Αγάπησα πολύ τους Γάλλους μυθιστοριογράφους. Ονόματα που
μου προκαλούν δέος ακόμη και σήμερα: Σταντάλ
[Το Κόκκινο και το Μαύρο, Το μοναστήρι της Πάρμας], Φλομπέρ [Η αισθηματική
αγωγή], Μπαλζάκ [Ανθρώπινη κωμωδία, Ευγενία Γκραντέ, Ο μπάρμπα Γκοριό], Ανατόλ
Φρανς [Κόκκινος κρίνος], Ζολά [Νανά, Ζεμινάλ, Ανθρώπινο κτήνος], Αλφόνς Ντοντέ
[Ο Ταρταρίνος της Ταρασκόνης], Μοπασάν [Ο φιλαράκος]. Και όχι μονάχα τους Γάλλους,
αλλά και τους Ρώσους.
Έτσι, λοιπόν, όταν καταπιάνομαι να γράψω κι εγώ κάτι, και
πάει το μυαλό μου σ’ αυτούς παθαίνω κοκομπλόκο. Τι να γράψω; Ή τι να διαβάσω
από τη νεότερη λογοτεχνία;; Θα μου πει κανείς ότι όλοι έχουν την ωραιότητα και
τη μαγεία τους, αλλά αυτοί οι ογκόλιθοι είναι αξεπέραστοι. Εγώ σπαταλιέμαι
γράφοντας στιγμιότυπα της δικής μου καθημερινότητας, που όλοι γνωρίζουμε
κάποιες πλευρές της. Κάτι ο ένας, κάτι ο άλλος, ανταλλάσσουμε σκέψεις, εικόνες,
εντυπώσεις και παλεύουμε να συγκροτήσουμε έναν κόσμο για να τον ξαναδούμε μη
τυχόν και αλλάξουμε την πορεία μας ή για να απολαύσουμε κάποιες στιγμές του. Το
ζήτημα βεβαίως είναι πως όταν γράφει κανείς θα πρέπει να έχει ένα βασικό προσόν
που είναι η παρατήρηση.
Ο Μπαλζάκ έλεγε ότι η παρατήρηση
γι’ αυτόν είχε γίνει σχεδόν διαίσθηση.
Έφτανε μέχρι την ψυχή χωρίς να παραβλέπει το σώμα. Έπιανε τόσο γρήγορα καθετί
το εσωτερικό, ώστε αμέσως προχωρούσε παραπέρα. Αυτό του έδινε τη δυνατότητα να
ζήσει την ζωή του καθενός, επιτρέποντάς του να σαρκωθεί μέσα του. Αναρωτιόταν
σε ποιον να χρωστούσε αυτή την ικανότητα: «Να είναι τάχα μια δεύτερη ενόραση; Ή
μήπως είναι μια από εκείνες τις ικανότητες, που η κατάχρησή τους οδηγεί στην παραφροσύνη;»
Αναπάντητο το ερώτημα του Μπαλζάκ και σήμερα ακόμη.
Ωστόσο αυτός ο μέγας παραμυθάς ένιωθε πιο βολικά μέσα στον κόσμο της φαντασίας
του παρά στο κοινωνικό του περιβάλλον. Και ήξερε πολύ καλύτερα τα πλάσματα της φαντασίας
του από τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν. Εδώ θα παραπέμψω στη διφορούμενη «Φυσιολογία
του γάμου», όπου νομίζει κανείς πως διαβάζει κάποιον κυνικό διεφθαρμένο, ενώ
στην πραγματικότητα αναγκαζόταν να καταφεύγει στις γυναίκες για να τον βοηθούν στις
οικονομικές αλλά συχνά και στις συναισθηματικές του μιζέριες.
Ο Μπαλζάκ έκανε γενικώς τον έξυπνο αλλά παρασύρθηκε από
τα ενθουσιώδη γράμματα μιας «άγνωστης», την οποία όταν γνώρισε αργότερα
προσωπικά, δεν του πολυάρεσε, ώσπου την συνήθισε, την ερωτεύθηκε – πράγμα που
το πετύχαινε εύκολα με κάθε κάπως ενδιαφέρουσα γυναίκα – και την παντρεύτηκε.
Έτσι γνώρισε μια «σχεδόν τρελή» ευτυχία, όταν ο θάνατος ήρθε να τον γλιτώσει
από την αναπόφευκτη απογοήτευση.
Όταν
πέθανε [18 Αυγούστου 1850], στο Παρίσι, η χήρα του Χάνσκα – τότε κυρία Μπαλζάκ –
δεν κούνησε ούτε το δάχτυλό της για να διαφυλάξει την πνευματική κληρονομιά του
συγγραφέα, μέχρι σημείου ν’ αναγκασθούν να μαζέψουν τα χειρόγραφά του από τους σκουπιδιάρηδες
και τους παλιατζήδες… Πάντως, εγκαίρως ο Μπαλζάκ είχε ανακαλύψει πως το
καλύτερο έδαφος για την καλλιέργεια του πάθους του για ανάδειξη ήταν η μεγαλούπολη,
το Παρίσι που έγινε το τεράστιο πεδίο μάχης των περισσότερων επικών έργων του.
Κι αν δεν υπήρχε το Παρίσι ίσως να συνέθετε ποτέ την γιγάντια τοιχογραφία της «Ανθρώπινης
κωμωδίας»…
No comments:
Post a Comment