- Από τα ημερολόγια του Δον Κιχώτη… [1]
Βλέποντας τη φωτογραφία μιας γυναίκας, μου ήρθε στο νου ότι θα
μπορούσα να γράψω γι’ αυτήν ένα βιβλίο!
Ένα μυθιστόρημα, ένα μεγάλο ποίημα, ένα θεατρικό έργο…
Δεν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου τι θα είναι αυτό το έργο.
Ωστόσο είχα ένα ισχυρό ερέθισμα κι αυτό ήταν μια φωτογραφία,
όπου το γέλιο της χανόταν πίσω από τα μαύρα γυαλιά κι αυτό δημιουργούσε μια
μαγεία, ένα μυστήριο για το πρόσωπο που συγκέντρωνε ποιος ξέρει τι θησαυρούς!!!
Αυτή τη γυναίκα δεν την είχα δει ποτέ από κοντά και δεν
μπορούσα να φανταστώ ότι θα μ’ άρεσε για να συνεχίσω να αφήνω ελεύθερη τη
φαντασία μου, κυνηγώντας κάτι άπιαστο…
Μέχρι στιγμής δεν ξέρω αν σ’ αυτό το βιβλίο που ήθελα να
γράψω θα συνέβαινε κάτι ή δεν θα συνέβαινε, και απλώς εγώ θα χάζευα την
ανακάλυψή μου και θα προσπαθούσα να ανοίξω τα φύλλα της καρδιάς της και των
αναμνήσεών της.
Θυμήθηκα, από τα διαβάσματά μου, ότι ο Φλομπέρ ονειρευόταν κάποτε
να γράψει ένα μυθιστόρημα, όπου ακριβώς δεν θα συνέβαινε τίποτε απολύτως, αλλά
αυτό το μυθιστόρημα δεν το έγραψε ποτέ.
Και μου φαίνεται περίεργο πως εγώ, που νιώθω ελεύθερος πλέον
όταν αφήνω το μυαλό να φεύγει χωρίς τα δεσμά της καθημερινότητας και των
κοινωνικών συμβάσεων, μερικές φορές δυσκολεύομαι να γράψω απλά για πράγματα
απλά!
Ο Τσέχοφ έλεγε: «Ακούστε, λοιπόν, αυτό συμβαίνει πραγματικά
έτσι…»!
Αυτό θέλω κι εγώ, να μιλάω δηλαδή για όσα συμβαίνουν στην
πραγματικότητα…
Θέλω να πετύχω αυτό που ο Τσέχοφ έχει πετύχει στα θεατρικά έργα
του και πολύ εύστοχα ο Ζαν-Λουί Μπαρό το έχει παρατηρήσει: «Κάθε στιγμή είναι γεμάτη.
Αυτή η πληρότητα δεν οφείλεται στο διάλογο, αλλά στη σιωπή, την αίσθηση της ζωής…»
[…]
Θα μου πείτε και τι μας νοιάζει εμάς που εσύ έχεις τέτοιες
αγωνίες!
Μα εγώ γράφω γιατί καταρχήν διασκεδάζω με το γράψιμο και
νιώθω ότι αυτό δεν θα σταματήσει μέχρι που να μην μπορώ να σκεφτώ…
Γράφω γιατί σκέφτομαι και γιατί αυτό με ξεκουράζει και βέβαια
γράφω για ό,τι ξέρω κι έχω αποθηκεύσει τα προηγούμενα μαχητικά χρόνια της νιότης
μου.
Νιώθω την ανάγκη να σημειώσω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να
κάνω εκείνο που έκανε κάποτε ο Ζολά, όταν έγραφε τη «Νανά», που μ’ ένα
σημειωματάριο στο χέρι έπαιρνε σβάρνα τα πορνεία της εποχής και τα διάφορα
περίεργα στέκια για να ακούσει και να καταγράψει τα πρόστυχα αστεία των πελατών
και τις λεπτομέρειες των ηθών που σ’ αυτόν ήσαν άγνωστα.
Είπα στην αρχή ότι μου ήταν αρκετή μια φωτογραφία, και της το
έγραψα:
- Σ' εκτιμώ και σε συμπαθώ! Μ' αρέσει ο ανεξάρτητος και
υπερήφανος χαρακτήρας σου. Και φυσικά έτσι όπως σε βλέπω σε μια χαρακτηριστική
φωτογραφική πόζα σου, νομίζω ότι θα γράψω βιβλίο... Εννοώ αυτήν με τα γυαλιά… Οφείλω
να ομολογήσω ότι «έχεις δώσει ρέστα» τον τελευταίο καιρό με τις φωτογραφίες και
τα σχόλια στη σελίδα σου. Απλώς σε θαυμάζω. Έτσι να είσαι πάντα... χαρούμενη,
δημιουργική, ευρηματική..
Και η απάντηση ήρθε αυτομάτως:
- Το να είσαι δημιουργικός σε μια πατρίδα που παρακμάζει
και που το μαύρο χρήμα γιορτάζει σήμερα 25η Μαρτίου... δεν είναι και κάτι που
σε αφήνει αμετακίνητο. Έχω βαθιά θλίψη για αυτά που συμβαίνουν. Όχι δεν είμαι
καθόλου χαρούμενη... Μα πώς με θαυμάζεις;
Το ζήτημα είναι ότι στέκομαι μπροστά σ’ έναν πίνακα και
τα μάτια μου έχουν καρφωθεί στο πρόσωπο με τα γυαλιά και δεν ξεκολλάω από κει,
παρότι τριγύρω υπάρχει μια πανσπερμία προσώπων και ενός κόσμου πολύχρωμου που
υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να απασχολεί την όρασή μου.
Όμως νιώθω αυτό το πρόσωπο να υποβάλλει το δέος, την
αγωνία, την απορία, αλλά ταυτόχρονα νιώθω να θερμαίνει και να πλουτίζει την
εσωτερική μου εμπειρία.
Όσο βλέπω το πρόσωπό της, τόσο διακρίνω έναν οίστρο κι
έναν δικό του τρόπο να ξελογιάζει, να θέλγει, να κάνει να μιλάνε μέσα σου το
χώμα, ο ουρανός, τα σύννεφα, οι ώρες, η κάψα του ήλιου, τα λουλούδια του κήπου
και οι δροσερές νύχτες της άνοιξης.
No comments:
Post a Comment