• Από τα ημερολόγια του Δον Κιχώτη [3]
Μου έρχονται στο νου μερικοί στίχοι του Γιώργου Κοτζιούλα (1909-1956) που λίγο πριν τον πόλεμο βρέθηκε ένα καλοκαίρι να μένει σε μια σκηνούλα στην Πεντέλη γιατί εκείνη την εποχή η καταραμένη φυματίωση βασάνιζε πολύ κόσμο.
Είχε για συντροφιά μαζί του και τον σκύλο του.
Έγραψε, λοιπόν τους εξής στίχους (δεν θυμάμαι τους υπόλοιπους): «Έλα ω άνοιξη καλή, σε περιμένουμε εγώ και το σκυλί…»!
Αλλά ο Κοτζιούλας, εξαιρετικός λογοτέχνης και θερμός πατριώτης, ήταν άτυχος γιατί μια μέρα οι χωροφύλακες δηλητηρίασαν το αγαπημένο του σκυλί κι έμεινε μονάχος…
Μετά έφυγε για το βουνό, εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, έγραψε θεατρικά έργα που παίχτηκαν στο θέατρο του βουνού.
Όποιος έχει ανησυχίες για την εποχή εκείνη, για τους δημιουργούς, τους αγωνιστές, το θέατρο και τα πάθη μας, καλό είναι να ψάξει και να διαβάσει.
Είχα την τύχη όταν δούλευα στο περιοδικό Θέατρο του δασκάλου μου, του Κώστα Νίτσου, να ζήσω από τα μέσα την οργάνωση ενός τεύχους αφιερωμένου στο Αντάρτικο Θέατρο και να γνωρίσω πρόσωπα και καταστάσεις μιας βασανισμένης εποχής
«...Χρειάστηκε να περάσουν τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια για ν' ανακαλύψουμε το θεατρικό Κοτζιούλα και την ανεπανάληπτη «Λαϊκή Σκηνή» της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ηπείρου... Πραγματικά η «Λαϊκή Σκηνή», που ξεπήδησε αναπάντεχα το '44 στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου, είναι το πρώτο και μοναδικό αντάρτικο θέατρο στην ιστορία του τόπου...». (Θέατρο, Σεπτ. - Δεκ. 1976).
[…]
Αλλά εδώ με νοιάζει η άνοιξη που τούτη τη χρονιά άργησε να έρθει και δεν ήρθε έτσι όπως θα θέλαμε.
Μας βρήκε διαλυμένους και διψασμένους για χαμόγελα και ανάσες που θα ανακούφιζαν τις πονεμένες μας υπάρξεις.
Η γυναίκα της φωτογραφίας σκορπίζει απλόχερα το γέλιο της κι εγώ δεν χάνω την ευκαιρία να βλέπω και να μην το χορταίνω, σαν αντίδοτο στη μελαγχολία των ημερών.
- Θα έφτανε το γέλιο σου, έτσι όπως το προσφέρεις με χαρά στους φίλους σου, αλλά δεν μπορώ ν' αρνηθώ ότι συγκινούμαι και με τις λίγες κουβέντες σου για όσα γράφω... Έχω την αίσθηση ότι ήρθε η άνοιξη και είτε μαδάς τη μαργαρίτα είτε όχι, η ζωή οργανώνεται από εκείνους που ξέρουν να τη ζουν και είναι πάντα αισιόδοξοι - όπως εσύ!
Θα μου απαντήσει συγκρατημένα:
- Έχω κι εγώ τις απαισιόδοξες στιγμές μου και πολλά δάκρυα πίσω απο τα χαμόγελα... Η ζωή είναι δώρο που μας χαρίστηκε... Να την τιμούμε όσο της αξίζει. Και μακριά απο συναισθηματικές ρουφήχτρες και κραυγαλέα βαμπίρ…
Μπορεί κανείς να ιχνογραφήσει εκείνες τις συναισθηματικές ρουφήχτρες και τα κραυγαλέα βαμπίρ;;;
Όλοι πιθανόν κάποια στιγμή στη ζωή μας να νιώσαμε και τις ρουφήχτρες και τα βαμπίρ να μας απειλούν και απεγνωσμένα να ψάχνουν τα τρωτά μας σημεία για να μας χτυπήσουν, να μας εξουδετερώσουν, να μας εξαφανίσουν!!!
Ωστόσο, όλοι μας αναζητούμε τρόπους διαφυγής κι ο καθένας πάντα βρίσκει μια διέξοδο.
Μου έρχεται στο μυαλό ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι στο Υπόγειο που λέει ότι γενικά ήταν «πάντα μόνος».
Γι’ αυτό στο δωμάτιό του συνήθως διάβαζε και ήθελε να πνίξει ό,τι πάντα έβραζε μέσα του με ξένες εντυπώσεις
Εννοείται ότι το διάβασμα ήταν το φάρμακό του, γιατί τον βοηθούσε γενικώς, τον συγκινούσε, και αναλόγως τον ευχαριστούσε ή τον βασάνιζε.
Δεν διστάζει να ομολογήσει πάντως ότι κάποιες φορές τον έριχνε σε μια φοβερή πλήξη.
Αλλά όπως και να είχαν τα πράγματα, το διάβασμα του άνοιξε πόρτες και παράθυρα, νέους ορίζοντες και καμιά φορά ριχνόταν στην κραιπάλη.
Μάλιστα μια νύχτα που περνούσε έξω από μια ταβέρνα, διέκρινε από το ανοιχτό παράθυρο μια παρέα ανδρών, δίπλα σ’ ένα μπιλιάρδο να χτυπιούνται και κάποια στιγμή να εκσφενδονίζουν έναν από αυτούς έξω από το παράθυρο…
Αυτό πιθανόν κάποια άλλη φορά να του προκαλούσε ενόχληση, αλλά τώρα του δημιουργήθηκε η διάθεση να μπει κι αυτός μέσα στην ταβέρνα, να μπλεχτεί μ’ εκείνη την παρέα, να τους νευριάσει όλους και μετά να τον πετάξουν κι αυτόν από το παράθυρο.
Μπήκε, αλλά δεν του έδωσε κανείς σημασία.
Στεκόταν κοντά στο μπιλιάρδο και χάζευε, ωσότου ένας αξιωματικός χωρίς καν να του απευθύνει το λόγο, τον βούτηξε από τους ώμους και τον παραμέρισε, αλλάζοντάς του τη θέση.
Αυτό ήταν που ενόχλησε τον ήρωά μας.
Να τον μετακινήσει χωρίς να του πει δυο κουβέντες, χωρίς να του δώσει σημασία;;;
«Σαν να ήμουν κανένα κουνούπι…»!
Κι έτσι βγήκε… άπρακτος!
[…]
Εγώ έπρεπε να της γράψω γι’ αυτό ακριβώς που μου συμβαίνει τώρα αλλά εδώ και πολύ καιρό:
- Σ' αυτή τη φωτογραφία που δεν την είχα ξαναδεί, το γέλιο σου καταργεί το Χρόνο! Γιατί τον Χρόνο ή τον αποδέχεσαι ή τον καταργείς. Εσύ κάνεις το δεύτερο! Αντί να δακρύζουν τα μάτια, σφίγγονται τα δόντια. Ξέρεις για τα γράφω αυτά; Τα γράφω για να σου πω ότι δεν θέλω σαν τους περισσότερους ν' αφήνω τον βηματισμό μου να περνάει γοργά, ακραγγίζοντας τα πράγματα, στο φτερό που λένε. Κι έτσι, ασυναίσθητα στην αρχή, συνειδητά αργότερα, επενδύω σ' αυτό που βλέπω.
Μα γράφω δίχως να περιμένω απόκριση.
Δεν με νοιάζει.
Απλώς θέλω να γράφω, και να διαβάζω, όπως ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι…
- Ξέρεις πού βρίσκεται το νόημα της ευτυχίας;;; Τι σε ρωτάω πρωινιάτικα; Θα έλεγα εγώ ότι το νόημα της ευτυχίας βρίσκεται στο πεπερασμένο της. Πράγμα που σημαίνει ότι η ψυχή δεν μπορεί να βολευτεί ούτε μέσα στο εφήμερο ούτε μέσα στο αιώνιο! Απλώς παραδέρνει σ' ένα σύνορο θαμπό κι εγώ λόγου χάρη παραμένω νοσταλγός ενός ανύπαρκτου παραδείσου... Κάποτε ενώ ήμουν φοιτητής πέρασα μια περιπέτεια [...] και παρέμενα για πολύ καιρό απελπισμένος! Και φυσικά τα έβλεπα όλα μαύρα κι άραχλα... Οπότε μια φορά διαβάζοντας στο «Βήμα» μια επιφυλλίδα, του Αντρέ Μορουά αν θυμάμαι καλά, σταμάτησα στην τελευταία φράση, που έλεγε ότι «Η ζωή αρχίζει κάθε πρωί»!!! Αυτό ήταν... Σώθηκα! Ε, λοιπόν, η φωτογραφία σου, που σχεδόν κάθε μέρα βάζεις, με το γέλιο σου, σηματοδοτεί ακριβώς αυτό!!!
Μπορεί κάποιοι ν’ ανησυχήσουν και ν’ αναρωτηθούν πώς εγώ μιλώ για την ψυχή και τις απογοητεύσεις ενδεχομένως που αγγίζουν προσωπικές καταστάσεις!
Νιώθω την ανάγκη να πω ότι οι απογοητεύσεις δεν είναι προσωπικές .
Οι απογοητεύσεις και οι διαψεύσεις και η πολύπλευρη εξάρθρωση της κοινωνίας και του έθνους μας.
Μας αγγίζουν όλους.
Έχω την εντύπωση ότι οι πολίτες των περισσοτέρων χωρών της Ευρώπης, στέκονται με κομμένη την ανάσα, με την ψυχή στο στόμα, και παραζαλισμένοι από τις συνέπειες μιας απροσδόκητης οικονομικής κρίσης, προσμένουν κάτι που θα τους δώσει την ευκαιρία για ψυχική ανάταση.
Υπάρχει πλέον οικονομική εξάρτηση και εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου.
Ένα φρικιαστικό αίσθημα ανασφάλειας διατρέχει απ’ άκρου σ’ άκρο τη χώρα και την Ευρώπη.
Κι εγώ που δεν θέλω να δω τον κόσμο γύρω μου να παραμορφώνεται, και να μορφάζει από τον πόνο, αναζητώ εξόδους διαφυγής.
Κι έτσι έφτασα να της γράψω ότι «επενδύω σ’ αυτό που βλέπω»!!
Γιατί αν επιμείνω στην πολιτική ως απλός πολίτης, τότε θα είμαι έρμαιο των πολιτικών.
Αφού ξέρω πολύ καλά ότι η πολιτική γίνεται στα φανερά, αυτό δηλαδή που θέλουν οι πολίτες και το πιστεύουν, αλλά και στα κρυφά εκεί που παίζονται συμφέροντα και ολοκληρώνονται οι «δουλειές».
Επενδύω, λοιπόν, στο φωτεινό της πρόσωπο, στο πλατύ γέλιο που μοιάζει σαν βρύση ανοιχτή με το νερό να τρέχει σαν από βουνίσια πηγή, καθαρό και δροσερό.
Μη νομίζετε πάντως ότι όλα είναι ρόδινα, γιατί αν σας θυμίσω τις περιπέτειες της Έμμα Μποβαρί, της ηρωίδας του Φλομπέρ, θα καταλάβετε και τον δικό μου αγώνα.
Εκείνη για ν’ αποφύγει την σκληρή και πεζή πραγματικότητα, πιανόταν από τη χίμαιρα, αναζητώντας την ομορφιά και την ηδονή.
Ακολουθήστε την μια φορά!
[…] Η Έμμα ντυνόταν γρήγορα και κατέβαινε κρυφά τη σκάλα που οδηγούσε στην όχθη του ποταμού. Όταν όμως η σανίδα που χρησίμευε για γέφυρα δεν ήταν στη θέση, τότε ήταν υποχρεωμένη ν’ ακολουθήσει τους τοίχους που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού. Η όχθη ήταν γλιστερή και, για να μην πέσει, πιανόταν από τα ξερά κλαδιά. Τα πόδια της βυθίζονταν μέσα στη λάσπη, σκόνταφτε και τα λεπτά της παπούτσια μπλέκονταν διαρκώς.. Η μεταξωτή σάρπα, δεμένη στο κεφάλι, κινιόταν στο φύσημα του αέρα. Φοβόταν τα βόδια και έτρεχε. Έφθανε λαχανιασμένη, τα μάγουλα κόκκινα, και από ολόκληρο το σώμα της ευωδίαζε μια δροσερή μυρωδιά χυμών πρασινάδας και καθαρού αέρα. Ο Ροδόλφος την ώρα αυτή κοιμόταν ακόμη. Και η παρουσία της Έμμας του φαινόταν σαν ένα ανοιξιάτικο πρωί που έμπαινε στο δωμάτιό του.
Οι κίτρινες κουρτίνες που ήταν κατά μήκος των παραθύρων άφηναν να περνά γλυκά ένα βαρύ ξανθό φως. Η Έμμα ψηλάφιζε μισοκλείνοντας τα μάτια της, ενώ οι δροσοσταλίδες που κρέμονταν από τις κορδέλες των μαλλιών της, τής έκαναν κάτι που έμοιαζε σα χρυσός φωτοστέφανος γύρω στο πρόσωπό της. Ο Ροδόλφος, γελώντας, την έπαιρνε δίπλα του και την αγκάλιαζε…
Μια Μποβαρί, λοιπόν, είναι το άλλοθί μου.
Αντιπαρέρχομαι εκείνον που καιροφυλακτεί για να μου αντιτείνει ότι ο Φλομπέρ φοβόταν ή αδυνατούσε να κατανοήσει την Κομμούνα!
Μπορεί να είναι έτσι και ο Σαρτρ να λυπόταν για λογαριασμό του, μετά από περίπου 80 χρόνια!
Φυσικά και η Κομμούνα θα μας ενδιέφερε, αλλά και τα ήθη και η ζωή μιας εποχής έτσι όπως καταγράφηκαν με τη λογοτεχνική μαεστρία του Φλομπέρ.
[…]
Τώρα, ζούμε σε μέρες τρομερές, με λάθη, πάθη, δυστυχία, αναδιανομή των ευθυνών, ανεργία, ακρίβεια, ανασφάλεια, κατάθλιψη…
Κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει μια κοσμοϊστορική πρόβλεψη.
Οι σκοποί στον τομέα της οικονομίας, που όλοι πια έχουμε εντάξει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο και στην ημερήσια διάταξη των θεμάτων που πρέπει να μας απασχολούν, είτε δεν επιτυγχάνονται είτε βγαίνουν λαθεμένοι και πάντα αξιολογούνται με βάση τα συμπεράσματα της Τρόικας ή τις αντιδράσεις των λεγόμενων «αγορών».
[…]
Κι έτσι χαμένοι πια, και χτυπημένοι ανελέητα ποιος ξέρει από τι ανέμους, παίζουμε χρησιμοποιώντας λέξεις, κάνοντας παύσεις, οι οποίες ενδεχομένως να είναι πιο εύγλωττες από τα στρεβλά λόγια, φωλιάζουμε στο μικροαστικό σπίτι μας, και στη μικροαστική μας ανικανότητα να κατανοήσουμε ζητήματα που σε άλλες εποχές θα ήσαν ευκολονόητα και μπροστά στο πληκτρολόγιο και την οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, προσπαθούμε να αναλύσουμε τα ψηφιακά χαρακτηριστικά μιας φωτογραφίας.
Μιλώ για τη φωτογραφία εκείνης της γυναίκας, που δεν ξεχωρίζω τη μορφή της και δεν βλέπω τα μάτια της πίσω από τα μαύρα γυαλιά, αλλά που έχω την αίσθηση ότι κουβαλούν μαζί τους κάτι σκοτεινό και πλατύ, σαν τη μυρωδιά από σαπισμένα φύκια των βυθών, κάτι σαν το αγκομαχητό μιας θάλασσας φουρτουνιασμένης που την δέρνουν οι καταιγίδες.
No comments:
Post a Comment