ήξερε αν έπρεπε να μείνει κι άλλο ή να φύγει. Στο φτερό έπιασε με την άκρη του ματιού του μια φιγούρα κι άκουσε το θρόισμα από το φουστάνι της. Μα θα μου πει κανείς, ακούγεται το θρόισμα από ένα ύφασμα;;; Αυτός το άκουσε!!! Την είδε να έρχεται αεράτη και σχεδόν φουριόζα. Σηκώθηκε και έκανε  να την πλησιάσει χωρίς να ξέρει τι θα έπρεπε να της πει.

Τον έβγαλε όμως από τη δύσκολη στιγμή η φωνή της που ήταν σχεδόν ψιθυριστή να του λέει να την ακολουθήσει στην εκκλησία μέσα. Κι εκείνος σαν μαγνητισμένος, την ακολούθησε. Φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά το χώρο η γυναίκα. Περπατούσε και η κορμοστασιά της έδειχνε ένα καλογυμνασμένο σώμα. Κατευθύνθηκε στα πλάγια, εκεί που συνηθίζουν να στέκονται οι άντρες, ακούμπησε σ’ ένα κάθισμα, αλλά ο Μίλτος στάθηκε μπροστά της χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα. 

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια  κι εκείνος έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Είχε αποσβολωθεί. Δεν πίστευε ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Είχε κάνει σχέδια επί σχεδίων, είχε οργανώσει ολόκληρο λογύδριο για να την καταπλήξει και δεν φανταζόταν ποτέ ότι εκείνη θα έπαιρνε την πρωτοβουλία.

Ο Μίλτος νόμιζε ότι ζούσε ένα όνειρο. Μα δεν είχαν δώσει ραντεβού κι ούτε ένιωσε πως εκείνη τον είχε προσέξει τόσο ώστε να εμφανιστεί ξανά μπροστά του. Δεν άντεξε κι άρχισε να της μιλάει σχεδόν ξέπνοα:

«Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, αλλά ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα ερχόταν μια τέτοια στιγμή. Αφότου σε είδα για πρώτη φορά ένιωσα κάτι μέσα που με κινητοποίησε και δεν με αφήνει εδώ και μέρες να ησυχάσω. Σε παρακαλώ, άκουσέ με…»

«Και για μένα δεν ήταν εύκολο, αλλά δεν θέλω να δώσω υποσχέσεις. Απορώ  κι εγώ με τον εαυτό μου πώς τόλμησα να σε ψάξω. Δεν περίμενα ότι μπορεί να σε ξαναβρώ…»

«Πώς σε λένε;;»

Τον κοίταξε κατάματα για λίγο  κι έστρεψε το πρόσωπό της προς την έξοδο. Απάντησε σχεδόν ψιθυριστά:

«Μαρίνα…»

Ο Μίλτος χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι του να πιάσει το δικό της.

«Μαρίνα, θέλω να σου πω τόσα πολλά και τώρα έπαθα γλωσσοδέτη…»

Εκείνη, με τις δυο παλάμες της σκέπασε το πρόσωπό της…

«Συγγνώμη, αλλά δεν ξέρω τι κάνω. Γιατί ήρθα έως εδώ; Τι ήταν αυτό που με οδήγησε κοντά σου; Σε παρακαλώ, ας φύγουμε. Ας το ξεχάσουμε…»
«Μα τι λες;»

Ήθελε να της φωνάξει δυνατά. Κι εκείνη έκανε να φύγει, αλλά της κράτησε το χέρι. Είχε ζαλιστεί και δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό που συνέβαινε εκείνη την ώρα ήταν αλήθεια ή ψέματα.

«Είμαι παντρεμένη… Έχω δυο παιδιά… Τι κάνουμε; Όχι, όχι… Καλύτερα να μην ξαναβρεθούμε…»

«Μα δεν έχει καμιά σημασία αυτό. Δεν ζητώ παρά μονάχα να με ακούσεις. Κι αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι μόλις σε είδα αναστατώθηκα… Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου συμβεί κάτι τέτοιο. Κι όμως μου συνέβη. Μια βδομάδα τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Πετάγομαι από τον ύπνο μου και βλέπω μονάχα εσένα…»

«Υπερβολές… Αλλά όχι… Τι λέω; Δεν σε είδα για πρώτη φορά. Σ’ έβλεπα κάθε μέρα την ίδια σχεδόν ώρα που έφευγες από το σπίτι σου κι έμπαινες σ’ εκείνο το κόκκινο κατρέλ… Όμως πρέπει να φύγω… Ίσως αύριο πάλι… Εδώ…»

Και απότομα άνοιξε το βήμα και χάθηκε, όπως εμφανίστηκε. Ο Μίλτος έμεινε άφωνος, βγήκε έξω και άδειασε το βαρύ κορμί του στο παγκάκι, παλεύοντας να δει λογικά αυτό που του συνέβη. Ήταν κάτι που δεν το περίμενε – αν και το ήθελε. Έκλεισε τα μάτια, ακούμπησε αναπαυτικά την πλάτη του και έφερε στο νου του το πρόσωπό της. Του θύμιζε μια βρετανίδα ηθοποιό, που την συμπαθούσε πολύ. Την Bανέσα Pεντγκρέιβ… Την είχε δει σε άπειρες φωτογραφίες κι όταν εκείνη είχε έρθει στην Ελλάδα, δεν έχασε την ευκαιρία. Πήγε  στους Δελφούς και είδε την «Eκάβη» του Ευριπίδη που ερμήνευσε η Pεντγκρέιβ στην παράσταση του Royal Shakespeare Company.  Του θύμιζε λίγο και την Μελίνα κι αυτό έδινε ακόμη περισσότερους πόντους στην προτίμησή του αυτή.

Έτσι τώρα, βλέποντας την Μαρίνα, είχε αιχμαλωτιστεί. Θυμήθηκε τα γυμνασιακά του χρόνια που μια φορά στη στάση του λεωφορείου συνάντησε μια νεαρή που του άρεσε το πρόσωπό της και κάθε μέρα πήγαινε στη στάση την ίδια ώρα για να την βλέπει. Φυσικά ποτέ δεν της μίλησε. Πέρασαν τα χρόνια και κάποια στιγμή την είδε ηθοποιό πια να παίζει στο θέατρο. Δεν έχανε τις παραστάσεις της, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να της μιλήσει. Ωστόσο, η ζωή που κάνει κύκλους, δίνει και κάποιες ευφρόσυνες στιγμές. Έτσι ένα πρωινό χτύπησε το τηλέφωνό του και ήταν αυτή!!!! Παράξενο, δεν μπορούσε να καταπιεί  μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που συνέβαινε ήταν αληθινό. Υπήρχε η εξήγηση. 

Διευθυντής αυτός σ’ ένα θεατρικό φεστιβάλ μιας επαρχιακής πόλης κι εκείνη του πρότεινε μια παράσταση. Έδωσαν ραντεβού, συναντήθηκαν κι ένιωσε μια αγαλλίαση όταν την είδε. Του έκανε την πρόταση… Βέβαια, είχε φύγει η σπίθα εκείνης της νεανικής αγωνίας. Ωστόσο η ηθοποιός εξακολουθούσε να είναι μια γλυκιά παρουσία. Δεν τόλμησε να της πει ότι την παρακολουθούσε τόσα χρόνια κι ότι είχε την εικόνα της φυλαγμένη μέσα του…
………
Τώρα όμως τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Είχε μια παθιασμένη επιθυμία για μια σχεδόν συνομήλική του, ίσως και πέντε-έξι χρόνια νεότερή του. Δεν ήταν ακριβώς η ερωτική περιέργεια ενός νέου για μια νέα. Η καρδιά του χτυπούσε κι αυτός βρισκόταν στο κατώφλι μιας σχέσης που την ήθελε σαν τρελός. Παντρεμένη εκείνη, παντρεμένος κι αυτός, αλλά μέσα του είχε φέξει η σκέψη ότι η Μαρίνα ήταν μια ώριμη γυναίκα, ωραία, ερωτική και πλέον δεν σκεφτόταν τα εμπόδια. Καθηγήτρια φιλόλογος σε ιδιωτικό σχολείο. Εγκλωβισμένη σ’ έναν καθημερινό καθωσπρεπισμό.

Αγωνιούσε να ξαναβρεθεί εκεί στην εκκλησία. Το ροδαλό δειλινό της αττικής άνοιξης του δημιουργούσε μιαν ευφορία και ένιωθε ελαφρύς και ζωηρός. Πλησίασε σαν κλέφτης και με δισταγμό. Τα πνευμόνια και η καρδιά του  φούσκωσαν από ελπίδα και χαρά. Η ανάμνηση από την εικόνα της Μαρίνας  που θα την ξανάβλεπε τον είχε κατακλύσει από την κορφή μέχρι τα νύχια… Θα ήταν άραγε εκεί;;; Προχώρησε αργά κι έφτασε στην εξώθυρα της εκκλησίας. Κοντοστάθηκε. Έριξε τη ματιά του εκεί όπου την προηγούμενη είχαν σταθεί. Ανάμεσα από τις κολόνες είδε το πρόσωπό της, που το φώτιζε μια βραδινή αντιφεγγιά από το παράθυρο. Ήταν ακουμπισμένη στο στασίδι, όρθια, και φαινόταν απορροφημένη στις σκέψεις της. Με το βλέμμα του έψαξε στο εσωτερικό της εκκλησίας. 

Και ήταν εκεί η χτεσινή γυναίκα, καθισμένη και σταυροκοπιόταν. Κανείς άλλος. Πλησίασε προς την Μαρίνα και τότε εκείνη μόλις τον είδε, έπεσε πάνω του, τον αγκάλιασε σφιχτά, χωρίς να μιλάει. Ποιος μπορεί ποτέ να διαγνώσει τον οίστρο των ψυχών και μιας καρδιάς;; Για λίγο έμεινε ακίνητος, αλλά γρήγορα την αγκάλιασε κι αυτός κι έμειναν έτσι, αγκαλιασμένοι και αμίλητοι, για κάμποσα λεπτά. Άκουγε το τικ-τακ της καρδιάς της. Είχε κολλήσει πάνω του…

«Μαρίνα…»

«Σώπα, δεν ξέρω καν τ’ όνομά σου! Είμαι ανόητη…»

«Μίλτο, με λένε…»

Δεν είπε κάτι άλλο. Λες και είχαν προσχωρήσει και οι δυο σε μια βουβή σύμβαση και τους είχε παραχωρηθεί η πίστωση της ευπιστίας. Και οι δυο τηρούσαν τους όρους της σύμβασης. Και ξάφνου τα χείλη της αναζήτησαν τα δικά του. Δεν  ήταν η ώρα να σκεφτούν ηθικές αναστολές. Ηθελημένα τις αγνοούσαν. Και δεν πρόσεξαν ότι η χτεσινή γυναίκα τούς κοίταζε αποσβολωμένη και μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, εκείνη σταυροκοπήθηκε στα γρήγορα και τράβηξε κατά την έξοδο, μονολογώντας το «ήμαρτον, Θεέ μου»!

Αυτό που τους συνέβαινε ήταν κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Μέσα στον ιερό χώρο δυο ανθρώπινες υπάρξεις άγγιζαν τα σύνορα του έρωτα. Δεν είναι ότι είχαν χάσει την αίσθηση του ιερού. Απλώς ένιωθαν ότι σ’ αυτή τη ζωή είναι που γεύεται κανένας και αποθησαυρίζει τις πιο υψηλές εμπειρίες πλάι στις πιο χαμηλές. Και ο Μίλτος και η Μαρίνα είχαν λόγους που αποφάσισαν να… παραστρατήσουν!!

«Είσαι ωραία…», της είπε ο Μίλτος και καθώς της κρατούσε το χέρι, την κοίταζε βαθιά στα μάτια, ενώ εκείνη χαμογελούσε… «Πρέπει να σε βλέπω έστω κι ένα λεπτό κάθε μέρα, ν’ αγγίζω τα χέρια σου, το πρόσωπό σου, ν’ αναπνέω τον αέρα που εσύ αναπνέεις, να βλέπω τα γλυκά σου μάτια που μ’ έχουν ξετρελάνει….»

Εκείνη, δεν μιλούσε. Άκουγε την ερωτική φλυαρία του και κατάφερε να πει:

«Όχι, όχι, μη μιλάς…»

Είναι αλήθεια πως όταν επιχειρηματολογούμε, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, η λογική τα δικαιολογεί όλα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η λογική είναι και το κατεξοχήν άπιστο όργανο, που πιο συχνά αφοπλίζει παρά πείθει. Έτσι και στην  περίπτωση του Μίλτου και της Μαρίνας. 

Ούτε ο ένας ούτε η άλλη έμοιαζαν να έχουν ενοχές. Δεν ήσαν ανήλικοι. Και φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση αποπλάνησης ανηλίκου.

Η Μαρίνα κάθισε κι εκείνος στεκόταν μπροστά της και την κοίταζε. Ήταν εκεί χωρίς αρώματα και καλλυντικά, αλλά με τα πλούσια στήθη της και το όμορφο πρόσωπό της. Μπορεί να ήσαν λογικοί, αλλά ένιωθαν τον κόσμο γύρω τους μεθυσμένο από τις ίδιες του τις συμβάσεις. Αυτοί οι δυο όμως ήσαν τρελοί από πλησμονή ζωής.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι έτσι βγήκαν έξω. Στάθηκαν στο γνωστό παγκάκι. Πήγε κάτι να της πει αλλά εκείνη τον πρόλαβε:

«Πρέπει να φανούμε λογικοί, Μίλτο…»

«Μα δεν έχουμε κάνει και κάτι τρομερό, παράλογο, παράνομο, ντροπιαστικό… Είμαστε δυο άνθρωποι που ψάχναμε ο ένας τον άλλον δίχως να ξέρουμε αν θα συναντηθούμε ποτέ. Ωστόσο, συναντηθήκαμε. Είμαστε τώρα εδώ, μαζί…»

Έπεσε σιωπή ανάμεσά τους. Ο Μίλτος έφερε στο νου του τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι που λέει ότι οι Ρώσοι δεν είχαν ποτέ ρομαντικούς, σαν τους Γάλλους που αεροβατούν και που τίποτα δεν μπορούσε να τους συγκινήσει. Είτε ο κόσμος γκρεμίζεται στα πόδια τους είτε ολόκληρη η Γαλλία χάνεται στα οδοφράγματα, αυτοί μένουν απαθείς. Δεν αλλάζουν ούτε από λεπτότητα και συνεχίζουν να τραγουδούν το φεγγάρι ώσπου να γεράσουν γιατί είναι ανόητοι…

Άραγε οι Γάλλοι έτσι είναι ακόμα;;; Όμως ο Μίλτος ένιωσε σαν τους Γάλλους, εκείνης της εποχής, όπως τους περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι. Εδώ που τα λέμε υπάρχουν και πολλών ειδών ρομαντισμοί. Αλλά τι σημασία έχει τώρα να ψάχνει σε ποιον απ’ όλους κολλάει η περίπτωσή του;;; Και βέβαια, πώς μπορεί να είναι ρομαντικός όταν γύρω του όλα γκρεμίζονται και η κοινωνία σπαράσσεται από την οικονομική κρίση;;

Είναι μια διαφυγή αυτό…

Σα να είχε βυθιστεί σε σκέψεις και η Μαρίνα του έπιασε το χέρι και τον ταρακούνησε ελαφρά.

«Φεύγω…»

Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν. Και τράβηξαν το δρόμο τους.
……………
Ο Μίλτος συνέχισε να σκέφτεται… Μα στην ηλικία του τον απασχολούν τέτοιες σκέψεις;; Περασμένα τα πενήντα και χορτασμένος γενικώς. Τι θέλει τώρα να μπλεχτεί σε αισθηματολογικές περιπέτειες;; Κάποτε τον χόρταινε το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων. Το διάβασμα τον βοηθούσε, τον συγκινούσε, τον ευχαριστούσε, έβρισκε διέξοδο, αλλά τον τελευταίο καιρό του δημιουργούσε μάλλον πλήξη κι αναζητούσε κάτι άλλο πέρα από τα καθιερωμένα. Τις παρέες τις απέφευγε με τους φίλους γιατί κατέληγαν ή σε μπαρ κι αυτός πλέον δεν έπινε, παρά μονάχα αναψυκτικά ή καφέδες ή αναλώνονταν σε πολιτικές κουβέντες που δεν έβγαζαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Έτσι μόλις είδε εκείνη την ημέρα την Μαρίνα, κάτι έλαμψε μέσα του κι άρχισε να κάνει σχέδια μαζί της.
…………..
Μετά τον χωρισμό με τη Μαρίνα, δεν γύρισε αμέσως στο σπίτι του. Περπάτησε αρκετή ώρα δίχως σκοπό γιατί το μυαλό του γύριζε σαν σβούρα. Τι θα κάνει;;; Μήπως έπρεπε να πάρει κάποια απόφαση που θ’ αλλάξει ριζικά τη ζωή του;; Δεν τολμούσε όμως να σκεφτεί ότι θα χώριζε τη γυναίκα του για να ζητήσει το ίδιο και από την Μαρίνα, δηλαδή να χωρίσει από τον άντρα της και ν’ αφήσει τα παιδιά της. Δεν ήθελε να βάλει στον εαυτό του τέτοιο πρόβλημα. Ένας συμβιβασμός του χρειάζεται. Ο γάμος, τα παιδιά, το διαζύγιο, οι συμβάσεις, η Μαρίνα, η γυναίκα του, η ηθική, η κοινωνία… Όλα μπερδεύονταν μες στο μυαλό του και υψώνονταν κάθετα σαν γαλάζιος καπνός σε όνειρο. Τι ζωή είναι αυτή;;; Την αποδέχεσαι τέτοια που είναι ή σχεδιάζεις μιαν άλλη;; Είναι στο χέρι σου… Να συνθηκολογήσεις ή να παραιτηθείς από τις επιθυμίες σου;

[Συνεχίζεται]

No comments: