Wednesday, February 28, 2007

ΤΗΝ AVIGNON, ΤΗΝ ΞΕΡΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ!

Μιας και μιλάμε για φεστιβάλ και τα τοιαύτα, είπα να κάνω μια μικρή αναφορά σ' ένα φεστιβάλ με μακρά ιστορία. Ένα φεστιβάλ που, ενδεχομένως, αποτέλεσε πρότυπο για διάφορα άλλα... Μια ωραία φωτογραφία από το Ανάκτορο των Παπών (Palais des Papes) στην όμορφη Avignon, όπου κάθε χρόνο γίνεται το Φεστιβάλ. Ο κόσμος του θεάτρου, οι παραστάσεις, οι θεατρίνοι, οι πλανόδιοι, οι θεατρόφιλοι, όλοι συνθέτουν μια από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες θεατρικές εκδηλώσεις στην Ευρώπη. Μόνο όσοι δεν έχουν πάει εκεί δεν ξέρουν. Η μεσαιωνική πόλη της Γαλλίας, το φεστιβάλ, ο (εικονιζόμενος) Jean Vilar (1912-1971), ο Gerard Philipe (1922-1959), μπλέκονται με το μύθο. Όταν πήγα, τον Ιούλιο του 1982, επειδή δεν είχα προετοιμάσει την εκεί παραμονή μου, την πρώτη νύχτα την πέρασα στους δρόμους, αφού όλα τα ξενοδοχεία ήσαν γεμάτα. Αλλά και οι δρόμοι έμοιαζαν μ' ένα κινούμενο ανθρώπινο ποτάμι και οι πλατείες ήσαν πλημμυρισμένες με μια πανσπερμία ανθρώπων και φυλών. Πήγαινα πέρα-δώθε και δεν χόρταινα, να χαζεύω τα υπαίθρια θεάματα, τις αφίσες, τους πλανόδιους έγχρωμους που αναζητούσαν υποψήφιους αγοραστές της πραμάτειας τους μέρα-νύχτα, τις μουσικές που έρχονταν από όλα τα σημεία του ορίζοντα, τα φώτα κι ένα χαρούμενο ανθρωπομάνι να μπερδεύεται παντού, να μπαινοβγαίνει στις αίθουσες των εκδηλώσεων, στα μπαράκια, στα ρεστοράν, στις μπιραρίες. Η ζωή εκεί είχε χρώματα κι ένιωθα ευτυχισμένος κι ας μην είχα τόπο για να κοιμηθώ. Τελικά, την άλλη μέρα βρήκα κρεβάτι σε μια residence, περίπου ένα εικοσάλεπτο έξω από την Avignon. Εκεί πήγαινα μόνο για ύπνο, και το πρωί, στη διαδρομή προς την πόλη, σταματούσα σ' ένα café (για κρουασάν και καφέ) και ύστερα πήγαινα να μπλεχτώ κι εγώ στο πανηγύρι...
Εκεί είχα συναντήσει για πρώτη φορά την Ariane Mnouchkine. Όχι τυχαία. Έκλεισα ραντεβού μέσω της γραμματέως της και βρεθήκαμε σ' ένα υπαίθριο café όπου και συζητήσαμε διάφορα - εννοώ για το θέατρο και τη δουλειά της. Όταν τη ρώτησα γιατί δεν έρχεται με το Théâtre du Soleil στην Ελλάδα, μου είπε: "Δεν με κάλεσε ποτέ κανείς. Αν με καλέσουν θα έρθω...". [Λοιπόν, ο μάγκας που την κάλεσε ήταν ο Λούκος και γι' αυτό του λέω "μπράβο"!]

Στις φωτογραφίες: Πάνω, το Palais des Papes, στη μέση, ο Jean Vilar στο Cour d'honneur, στην Avignon, το 1952, και αριστερά, η Ariane Mnouchkine.

Tuesday, February 27, 2007

ΜΟΥΣΙΚΗ, Ο ΠΤΩ ΧΟΣ ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Οι πρώτες "ευγενικές" κριτικές του νέου προγράμματος του Ελληνικού Φεστιβάλ ήδη δημοσιεύτηκαν. Για το μουσικό μέρος διάβασα στην Ελευθεροτυπία (27.2.2007) τα εξ αμάξης για τις επιλογές του κ. Λούκου. Ο Γιάννης Σβώλος έγραψε ένα άρθρο με τίτλο "Φεστιβάλ: Ένα χλομό Μέγαρο". Μεταξύ άλλων γράφει:
Τίποτε απ' όσα προτείνονται φέτος στο πεδίο της σοβαρής μουσικής δεν αντέχει σε αναλυτική κριτική αποτίμηση τόσο απαιτητική και αδιάλλακτη όσο αυτή που με ασφάλεια μπορεί ήδη να προεκτιμά ως θετικά τα περισσότερα απ' όσα προσφέρονται σε θέατρο και χορό... Διαθέτοντας ελάχιστη φαντασία, σχεδόν δίχως απόκλιση από την πεπατημένη, δίχως πρόνοια κάλυψης ουσιαστικών κενών, με δευτερολογίες και λανθασμένες χωροθετήσεις, το φετινό πρόγραμμα προβάλλει τελικά ως χλομή ηχώ όσων προτείνει ολοχρονίς το Μέγαρο Μουσικής. Αυτή η ανισορροπία δημιουργεί έντονη δυσαρέσκεια, απορίες και εύλογα ερωτήματα. Γιατί τέτοια υποτίμηση νοημοσύνης, τόσο μονομερής εύνοια;
Όταν δημοσιευτεί ολοκληρωμένο το πρόγραμμα θα τα πούμε.

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΛΟΥΚΟ

Ό,τι γράφω για τον κ. Λούκο δεν έχει ιδιοτελείς επιδιώξεις, αφού ούτε σκηνοθέτης είμαι ούτε θιασάρχης ούτε έχω καλλιτεχνικό γραφείο για να προσδοκώ συνεργασία. Απλώς λίγη προσοχή χρειάζεται για να παρατηρήσει κανείς ότι είναι υπερβολικές οι επενδύσεις (και προσδοκίες) στον κ. Λούκο, ο οποίος πιστεύει ότι μπορεί σε μια μασχάλη να κρατάει δυο και τρία καρπούζια. Αλλά είναι και το γεγονός ότι αγνοεί την προϊστορία του Ελληνικού Φεστιβάλ [παλιότερα "Φεστιβάλ Αθηνών"]. Επειδή τυχαίνει να γνωρίζω τη θητεία του κ. Βρατσάνου στο Φεστιβάλ [όπως τη γνωρίζουν και όσοι δημοσιογράφοι κάλυπταν τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ], δεν έχω λόγους να μην πιστεύω τα όσα παραθέτει στην επιστολή του ο κ. Βρατσάνος. Το σχετικό ρεπορτάζ από την Ελευθεροτυπία (27.2.2007):
«Την απογοήτευση και οργή των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Ελληνο-Ιαπωνικού Συνδέσμου», για «την αδικαιολόγητη και αδιάφορη συμπεριφορά του προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ», εκφράζει με επιστολή του ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνδέσμου, Δήμος Βρατσάνος -που υπήρξε προκάτοχος του κ. Λούκου στο Φεστιβάλ επί 11 χρόνια, ως ανώτερος υπηρεσιακός παράγων του ΕΟΤ.

Όπως γράφει ο κ. Βρατσάνος, «από το τέλος του 2005 επιχείρησα κατ' επανάληψη να έχω με τον κ. Λούκο μια σύντομη συνάντηση, προκειμένου να θέσω υπ' όψιν του μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση σχετικά με την παρουσίαση παραστάσεων του Ιαπωνικού Θεάτρου ΝΟΗ από το International Foundation for Arts & Culture, σε συνεργασία με λίαν γνωστούς ηθοποιούς της Σχολής Hosho (...). Την πρόταση την υπέβαλα εγγράφως με την ιδιότητά μου ως προέδρου του Ελληνο-Ιαπωνικού Συνδέσμου και όχι ως καλλιτεχνικό γραφείο (...). Μέχρι σήμερα ουδεμία συνάντηση πραγματοποιήθηκε με τον πρόεδρο του Φεστιβάλ, λόγω των πολλαπλών υποχρεώσεών του στο εξωτερικό, εκτός από κάποιες τηλεφωνικές επαφές με το βοηθό του, κύριο Δούρο, ο οποίος μέχρι προ 10ημέρου μάς διαβεβαίωνε αναληθώς, όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων, για το μεγάλο ενδιαφέρον του προέδρου για το ΝΟΗ (...). Τελικά, πληροφορηθήκαμε το πρόγραμμα του φεστιβάλ από τον Τύπο».

Ο κ. Βρατσάνος εκφράζει τη λύπη του «για την αχαρακτήριστη συμπεριφορά του κ. Λούκου», αλλά και για «τις αλγεινές εντυπώσεις που απεκόμισε ο Ιαπωνικός Οργανισμός σε βάρος του Φεστιβάλ Αθηνών και γενικότερα της Ελλάδος, ο οποίος ματαίως ανέμενε επί ένα χρόνο περίπου την απόφασή του».


Ο κ. ΛΟΥΚΟΣ ΜΕΓΑΛΩΣΕ!

Με κατάπληξη διάβασα την "απάντηση" του κ. Λούκου στον Σπύρο Ευαγγελάτο για το θέμα της μη συμμετοχής του Αμφι-Θεάτρου στο νέο πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ. Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να αντισταθεί στην αποφασιστικότητα του κ. Λούκου που έχει σαν ασπίδα την πρωθυπουργική προστασία. Ωστόσο, κάποιος θα πρέπει να του πει ότι το ύφος της επιστολής του όπως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες (27.2.07) δεν προσιδιάζει τουλάχιστον σε άνθρωπο με το αξίωμα που κατέχει. Ιδιαίτερα, η αναφορά του στη Φιλαρμονική του Βερολίνου ότι τάχα δεν τον έχει "εγκαλέσει" για αθέτηση υπόσχεσης - πώς να το σχολιάσει κανείς; Ο κ. Λούκος πριν απαντήσει θα έπρεπε να έχει φροντίσει να μάθει την ιστορία του Ευαγγγελάτου και την προσφορά του στη θεατρική παιδεία του τόπου. Φυσικά ο Ευαγγελάτος δεν έχει ανάγκη από διάφορους αυτόκλητους υπερασπιστές (όπως εμένα, εν προκειμένω) και φαντάζομαι ότι θα απαντήσει. Αλλά, παρά το γεγονός ότι έχω διαβάσει επανειλημμένως ρεπορτάζ, συνεντεύξεις κ.λπ. του κ. Λούκου, ακόμη δεν έχω καταλάβει τι θέλει για το Ελληνικό Φεστιβάλ. Στην επιστολή του γράφει:

Το “όραμα μου” για το Φεστιβάλ Επιδαύρου κ. Ευαγγελάτε είναι η εξασφάλιση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν σε Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες, αναγνωρισμένης αξίας και νεότερους, τη δημιουργία, μέσα από το αρχαίο δράμα, ενός πραγματικά «νέου» θεάτρου.

Εμείς, ρωτάμε: ποιες είναι εκείνες οι "προϋποθέσεις" - μήπως θα πρέπει να τις μάθουμε ώστε να μην του ζητάμε και τα ρέστα; Επιπλέον, ποιο είναι εκείνο το "πραγματικό νέο θέατρο" που ευαγγελίζεται; Η ασάφεια δεν βοηθάει. Αντιθέτως, βοηθάει εκείνους που θα επιθυμούσαν τη συμμετοχή τους στο Ελληνικό Φεστιβάλ... Πάντως, η ιστορία του Ευαγγελάτου, του δίνει κάθε δικαίωμα να ζητάει τη συμμετοχή του και στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο. Τι θα πει, δηλαδή, έδωσε ή δεν έδωσε υπόσχεση ο κ. Λούκος; Γράφει ότι "δεν επρόκειτο για υπόσχεση, αλλά για ένα ενδεχόμενο"! Καλά, θεώρησε ότι είχε απέναντί του κανένα μωροφιλόδοξο νεαρό σκηνοθέτη; [Λέμε κι εμείς:] Έλεος! Αυτά είναι τα "νέα" ήθη του "Ευρωπαίου" προέδρου και διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ;

Sunday, February 25, 2007

Check out my Slide Show!


Φωτογραφικά στιγμιότυπα από την παρουσίαση του βιβλίου μου ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΥΨΕΙΣ ΠΑΡΑ ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ στη Στοά του Βιβλίου. Λίγο-πολύ τα πρόσωπα είναι αναγνωρίσιμα.

ΑΥΤΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ!



Έγραψα το σημείωμα για την "ανανέωση" του κ. Λούκου κι επειδή, δεν άντεξα, μπήκα στο site του Ελληνικού Φεστιβάλ και απέσπασα μια μεγάλη περάγραφο όπου αναφέρονται πρόσωπα και σχήματα που ήρθαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Ιδού:

Στα 45 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Αθηνών έχουν φιλοξενηθεί στο Ηρώδειο παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες και καλλιτεχνικά συγκροτήματα: Η Μαρία Κάλλας (1957), η Τζίνα Μπαχάουερ (1958), η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Λέοναρντ Μπερνστάιν (1959), η Μαργκότ Φοντέιν με το Βασιλικό Μπαλέτο του Κόβεντ Γκάρντεν (1961, 1996)) και με τον Ρόυντολφ Νουρέγιεφ (1963), η Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό τον Χέρμπερτ Φον Καραγιαν (1962 και 1965), η Φιλαρμονική της Βιέννης με τον ίδιο μαέστρο (1963), τα Μπαλέτα του 20ου αιώνα του Μορίς Μπεζάρ (1964,1980, 1985, 1995) , τα μπαλέτα Κίροφ με την Ιρίνα Κολπάκοβα και τη Ναταλία Μακάροβα (1966), η Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, ο Πάμπλο Καζάλς, ο Μσιτσλάβ Ροστροπόβιτς, ο Ντέιβιντ Όιστραχ και ο Γεχούντι Μενουχίν (1966), η Φιλαρμονική του Λος Άντζελες και ο Ζούμπιν Μέτα (1967), το Αμέρικαν Μπάλετ Θίατερ με την Κάρλα Φράτσι (1970), ο Ντέρεκ Τζάκομπι με το Πρόσπεκτ Θίατερ (1973), η Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου με τον Κόλιν Ντέιβις (1975), ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ (1976), η Όπερα Κίροφ (1978), το Μπαλέτο Μπολσόι με τον Βλαντιμίρ Βασίλιεφ και την Γεκατερίνα Μαξίμοβα (1979), το Χοροθέατρο Άλβιν Έιλι (1979, 1982), το Μπερλίνερ Ανσαμπλ (1981), η Μάγια Πλισέσκαγια με το Μπαλέτο Βίλνιους (1983), η Αλίσια Αλόνσο με το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας (1983), το χορευτικό συγκρότημα της Μάρθα Γκράχαμ (1983), ο Μικιτζίρο Χίρα με το θίασο Τόχο στη γιαπωνέζικη "Μήδεια" (1984), η Αγνή Μπάλτσα με τον Χοσέ Καρέρας (1984), η Ορχήστρα Γκεβάντχάους της Λειψίας με τον Κουρτ Μαζούρ (1984), τα Μπαλέτα Κίροφ (1985), το Εθνικό Θέατρο του Σαγιό με τη "Λουκρητία Βοργία" του Ουγκό σε σκηνοθεσία Αντουάν Βιτέζ (1985), το Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας με τον "Κοριολανό" του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Πήτερ Χολ και πρωταγωνιστές τον Ίαν Μακ Κέλεν και τη Νούρια Έσπερτ (1985), η Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον υπό τον Ροστροπόβιτς (1985), ο θίασος Scot του Ταντάσι Σουζούκι (1986), το Θέατρο Ρουσταβέλι με τον Ραμάς Τσχικβάτζε (1988), το Βασιλικό Μπαλέτο Δανίας (1989), η Φιλαρμονική του Λένινγκραντ (1990), ο Λουτσιάνο Παβαρότι (1991), η Μονσεράτ Καμπαγιέ (1992), η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης με τον Ρικάρντο Μούτι (1994), ο Αντόνιο Γκάντες (1995), ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς (1995), ο Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ (1996), ο Ζοακίν Κορτές (1996), η Βασιλική Ορχήστρα Κοντσέρτγκεμπάου (1997), ο Χούλιο Μπόκα με το Μαλέτο της Αργεντινής (1997), το συγκρότημα του Ίαν Γκαρμπάρεκ (1998), η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης (1998), η όπερα του Πεκίνου (1998), το Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνο (1998), ο Τσίκ Κορία και ο Γκάρι Μπέρτον (1999), τα μπαλέτα του Μόντε Κάρλο (1999), η Παιδική Χορωδία της Βιέννης (2000), ο Πλάθιντο Ντομίνγκο (2000), ο Ελτον Τζον (2000). Στο Φεστιβάλ έχουν εμφανιστεί, επίσης όλοι οι σημαντικοί Έλληνες δημιουργοί και καλλιτέχνες, όλοι οι Κρατικοί Καλλιτεχνικοί Φορείς (Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Εθνική Λυρική Σκηνή κ.α.), καθώς πολλοί άλλοι.

Η "ΑΝΑΝΕΩΣΗ" ΤΟΥ κ. ΛΟΥΚΟΥ




Γράφω αυτό το σημείωμα σαν συνέχεια εκείνου που αναφερόταν στην επιστολή Ευαγγελάτου. Και να ρωτήσω, χωρίς περιστροφές: Ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά του Φεστιβάλ που διοργάνωσε ο Λούκος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια; Δεν χρειάζεται να ανατρέξω στα κιτάπια μου. Μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω και πριν την έλευση του κυρίου Λούκου. Ό,τι είδαμε, ακούσαμε και χειροκροτήσαμε: Τα Μπαλέτα Μπαλσόι, τα μπαλέτα της Κρατικής Όπερας Βιέννης, τα Μπαλέτα Μπεζάρ, το Royal Νational Τheatre της Αγγλίας, οι Μαργκότ Φοντέιν, Ρούντολφ Νουρέγιεφ, Λουτσιάνο Παβαρότι, Μαρσέλ Μαρσό, το χορευτικό συγκρότημα της Μάρθα Γκράχαμ, ο μέγας βιολιστής Γιεχούντι Μενουχίν, ο «Κοριολανός» με τον Ίαν Μακ Κέλεν σε σκηνοθεσία του Πίτερ Χολ, η «Μήδεια» του Μικιτζίρο Χίρα με τον γιαπωνέζικο θίασο «Τόχο» σε σκηνοθεσία Γιούκο Νιναγκάβα, η «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου, ο Ζούμπιν Μέτα με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, η Εθνική ορχήστρα της Γαλλίας με τον Κουρτ Μαζούρ, οι μύθοι της ροκ Ιαν Αντερσον και Τζεθρο Ταλ, ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου κ.λπ. Όλοι αυτοί, καλλιτέχνες και συγκροτήματα τι ήσαν; Δεν ήσαν "αυστηρή επιλογή"; Το κοινό δεν τους "ανακάλυπτε" για πρώτη φορά, εκτός βεβαίως από εκείνους που είχαν πάντα τη δυνατότητα να παρακολουθούν στο εξωτερικό καλλιτέχνες και θεάματα; Ας μη τρελαθούμε, λοιπόν… Είπε κάποια στιγμή ο κ. Λούκος ότι "ένα καλό Φεστιβάλ διαρκεί τρεις εβδομάδες, ένα μήνα...". Ασφαλώς και δεν είναι η διάρκεια που θα επικυρώσει την ποιότητα ενός φεστιβάλ, αλλά πού είναι γραμμένο ότι ένα φεστιβάλ πρέπει να διαρκεί ένα μήνα και όχι δυο ή τρεις μήνες; Τέλος πάντων, το ζητούμενο δεν ήταν αυτό. Το ζητούμενο ήταν πάντα ο χαρακτήρας του φεστιβάλ. Ένα άλλο "επιχείρημα" που πάντα προβάλλουν οι υποστηρικτές του κ. Λούκου είναι ότι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Φεστιβάλ "εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες και το κύρος του έξω", θα κάνει τούτο κι εκείνο! Δηλαδή πρέπει να μείνουμε με το στόμα ανοιχτό επειδή ο εξ Εσπερίας συμπατριώτης μας έχει πολλές γνωριμίες. Αστεία πράγματα... Δεν μηδενίζω τη δουλειά του - την εκτιμώ, αλλά προς θεού, λίγη ψυχραιμία! Λέω για την ψυχραιμία την οποία δεν έχουν κάποιοι νεοσσοί της δημοσιογραφίας που κολακεύονται να χαιρετούν τον κ. Λούκο και να μιλούν μαζί του, ξεδιπλώνοντας ξέφρενα υμνολόγες σινδονιάδες... [Οι φωτογραφίες προέρχονται από το site του Ελληνικού Φεστιβάλ]

Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ΚΑΘΩΣ παρατηρώ ν’ αυξάνεται καθημερινά ο αριθμός των θεάτρων, αναρωτιέμαι πόσα απ’ αυτά θα λειτουργήσουν μέχρι το τέλος της θεατρικής περιόδου και πόσα στην πορεία θ’ αλλάξουν ρεπερτόριο, ελλείψει θεατών ή πόσα θα κλείσουν. Υπάρχει ένα ζήτημα που, δημοσιογραφικά τουλάχιστον, μ' έχει απασχολήσει κι έχει σχέση με τη διασπορά των θεατρικών δυνάμεων του τόπου. Είναι αλήθεια ότι μόλις ένας πρωταγωνιστής σταθεί κάπως στα πόδια του, κατά βάση λόγω μιας τηλεοπτικής του εμφάνισης, οργανώνει το δικό του θεατρικό σχήμα. Έχουμε καλούς ηθοποιούς και δεν μπορώ να ξέρω αν η συσπείρωση των καλών θεατρικών δυνάμεων θα είχε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα προς όφελος των ίδιων των καλλιτεχνών, του κοινού και αυτού του ίδιου του ελληνικού θεάτρου.
Αναδιφώντας πρόσφατα το αρχείο μου, στάθηκα σε μια αξιομνημόνευτη φωτογραφία – ντοκουμέντο (θα τη δημοσιεύσω κάποια στιγμή), η οποία έχει τραβηχτεί πριν από περίπου εικοσιέξι χρόνια και δείχνει δεκατρία αστέρια του ελληνικού θεάτρου, που έκαναν τότε μια πρώτη απόπειρα συνένωσης των δυνάμεών τους: Αλίκη Βουγιουκλάκη, Κώστας Καζάκος, Νόνικα Γαληνέα, Έλλη Φωτίου, Τζένη Καρέζη, Μαριέττα Ριάλδη, Κάκια Αναλυτή, Άγγελος Αντωνόπουλος, Στέφανος Ληναίος, Κώστας Καρράς, Κώστας Ρηγόπουλος, Νίκος Κούρκουλος και Θανάσης Παπαγεωργίου. Αυτή η «συνένωση», δυστυχώς, έμεινε μονάχα στη φωτογραφία.
Είχε, ωστόσο, τη γοητεία της που έμεινε στο επίπεδο των προθέσεων. Βέβαια, η εποχή μας είναι διαφορετική και χρωστάει ν’ αναγνωρίζει με θάρρος τη δική της πραγματικότητα. Αλλά κάθε θέατρο, που ξεφυτρώνει σε κάθε τετράγωνο και που απορρέει από τον καλλιτεχνικό ρεμβασμό ενός καλλιτέχνη, δεν σημαίνει πως είναι και θέατρο.

ΠΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΛΥΣΕΙΣ...

ΕΙΝΑΙ ΦΟΡΕΣ που νιώθουμε ότι ενώ θέλουμε να επιζητούμε διακαώς να δώσουμε λύσεις στα καθημερινά αινίγματα που υφαίνει η οικονομική και πολιτική διαπλοκή, μπροστά μας δυστυχώς ορθώνονται εξισώσεις, δηλαδή τύποι που είναι σύμβολα άλυτα. Κι όταν η καρδιά μπουκώνει, τότε το λογικό παίρνει πρωτοβουλίες και μας καλεί να πάψουμε πλέον να τρεφόμαστε με αυταπάτες, να αλλάξουμε πορεία και τακτική.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έτσι όπως έχει παγιωθεί ένα κυβερνητικό κατεστημένο, παράγεται αφειδώς καχυποψία και δολιότητα, ψεύδος και υποκρισία, εγωπάθεια και βουλιμία ανθρωποφαγική. Επειδή πρέπει να έχουμε απαραιτήτως ψύχραιμη κρίση, δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι επιβάλλεται να συνταχθούμε με την «αλήθεια» εκείνων που έχουν τα πόστα στο δημόσιο βίο. Δεν υπάρχει λόγος να γίνουμε συνένοχοι ενός ξεπεσμού που κατακερματίζει τον κοινωνικό ιστό και δημιουργεί νησίδες μοναχικών ανθρώπων, οι οποίοι παραδίδονται πλέον στα νύχια των κάθε λογής δημοκόπων.
Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι πλέουν στην επιφάνεια βιρτουόζοι του σαλταδορισμού, αγύρτες που ξέρουν να κολακεύουν, απατεώνες που ερωτοτροπούν με την αφέλειά μας. Έχουμε πνευματικούς ανθρώπους που καθεύδουν μακαρίως. Έχουμε πολιτικούς που αναμασάνε κοινοτοπίες και προσπαθούν να αχρηστέψουν τις ιδέες μας, να τις διαφθείρουν, να μας απελπίσουν.
Το ερώτημα είναι πού πάει η ελληνική κοινωνία; Πού τραβάει το καράβι δίχως καπετάνιο και με σκισμένα τα πανιά; Το ζήτημα για μας είναι να βρισκόμαστε σε εγρήγορση –τουλάχιστον– για να μη βρεθούμε κάποια στιγμή στη δυσάρεστη θέση να διαπιστώσουμε πως είναι πια πολύ αργά για κινήσεις διορθωτικές…
[Photo: Honoré Daumier, Le Wagon de troisième classe]

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΜΗΔΑΜΙΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩ με περίσκεψη την εκδοτική πλημμύρα και αναρωτιέμαι αν αυτό που συμβαίνει είναι μια ψευδαίσθηση! Με τα τόσα βιβλία που κυκλοφορούν αποφαίνεται κανείς ότι ο κόσμος διαβάζει, ότι η αγάπη για το βιβλίο δεν πεθαίνει, ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στο διάβασμα δεν ελαττώνεται ότι οι φιλαναγνώστες δεν ξεφυλλίζουν γυαλιστερά περιοδικά και φτηνά βιβλία τσέπης, ότι η τηλεοπτική οθόνη, η εικόνα και η επικεφαλίδα δεν θριαμβεύουν! Αλλά όμως δεν είναι έτσι… Δεν είναι η «κουλτούρα του καναπέ» που καταστρέφει την αγάπη για τα βιβλία, παρατηρεί ο John Keane στα «Μέσα επικοινωνίας και δημοκρατίας». Για ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ιδίως για τους κατοίκους των αστικών κέντρων που ανήκουν στα μεσαία στρώματα και έχουν κάποια μόρφωση, τα βιβλία και τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας δεν μπορούν να αλληλοϋποκατασταθούν. Και τούτο, γιατί εξυπηρετούν τελείως διαφορετικές λειτουργίες και αξιολογούνται ανάλογα. Υπάρχουν όμως κι άλλοι, που είναι καθηλωμένοι στα σπίτια τους και είναι πιο αδιάφοροι και για τα δυο αυτά μέσα, αλλά θεωρούν ότι η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα βιβλία έχουν περίπου ίση σημασία. Είναι και κάποιοι άλλοι που ξέρουν ότι η αγάπη τους για τα βιβλία είναι ζωντανή, αν και παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις στο χρόνο. Πάντως, ήθελα να πω ότι παρατηρείται μια κινητικότητα στον εκδοτικό χώρο και δεν είναι λίγοι εκείνοι που με ένα βιβλιαράκι πλασάρονται ως λογοτέχνες ή με κάποια σκουπιδοκείμενα διεκδικούν θέση στο πάνθεον της λογοτεχνίας μας. Ωστόσο, οι ρήσεις του Μποντριγιάρ λειτουργούν κατευναστικά: Η μοίρα όλων των πραγμάτων είναι να εμφανίζονται σαν απομιμήσεις. Τα τοπία σαν φωτογραφίες, οι γυναίκες σαν ερωτικό σενάριο, οι σκέψεις σαν γραφή, η τρομοκρατία σαν μόδα και μέσα επικοινωνίας τα γεγονότα στην τηλεόραση.
Αναρωτιόμαστε αν και ο ίδιος ο κόσμος δεν υπάρχει, παρά μόνο για να λειτουργεί σαν διαφημιστικό αντίγραφο κάποιου άλλου κόσμου…

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΛΙΑ

ΖΟΥΜΕ σε μια ατμόσφαιρα που δεν έχει μονάχα τον αέρα και το δηλητηριώδες νέφος, αλλά είναι και μια διάθεση γενικού εκβιασμού που απλώνεται κι αδυνατούμε να την αντιμετωπίσουμε. Και οι επιπτώσεις απ’ αυτό τον εκβιασμό είναι ποικίλες: Το κυριότερο είναι η τρομοκράτηση του πολίτη, ο οποίος στέκει ανήμπορος και αμήχανος μπροστά στο βομβαρδισμό των εικόνων και των λόγων της ραδιοτηλεοπτικής αγυρτείας.
Ο Σενέκας έλεγε ότι το να μπορεί κάποιος να σταματά, ν’ ακινητεί και να μένει με τον εαυτό του είναι ένδειξη πνεύματος ισορροπημένου. Αλλά όταν απουσιάζει η σφριγηλότητα και η σιγουριά για τον εαυτό μας, τότε βγαίνουμε στην αγορά και μπουρδολογούμε, δημιουργώντας ένα ανθρώπινο ψυχολογικό κράμα που δεν στηρίζεται στην ατομική πνευματική γεωγραφία, αλλά στις σχέσεις που δημιουργεί η ραδιοτηλεοπτική μυθολογία…
Ψάχνουμε να βρούμε μέχρι ποιου σημείου ο άνθρωπος έχει ιδιοσυστασία θηριώδη και μαζί μέχρι ποιου σημείου μπορούν να λειτουργήσουν για χάρη του κάποια ελαφρυντικά. Δεν υπάρχει σήμερα, πλέον, λόγος να θέτουμε ζητήματα ιδεολογίας και πολιτικής. Η κατάρρευση του εφαρμοσμένου μαρξισμού απελευθέρωσε πολλούς απ’ τους σημερινούς πολιτικούς που το είχαν βάρος. Όλα τα κακά τα φόρτωσαν στο μαρξισμό και στο σύστημα αξιών του και ησύχασαν. Αλλά τη μαζοποίηση του ανθρώπου δεν την επινόησε ο μαρξισμός, αλλά ο κυνικός καπιταλισμός.
Τώρα, θα μου πείτε, πού κολλάει αυτό! Να, τα ραδιοτηλεοπτικά αλλά και τα άλλα έντυπα μέσα (όχι όλα) επιζητούν, με τη σειρά τους, αυτήν ακριβώς τη μαζοποίηση. Δεν επιθυμώ να τα ισοπεδώσουμε ούτε να τα φορτώσω με αμαρτίες. Τα ΜΜΕ έχουν αποστολή ενημερωτική, ψυχαγωγική, παιδευτική. Αναρωτιόμαστε αν πράγματι την επιτελούν! Ή αν είναι βάθρα για τους πολυμήχανους βασανιστές μας…

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ


ΠΑΝΤΑ θα είναι επίκαιρο το ερώτημα, πολύ περισσότερο σήμερα που τα πράγματα «βράζουν», αν πρέπει ο πνευματικός άνθρωπος να στέκει στο περιθώριο της κοινωνικοπολιτικής ζωής.
Αναμφίβολα, η πεισματική περιθωριοποίηση σημαίνει ηθελημένη εκποίηση της ανεξαρτησίας του πνεύματος, που δήθεν θέλει να παρατηρεί από απόσταση τα τεκταινόμενα στην κοινωνία. Σίγουρα η επιλογή της ουδετερότητας παραπέμπει, εν πολλοίς, στη συμβατική υποκρισία.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ο κόσμος έχει ανάγκη από τη γνώμη των πνευματικών ανθρώπων, που έχουν τη δυνατότητα να ξεδιαλύνουν τα πράγματα και να ξεχωρίσουν το επιζήμιο από το χρήσιμο. Ο φωτισμένος πνευματικός άνθρωπος έχει την καθαρότητα (ή τουλάχιστον, πιστεύουμε ότι την έχει) στην καρδιά και στην ψυχή και το άσφαλτο κριτήριο των αξιών της ζωής. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί, το πείσμα, η εμπάθεια και η μικρότητα είναι βαθιά ριζωμένα και είναι αυτά που ορίζουν το ρόλο του κάθε πνευματικού ανθρώπου. Και ο ρόλος αυτός σήμερα μπαίνει σε κρίσιμη αμφισβήτηση αφού η παράμερη στάση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αλλοτριώνεται η πνευματική υπόσταση κάποιων προσώπων με αντίτιμο το κοντόφθαλμο συμφέρον που μεταφράζεται στο να πουληθούν περισσότερα βιβλία ή ζωγραφικοί πίνακες κ.λπ., το όνομα να διακινηθεί σε όσο γίνεται περισσότερα έντυπα και ακόμα πιο πολλά σαλόνια…
Με πίκρα κρατάμε στην αποθήκη των εμπειριών μας και μια ακόμη: ότι ο πνευματικός άνθρωπος εύκολα εξαγοράζεται! Και εξαγοράζεται όχι γιατί εξαπατάται αλλά γιατί εκούσια γίνεται όργανο των ορέξεων του επιδέξια «στημένου» κόλακα. Γίνεται όργανο και εκποιεί ή απεμπολεί όλα όσα δικαιώματα είχε και μια μακριά αλυσίδα, στο πέρασμα των αιώνων, πνευματικών ανθρώπων πάσχισαν να διατυπώσουν. Όλα αυτά τα δικαιώματα ο σημερινός πνευματικός άνθρωπος τα έχει αλλοτριώσει με το φτηνότερο αντάλλαγμα – να γίνει αποδεκτός στους κύκλους των πονηρών που ξέρουν να γοητεύουν και, τελικά, να εξανδραποδίζουν. Και να έλεγε κανείς ότι υπάρχει πείνα! Κάτι, δηλαδή, που θα δικαιολογούσε κάπως τα πράγματα, αφού ο λιμασμένος εξαγοράζεται για ένα κομμάτι ψωμί. Όμως, πείνα δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι η λάμψη του μετάλλου για να μην πούμε και του πλαστικού. Και βλέπουμε, δυστυχώς, τον πνευματικό άνθρωπο σήμερα να παραμένει απαθής θεατής μιας κοινωνίας που βράζει ή ακόμα να παρασύρεται σε δικαιοπραξίες εκποίησης όλων εκείνων των στοιχείων που, καλώς ή κακώς, πιστεύουμε ότι είναι κτήμα του: του ήθους και της ανεξαρτησίας της σκέψης. Αυτά τα χαρίζει, χωρίς αιδώ, σε ξεμυαλιστές υμνολόγους.
Την κρίση του πνευματικού ανθρώπου επιζητούμε. Την αναζητούμε και δεν τη βρίσκουμε. Ασφαλώς υπάρχει πληθώρα κριτικών «πνευμάτων», αλλά αυτό είναι δίχως σημασία, αφού ξέρουμε πόσο εύκολα μπερδεύεται στη μέση η προκατάληψη και ο καιροσκοπισμός, με αποτέλεσμα να πηγαίνει περίπατο η κρίση. Και αναρωτιόμαστε, γιατί να περιμένουμε από τον πνευματικό άνθρωπο ενεργό συμμετοχή στα τεκταινόμενα της κοινωνικοπολιτικής ζωής όταν ξέρουμε ότι η «ουδετερότητά» του είναι μια επιλογή που, κατά τα άλλα, θα άρμοζε σε μεταπράτες.
Κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πια αν η πνευματική θερμοκρασία της εποχής μας καθορίζεται και στοιχειοθετείται από τους πνευματικούς ανθρώπους ή από τους πολιτικούς ή από τους διαφημιστές. Ο αναχωρητισμός του πνευματικού ανθρώπου είναι ίσως πονηρότατος. Ωστόσο, αν το πνεύμα έχει αξιοπρέπεια, δεν επιτρέπεται σ’ εκείνους που το καπηλεύονται να το ταπεινώνουν κι από πάνω…
[Photo: Honoré Daumier, Gargantua]

"ΈΦΥΓΕ" Ο ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ - Ο ΦΑΙΔΩΝ ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν είχε σωθεί το καντηλάκι του. Όμως μια κακιά στιγμή ήρθε όταν κάποιοι υπάλληλοι της καθαριότητας του Δήμου Αθηναίων, σε μια λογομαχία έξω από τη Γραμματεία Τύπου, τον έσπρωξαν κι ο φίλος μας, ο Φαίδων Λεοντόπουλος έπεσε και χτύπησε. Στο νοσοκομείο του πρόσφεραν τις απαραίτητες βοήθειες, και πήγε σπίτι του. Εκ των υστέρων αναρωτιέμαι γιατί οι γιατροί τον άφησαν να φύγει και δεν έκαναν εξαντλητικές εξετάσεις! Την Τρίτη (6.2.2007), λοιπόν, το βράδυ, γύρω στις 10, φεύγοντας από τον Δεληολάνη (τα γράφω όπως μου τα ιστόρησε ο κοινός φίλος μας, ο Σταμάτης) στην Καλλιθέα και γυρίζοντας σπίτι του, περίπου στα εκατό μέτρα, ο Φαίδων δεν άντεξε - γονάτισε κι άφησε την τελευταία του πνοή στο δρόμο! Ήταν εμβολή... Όχι ρε γαμώτο, δεν έπρεπε. Καλός δημοσιογράφος, σοβαρός άνθρωπος, εξαιρετικός φίλος, σεμνός (αλλά και παθιασμένος) συνδικαλιστής με αξίες για τις οποίες πάλευε έντιμα και στα πλαίσια της δημοκρατικής ευπρέπειας. Ό,τι και να πούμε, τίποτε δεν μπορεί να απαλύνει την απώλεια! Θα μας λείψει ο Φαίδων... Κι όπως ξέρει ο καθένας, οι φίλοι μας και γενικώς οι δικοί μας άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ, εφόσον οι ζωντανοί τους μνημονεύουν!

Friday, February 23, 2007

ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΛΟΥΚΟ

Ευαγγελάτος προς Λούκο, για τον εξοστρακισμό του από το Ελληνικό Φεστιβάλ... Την έκπληξή του για τον εξοστρακισμό του Αμφι-Θεάτρου από τα φετινά Επιδαύρια με τις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, αλλά και για αθέτηση υπόσχεσης εκφράζει ο δημιουργός του και σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος με επιστολή του στον πρόεδρο του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργο Λούκο, την οποία δημοσιοποιεί και στον Τύπο. Ο κ. Ευαγγελάτος: * Θυμίζει ότι πριν από δεκαπέντε μήνες ο κ. Λούκος τού είχε ζητήσει να μη λάβει μέρος το Αμφι-Θέατρο στα Επιδαύρια του 2006, αλλά στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών (πράγμα που έγινε με τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη), με τη ρητή υπόσχεση ότι θα υπάρξει συμμετοχή του Αμφι-Θεάτρου στα Επιδαύρια του 2007. Του είχε τονίσει μάλιστα ότι «αυτή τη στιγμή έχω κλείσει δύο συγκροτήματα για το 2007, τη Φιλαρμονική Βερολίνου και το Αμφι-Θέατρο». Για να προσθέσει ότι κατέθεσε την αίτηση του Αμφι-Θεάτρου για το Φεστιβάλ του 2007 στις 11 Οκτωβρίου μνημονεύοντας «τη ρητή σας υπόσχεση, έχοντας εμπιστευθεί απολύτως το λόγο σας» και χωρίς να υπάρχει καμία διάψευση για τέσσερις μήνες μετά την αίτησή του. * Τονίζει το ξάφνιασμά του όταν την παραμονή της επίσημης ανακοίνωσης του προγράμματος του Φεστιβάλ πήρε μέσω φαξ γράμμα του κ. Λούκου όπου του εξηγούσε γιατί η συμμετοχή του δεν έγινε δεκτή. «Η βασική αιτία της απομάκρυνσής μας από την Επίδαυρο (πλην κάποιων αορίστων εκφράσεων "περί ανανεώσεως του προγράμματος και οικονομικών δυσχερειών")» είναι για «να δοθεί η δυνατότητα σε όσο το δυνατό περισσότερους νέους καλλιτέχνες να παρουσιάσουν τις προσπάθειές τους». * Ρωτάει ποιοι είναι οι νέοι καλλιτέχνες. Διότι πλην των τεσσάρων παραγωγών των τριών κρατικών θεάτρων οι μόνες παραγωγές του Φεστιβάλ είναι η επανάληψη της «Αντιγόνης» σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή και η όπερα του Κερουμπίνι «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου. «Και οι δύο σκηνοθέτες είναι συνομήλικοί μου», προσθέτει. Και αναρωτιέται: «Ποιο είναι το όραμά σας κ. Λούκο; Μια επανάληψη και μια όπερα; Τελικά τι μεσολάβησε μεταξύ της ρητής υπόσχεσής σας και της φετινής άρνησής σας;». Ο κ. Ευαγγελάτος στο τέλος θυμίζει και «κάτι πεζό», το ότι από την περσινή παράσταση των «Σφηκών» στο Ηρώδειο με εξαντλημένα όλα τα εισιτήρια, το Ελληνικό Φεστιβάλ οφείλει στο Αμφι-Θέατρο 38.000 ευρώ. [Ελευθεροτυπία, 23/02/2007]
Ο Ευαγγελάτος έχει δίκιο. Όποια δικαιολογία και να προβάλει το Ελληνικό Φεστιβάλ...

ΣΤΡΑΦΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ … (ή ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ;)


Μήπως απογοητεύτηκαν και στράφηκαν στο μυθιστόρημα οι περισσότεροι από τους συγγραφείς της ιστορικής εκείνης γενιάς που έδωσε τα πιο σημαντικά έργα, μετά τον Ιάκωβο Καμπανέλλη; Ο Ζιώγας και ο Χριστοδούλου (που έφυγαν απροσδόκητα), είχαν αρχίσει να γράφουν μυθιστορήματα.
Αλλά στην πεζογραφία έχουν στραφεί με επιδόσεις και οι Μάτεσις (Αφροδίτη, Ύλη Δάσους, Πάντα Καλά, Η Μητέρα του σκύλου, Ο Παλαιός των ημερών), Σκούρτης (Μια φορά ήταν ένας μόνος του, Ιστορίες με πολλά στρας, Το χειρόγραφο της Ρωξάνης, 7 παραμυθένιες ιστορίες, Το συμπόσιο της Σελήνης, Πήδημα θανάτου. Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας, Ο μπάτσος, Το παιχνίδι των 4 - με Μουρσελά, Σουρούνη και Τατσόπουλο, 1998), Μουρσελάς (Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά, Καλά είναι να συνηθίζει κανείς τα φαντάσματα, Το παιχνίδι των τεσσάρων - με Τατσόπουλο, Σκούρτη και Σουρούνη, Κλειστόν λόγω μελαγχολίας), Μάρκαρης (Νυχτερινό Δελτίο, Άμυνα ζώνης), Μανιώτης (Άγνωστος Στρατιώτης, Η Φοβερά Προστασία, Ορίστε τα Ρόδα, Μαμά, Το Ρεπερτόριο του Χειμώνα, Το Πονηρό Μονοπάτι, Το Ρεπερτόριο της Άνοιξης, Ο Packman θα τους Φάει Όλους, Το Ροζ και το Μπλε, Crazy Love, Το Άχρηστο Βιβλίο, Τα Σαντέ της Σαπφώς, Η Αδρεναλίνη... Πάντοτε Ψηλά!), Λαμπαδαρίδου (Πήραν την Πόλη, πήραν την..., Η Έκτη Σφραγίδα, Σώμα θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες, Με τη Λάμπα θυέλλης, Γκρίζα Πολιτεία, Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ, Νικηφόρος Φωκάς, τριλογία), Σαμουηλίδης (Kαραμανίτες, Mαύρη Θάλασσα, Χρονικό από την τραγωδία του Πόντου, Aκριτική Γενιά, Πέρα στην Aνατολή, Eφταπύργιο, Πολιτεία του Bορρά, Nησί του Διαβόλου, Στους Πέντε Aνέμους του Kαυκάσου, Tο Xρονικό του Kαρς, Βυζαντινός Εσπερινός, Στη Θεσσαλονίκη των Ζηλωτών, Μιθριδάτης ο Μέγας), Σιμιτζής (Ο γέρος, Τα διηγήματα της απαλάμης, Ο Καπιταλιστής, Γη και εραστές, Στοχασμοί του νυχιού, Ερωτες στην ομίχλη, Φύλαξέ μου τις παλιές φωτογραφίες, Αν αγαπάς, Δρόμοι της οργής), Τσικληρόπουλοςα απομνημονεύματα ενός εμβρύου, Οδύσσεια του Μήτσου, Ο βαρόνος, Μην ξεχάσω και δε γυρίσω, Επίσκεψη, Ερασιτέχνης Άνθρωπος, Η Δευτέρα Παρουσία Σε απευθείας μετάδοση)…
Το μυθιστόρημα έγινε η καταφυγή τους και ίσως περισσότερο από το θέατρο να βρήκαν την ανταπόκριση που προσδοκά ένας δημιουργός! Ο Χριστοφιλάκης (Το τέλος, Σιτιάρχης, Κερκεμέζοι, Ολονυχτία, Η σχόλη, Τσιρκολάνοι, Ρεβέκκα και Μάριος), και η Ριάλδη σταμάτησαν να γράφουν. Ο Αρμένης (Πρόβα, Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια, Το σόι, Ο τρομερός λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης, Βασικά… με λεν Θανάση, Ο Θείος ο Σάκης και το κόμμα, Τέσσερα πρόσωπα κι ο Θεός απ’ έξω) σκηνοθετεί και παίζει κι έχει αναλάβει τα βάρη ενός εγχειρήματος που αν του αφοσιωθεί (και σταματήσει να ρίχνει κλεφτές ματιές προς το Θέατρο Τέχνης, το οποίο πια έχει τραβήξει άλλο δρόμο…), θα βρει κάποια στιγμή και το χρόνο να ξαναγράψει.
Ωστόσο, και κάποιοι άλλοι συγγραφείς νεότεροι που άρχισαν να βηματίζουν κοντά τους ή σε δικό τους δρόμο, σιώπησαν, όπως οι Κωνσταντίνα Βέργου (Ο γάμος της Αντιγόνης), Ρούλα Γεωργακοπούλου, Χρήστος Δοξαράς (Νάιτ Κλαμπ), Αντώνης Δωριάδης (Ένα παράξενο απόγευμα), Ανδρέας Θωμόπουλος (Τα παιδιά του Κάιν, Νάσος), Περικλής Κοροβέσης (Επιχείρησις Ιουδίθ), Περικλής Κουκουβίνος, Θανάσης Κωσταβάρας (Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π.Ν. Πάστη), Δώρα Λιτινάκη, Βασίλης Μητσάκης (Παρθεναγωγείο Βόλου, Ό,τι φάμε ό,τι πιούμε), Σπύρος Παπαδογεώργος (Την άλλη Κυριακή), Γιώργος Παπακυριάκης (Σοφία Απέργη, Δατς ωλ, Η σφήκα), Πάρις Τακόπουλος (Εγκεφαλικά επεισόδια, Ψαρόσουπα, Λαχματζούν), Γιώργος Χαραλαμπίδης (Κιλελέρ). Ο Νίκος Περέλης (Η μοναξιά των σκουληκιών, Η Μπόμπα, Η μικρούλα η φελάχα Γιουλαλάμ), μετά την περιπέτεια της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, συνεχίζει με σκηνοθεσίες αλλά προσφάτως παρουσίασε και το καινούργιο του έργο με τίτλο Το τελευταίο μήνυμα.
Ο Γιάννης Λυρίτης (Το ρολόι, Οι επισκέπτες) θα μπορούσε να έχει μια καρποφόρα συνέχεια, αφότου πήρε σύνταξη, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος (ευτυχώς που ο Κ. Γεωργουσόπουλος του έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο στα Νέα, γιατί αλλιώς μάλλον δεν θα το μαθαίναμε).
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση θεατρανθρώπου που αναλώθηκε περισσότερο στη θεατρική πράξη σκηνοθετώντας και που έγραψε κάποια θεατρικά έργα (Η δίκη των Έξι, Η μάχη της Αθήνας, Η Αθήνα μετά τη βροχή) που υπηρετούσαν τους στόχους του ως στρατευμένου διανοούμενου, και βεβαίως, τα τελευταία χρόνια βάρυνε η ιδιότητα του πεζογράφου (Φιλμ Νουάρ, Πέτρος Δαρζέντας, Πύλη, Φονικά, Λάμδα, Η Μύηση – της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας)… Το θέμα είναι αν η παραγωγή των πιο νεότερων θεατρικών συγγραφέων μπορεί να ισοσκελίσει την απουσία των όσων παραπάνω αναφέρονται. Δεν γίνεται, φυσικά, καμιά σύγκριση…

ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ


Μήπως τώρα που άλλαξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο πρέπει η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων να εξετάσει εκ νέου τη στάση της απέναντι στο πρώτο θέατρο της χώρας κι επιπλέον να στείλει έναν "καθαρόαιμο" θεατρικό συγγραφέα να την εκπροσωπήσει στο διοικητικό συμβούλιο; Δεν λέω ότι ο συνθέτης κ. Κατσαρός έχει προβλήματα ο άνθρωπος. Απλώς θεωρώ ότι πρέπει να πάει κάποιος θεατρικός συγγραφέας που να έχει λόγο και να υπερασπίζεται με σθένος το (νεο)ελληνικό θεατρικό έργο. Δεν θέλω να είμαι μάντης κακών αλλά φοβάμαι ότι θα συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, όπως και επί (αειμνήστου) Κούρκουλου. Θα πηγαίνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής στο Δ.Σ. θα ανακοινώνει όσα θα έχει αποφασίσει και το Δ.Σ. θα επικυρώνει.
Αν τα μέλη του Δ.Σ. δεν θέλουν να είναι "γλάστρες", τότε είναι ανάγκη να κινητοποιηθούν. Αν και πιστεύω ότι το θέατρο γενικώς είναι "ενός ανδρός αρχή" (θαρρώ πως το έχει πει σε μια συνέντευξή του ο Σπύρος Ευαγγελάτος)... Τέλος πάντων, θέλω να πω ότι οι φίλοι μας Συγγραφείς θα πρέπει να σταματήσουν τον "κλεφτοπόλεμο" μέσω του Δελτίου τους και να οργανώσουν τη δράση τους για την προώθηση του νεοελληνικού έργου. Τι έκαναν όταν ο Χουβαρδάς (που επιχορηγείται ως Θέατρο του Νότου) πλουσιοπάροχα, για να δικαιολογήσει την "υποστήριξή" του στο νεοελληνικό έργο, καλούσε συγγραφείς και τους ζητούσε ένα έργο για να διαβαστεί σε "αναλόγιο"; Ας ελπίσω ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και στο Εθνικό Θέατρο! Αντί να παίζονται νεοελληνικά έργα, θα διαβάζονται σε "αναλόγιο" κι αν το κοινό ανταποκρίνεται, τότε θα παίρνουν το δρόμο για τη σκηνή!

ΥΓ. Μήπως θα έπρεπε οι αγαπητοί συγγραφείς να σταματήσουν και τον "πόλεμο" που έχουν ανοίξει με τον δημοσιογράφο Γιώργο Σαρηγιάννη; Ο Σαρηγιάννης είναι από τους ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, συντάκτες τού (εν γένει) πολιτιστικού ρεπορτάζ που αγαπάει τη δουλειά του, γνωρίζει το αντικείμενό του και... ας μου βρουν ένα δημοσιογράφο που να έχει δει τόσες θεατρικές παραστάσεις όσες αυτός. Είναι απλή αριθμητική: ο Γιώργος γνωρίζει όσο λίγοι το θέατρο και δεν πρέπει να του αμφισβητεί κανείς τις προθέσεις. Σε τελευταία ανάλυση όταν δεν κάνει ρεπορτάζ, γράφει τις απόψεις του κι έχει κάθε δικαίωμα γι' αυτό. Λοιπόν, χρειάζεται... ειρήνη για χάρη του θεάτρου! Ο εχθρός δεν είναι ο Σαρηγιάννης...

TΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΡΓΟ!


ΛΕΝΕ πολλοί ότι δεν υπάρχουν καλοί Έλληνες συγγραφείς και γι’ αυτό παρατηρούμε ότι πολλά θέατρα στρέφονται σε ξένο ρεπερτόριο. Ωστόσο, παγιώνεται μια παλιά υποψία μας ότι αυτό κρύβει μάλλον τις αδυναμίες των «ερευνητών», παρά την αδυναμία της πραγματικότητας. Από τη μια έχουμε την πασίγνωστη δυνατότητα 4-5 θεάτρων μας να ανακαλύπτουν συχνά ελληνικά έργα κι από την άλλη, αυτούς που δεν βρίσκουν ποτέ! Μα για να βρεις ένα καινούργιο θεατρικό έργο, χρειάζεται καταρχήν θεατρική ωριμότητα να μπορέσεις να το κρίνεις.
Το ξένο, βέβαια, το βρίσκεις έτοιμο, έχει δοκιμαστεί αλλού, έρχεται με επαίνους, κριτικές και τα τοιαύτα. Εσύ για την τύχη του δεν φέρεις καμιά αξιοκρατική ευθύνη. Αντίθετα, αν δεν βγει καλό, φταίνε οι κριτικοί που δεν το προώθησαν ή το κοινό που δεν το κατάλαβε… Για το άπαιχτο όμως που, κατά κανόνα, αν όχι πάντα, είναι ελληνικό; Τα θεατρικά μας σχήματα, πλην 4-5, δεν έχουν αυτή την ικανότητα! Φοβούνται την επιλογή τους, το δυνητικό θεατρικό σφάλμα, την (καμιά φορά, καθόλου αθώα) κατακραυγή, και το ξορκίζουν!
Ένας δεύτερος λόγος είναι η θεατρική φήμη του συγγραφέα, ένας τρίτος το κοινό που «φέρνει», ένας τέταρτος η δημοσιογραφική του υποστήριξη, ένας πέμπτος το ποσοστό που πρέπει να πληρωθεί στους δικούς μας συγγραφείς και πάει λέγοντας… Και αντί αυτού; Η ευκολότερη λοιδορία. Χιλιοδοκιμάζεται, ας πούμε, μέχρις ορίων ο Γκολντόνι – που τον ξέρουμε ακόμη κι από τις δραματικές σχολές μας, ή ο Ξενόπουλος, ή ο Σέξπιρ, το άλλο σίγουρο χαρτί. Ή ο Τσέχοφ με τον Πίντερ. Η τεσταρισμένη, δηλαδή, συνταγή – ακόμη και από τα επαρχιακά μας ΔΗΠΕΘΕ! Γι’ αυτό τα κάναμε, για να φοβούνται το ελληνικό έργο; Το ζήτημα όμως είναι πως κάλλιστοι είναι και οι κλασικοί, δικοί ή ξένοι. Η ένσταση προβάλλεται για διάφορα προϊόντα ξένων και πολλές φορές άγνωστων θεατρικών συγγραφέων που ασχολούνται με θέματα που δεν αγγίζουν κανέναν και τίποτα!
Αυτές οι χιλιοανεβασμένες και χιλιοπαιγμένες επιλογές, για να μην πούμε κραυγαλέες μετριότητες, που τίποτα το καινούργιο δεν φέρνουν και σιτίζουν τον λαό μας με αέρα κοπανιστό, δεν τιμούν κανέναν και δεν απαλλάσσουν κανέναν από τη φοβερή υποψία του θεατρικού μας κενού… Μήπως οι υπόλοιποι εκατό, περιμένουν πάλι αυτούς τους 4-5 να ανακαλύψουν κάποιον καινούργιον, για να τον αναζητήσουν εκ του ασφαλούς μετά κι εκείνοι, κάνοντας δήθεν πρωτοπορία; Εσείς τι λέτε;
Διαβάσαμε στο φυλλάδιο της ΕΕΘΣ κι ένα σημείωμα του Γιώργου Χασάπογλου (που έκανε μια επιτυχημένη επανεμφάνιση στο Θέατρο Τέχνης με το Μωβ Δωμάτιο), όπου έγραφε ότι του τηλεφώνησε η ιδιαιτέρα ενός θιασάρχη (ο οποίος προφανώς επιχορηγείται πλουσιοπάροχα), ζητώντας του νέο έργο για… αναλόγιο! Αμ, δεν το καταλάβατε ότι έτσι ο εν λόγω θιασάρχης ξεμπερδεύει με την υποχρέωση ανεβάσματος ελληνικού έργου; [το παραπάνω κείμενο αναδημοσιεύεται από τα "Δρώμενα" που σύντομα θα κυκλοφορήσουν]

Για το ΠΑΣΟΚ κι έναν... Καρούζο!

Είναι αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ μερικές φορές συμπεριφέρεται σα να μην υπάρχει. Βγήκε ο Γιώργος στη Βουλή, τα είπε, είπαμε κι εμείς ότι είναι καλός και μετά αναπαυθήκαμε στις πολυθρόνες μας. Στο μεταξύ, τα μέσα ενημέρωσης συνεχίζουν την τακτική τους και λειτουργούν στυγνά επιχειρηματικά, αλλά σε καμιά περίπτωση τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται με εκείνα του ΠΑΣΟΚ και του λαού. Ωστόσο, ο λαός δέχεται καθημερινά καταιγιστικά πυρά με τα σκουπίδια της ελληνικής τηλεόρασης - κρατικής και ιδιωτικής - που συστηματικά παραπληροφορούν. Βαρεθήκαμε πια να ακούμε ότι οι δημοσκοπήσεις βγάζουν "μπροστά" τη Νέα Δημοκρατία και "καταλληλότερο" τον Καραμανλή. Κι όλοι στρέφουμε το βλέμμα προς τη Χαριλάου Τρικούπη μπας και πεταχτεί κανένας λαγός!
Κάποια στιγμή διαβάσαμε ότι ο νέος Γραμματέας, ο Νίκος Αθανασάκης (αγωνιστής, πιστός στις αρχές του Κινήματος - του αναγνωρίζω πολλά, μόνο που ο ίδιος δύσκολα αναγνωρίζει τους... άλλους!) θα κάνει τούτο ή εκείνο προς την κατεύθυνση της οργανωτικής ανασυγκρότησης του κινήματος και γελάμε. Εδώ έχουν ξεπαστρέψει όλο το δυναμικό του ΠΑΣΟΚ (από την εποχή Σημίτη) και είναι να απορεί κανείς σε ποιους απευθύνονται! Πριν λίγο καιρό καθώς έψαχνα την ιστοσελίδα του Παπανδρέου, είδα ότι υπάρχει και ένα κεφάλαιο με βιβλία που υποτίθεται είναι "προτεινόμενα". Αλλά ας παραθέσω το σχετικό ιστορικό:

Με χαρά διαπίστωσα μια μέρα ότι στην ιστοσελίδα του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργου Παπανδρέου, υπάρχει και μια ενότητα για το βιβλίο. Δεκάδες βιβλία έχουν επιλεγεί και προτείνονται στους επισκέπτες της ιστοσελίδας. Χάρηκα και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να στείλω και το δικό μου βιβλίο που κυκλοφόρησε προσφάτως (την άνοιξη του 2006) από τις εκδόσεις Άγκυρα. Βέβαια, δεν ήταν ξεκάθαρο στην ιστοσελίδα πώς μπορεί κανείς να επικοινωνήσει κι ούτε αναφερόταν το όνομα κάποιου υπευθύνου. Τέλος πάντων, την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2006, έκανα το λάθος κι έστειλα το εξής e-mail:
Κάνοντας την περιδιάβασή μου στην ιστοσελίδα, σταμάτησα και στα βιβλία που επισημαίνετε (και προτείνετε;). Προσωπικά μπορεί να διαφωνώ αλλά δέχομαι τις απόψεις εκείνου που έκανε τις επιλογές των βιβλίων. Θα ήθελα όμως να ξέρω ποιος είναι! Υπάρχει ένα άτομο που κάνει τις επιλογές ή μια ομάδα; Είναι επίσης μια ιστοσελίδα δυστυχώς δυσανάγνωστη. Δηλαδή, αν κάποιος θέλει να στείλει ένα βιβλίο ή να προτείνει, πώς θα το κάνει; Εν πάση περιπτώσει, θα επιθυμούσα να σας στείλω και το δικό μου βιβλίο (ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΥΨΕΙΣ ΠΑΡΑ ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ, εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ), ένα βιβλίο που παρουσιάστηκε με επιτυχία στη Στοά του Βιβλίου από τον ΠΕΤΡΟ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, τον ΘΑΝΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ, τον ΝΙΚΟ ΜΕΓΓΡΕΛΗ, και τον ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ. Έχει δεχθεί καλές κριτικές, αλλά... αλίμονο, δεν ξέρω πώς να σας το στείλω και σε ποιον! Φιλικά, Νίκος Λαγκαδινός
Η απάντηση του «υπευθύνου της ιστοσελίδας www.papandreou.gr» και μέσα στο πλαίσιο της «Επικοινωνίας με τους πολίτες» (ή όπως θα διαπιστωθεί παρακάτω, των «Μονολόγων με τους πολίτες») ήταν η εξής:
Φίλε Νίκο, "... Όλα ξεκινούν από μια οφθαλμαπάτη. Η ζωή βρίσκεται εκεί όπου οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι θεατρίνοι και ακόμη κάποιοι άλλοι, έχουν μια δραστηριότητα τέτοια που όλοι την φαντάζονται σαν την πεμπτουσία της ύπαρξής μας. Οι ιστορίες του βιβλίου ξεδιπλώνονται μέσα στα όρια που καθορίζονται από τους νόμους της πολιτικής, της δημοσιογραφίας, και του θεάτρου...". Σωστά;;; Το βιβλίο κυκλοφόρησε Γενάρη 2005, πολύ νωρίτερα από όταν εμείς ξεκινήσαμε αυτή την προσπάθεια.
Δεν ζητήσαμε από κανένα να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Ούτε θα δίνουμε εξηγήσεις για το ποιός κάνει τις επιλογές, πως γίνονται οι επιλογές, πως λειτουργούμε κλπ. αυτά είναι απαρχές λογοκρισίας. Προτάσεις κάνουμε, σωστές ή λάθος εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός. Δεν υποχρεώνουμε κανένα να τις αποδεχθεί και προτάσεις μπορούν να γίνουν μέσα από αυτή τη δίαυλο επικοινωίας. Αν θα γίνουν αποδεκτές είναι ένα άλλο θέμα και δεν θα μπούμε στη λογική του να λογοδοτούμε για τις επιλογές μας. Αυτές είναι οι προτάσεις μας και κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να τις αποδεχθεί, αν δεν του κάνουν τις αφήνει. Φιλιά, Γιάννης Καρούζος, Υπεύθυνος site www.papandreou.gr Και συγγνώμη, φιλικά βέβαια και όχι φιλιά, πολλά παθαίνει εις τη ρήμην του ρηματικού λόγου! ΓΚ
Έμεινα… κάγκελο από το ύφος και το ήθος της απάντησης. Θαυμάστε ύφος, και ειδικά τις αράδες που χρωμάτισα με κόκκινο. Άραγε αυτό υποδηλώνει και το ήθος των νέων ανθρώπων που έφερε ο Γιώργος στο ΠΑΣΟΚ;

Ακολουθεί από την πλευρά μου η παρακάτω ανταπάντηση: Κύριε Γιάννη Καρούζε, όλοι κρίνουμε και κρινόμαστε! Το ύφος της απάντησης υποκρύπτει έρποντα φασισμό, κάτι που δεν έχει σχέση με τις αρχές του ΠΑΣΟΚ. Μια παρατήρηση μόνο: το βιβλίο κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2006 και παρουσιάστηκε στις 16 Μαΐου του ίδιου χρόνου (δηλαδή, φέτος). Εκείνο που "σηκώνει" συζήτηση είναι πως η ιστοσελίδα στην οποία είσαι "υπεύθυνος" δεν σου ανήκει και θα έπρεπε να σκεφτείς πολύ πριν απαντήσεις με τον επηρμένο τρόπο που απάντησες, διότι δεν εξέθεσες τον εαυτό σου αλλά τον Πρόεδρο. Και βέβαια είσαι υποχρεωμένος να λογοδοτείς - όχι σε μένα προσωπικά, αλλά σε όλους όσοι έχουν ή δεν έχουν σχέση με το ΠΑΣΟΚ. ΕΣΥ ποιος νομίζεις ότι είσαι; Εγώ είμαι ο Νίκος Λαγκαδινός (φρόντισε να μάθεις...). Αλλά ούτε αυτό έχει σημασία, διότι θα μπορούσε να ήταν ένας οποιοσδήποτε πολίτης με τις ίδιες απορίες. Είναι αυτονόητο ότι πλέον δεν επιθυμώ να συμπεριληφθεί το βιβλίο μου στην ιστοσελίδα σας. Έκανα λάθος. Ζητώ ταπεινά συγνώμη που σας ενόχλησα. Νίκος Λαγκαδινός ΥΓ. Άσκηση γραμματικής: "ρύμη [και όχι ρήμη] η (ρέω), ορμή, φορά. εν τη ρύμη του λόγου, καθ' ον χρόνον ομιλεί τις ταχέως (Δημητράκου: Νέον Λεξικόν κ.λπ.) Κι ακόμη: ρηματικός, ο προφορικώς διατυπούμενος. Αυτά. Οι κουβέντες σου δεν ήταν προφορικές αλλά γραπτές! Idem
Και σαν συνέχεια έστειλα και το παρακάτω:

Κύριε Καρούζε, και κάτι ακόμη: Είναι βέβαιο ότι το βιβλίο μου δεν το έχεις διαβάσει. Απλώς, μπήκες στην ιστοσελίδα της Άγκυρας και πήρες το απόσπασμα. Εκτός βέβαια κι αν το διάβασες στο ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΓΕΙΑΣ της κυρίας Μεϊμαρίδη... [που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προτάσεων της ιστοσελίδας του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ]. Νίκος Λαγκαδινός
Με κάτι τέτοιους σαν τον "κάποιο" κύριο Καρούζο (αν ο πατέρας του λχ. ήταν μεγαλογιατρός", αυτό δεν σημαίνει ότι κι ο ίδιος μπορεί να είναι "μεγαλοστέλεχος" και να λειτουργεί κατ' αυτό τον τρόπο) ο Γιώργος Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ θα πάνε μπροστά!
Πάντως πρέπει να αναγνωρίσω στον Γιώργο ότι πέτυχε διάνα με την επιλογή του
Πέτρου Ευθυμίου στη θέση του "εκπροσώπου". Έχει αναγνωριστεί η γενική του παιδεία, η γνώση του χώρου των μέσων ενημέρωσης και, τελικά, είναι ένας υπεύθυνος πολιτικός, σοβαρός και ικανός να αντιπαρατεθεί στη Δεξιά. Θυμάμαι την ομιλία του στη Βουλή που χαροποίησε πολλούς. Εν πάση περιπτώσει εγώ προσωπικά εναποθέτω ελπίδες στον Πέτρο. Και του εύχομαι η θητεία του να είναι νικηφόρα!

Tuesday, February 20, 2007

Ο ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ...


Σήμερα, 20 Φεβρουαρίου 2007 (και όχι 2006 όπως σημειώνεται στο Δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού), ο Υπουργός Πολιτισμού Γιώργος Βουλγαράκης ανακοίνωσε ότι νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου είναι ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Ο Υπουργός μιλώντας για τον Γ. Χουβαρδά, τόνισε ότι: έχει αποδεδειγμένες διοικητικές ικανότητες και μπορεί να ηγηθεί ενός μεγάλου οργανισμού όπως το Εθνικό Θέατρο, είναι άνθρωπος της νεότερης γενιάς, ο οποίος θα λειτουργήσει χωρίς καλλιτεχνικούς αποκλεισμούς, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Εθνικού Θεάτρου, η διεθνής εμπειρία του είναι ένα ακόμα εχέγγυο για την ανάληψη της ηγεσίας του Εθνικού Θεάτρου.

Ο υπουργός επεσήμανε, επίσης, ότι: ο Χουβαρδάς θα αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του μόλις ολοκληρωθεί και τυπικά η νομική διαδικασία του διορισμού του, και αφού αποδεσμευτεί από τις ανειλημμένες καλλιτεχνικές υποχρεώσεις του στο εξωτερικό και μέχρι τότε, θα παρακολουθεί και θα ενημερώνεται για όλα τα θέματα του Εθνικού Θεάτρου.

Και με το Θέατρο του Νότου (Θέατρο Αμόρε) και λοιπά, και λοιπά, τι θα κάνει ο κ. Χουβαρδάς; Τέλος πάντων, ο Βουλγαράκης υπουργός είναι όποιον θέλει διορίζει. Αλλά εγώ έκατσα κι έγραψα με αφορμή τον Χουβαρδά κάποια πράγματα σχετικά με τις επιχορηγήσεις... Για τα υπόλοιπα, στην πορεία...

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ή ΠΟΙΟΣ ΞΕΧΑΣΕ ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΤΙΣ ΒΡΥΣΕΣ!

O δημοσιογράφος Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης (έγραψε στα Νέα, 25/5/2006, ότι το Θέατρο του Νότου «μετράει», κατά τη γνώμη του, «έξι απ’ τις καλύτερες παραστάσεις της χρονιάς») ρώτησε: Στις τελευταίες συνεντεύξεις σας δείχνατε ιδιαίτερα απαισιόδοξος και μιλούσατε για επικρεμάμενη απόφαση να κλείσετε το «Θέατρο του Νότου». Το σκεφτόσασταν σοβαρά ή ήταν λίγο «ηθικός εκβιασμός»;
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς, ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου του Νότου, απάντησε: «Το πίστευα. Και θα το κάνω αν οι εξαγγελίες για τις επιχορηγήσεις δεν υλοποιηθούν όπως εμείς οραματιζόμαστε. Χωρίς να εκληφθεί, παρακαλώ πολύ, ως προειδοποίηση προς κανένα. Αλλά αυτό το θέατρο χρειάζεται να έχει μια οντότητα οικονομική…». («Tο θέατρο δεν γίνεται να υπάρξει ως μαγαζάκι». Ο Γιάννης Xουβαρδάς και ο Θωμάς Mοσχόπουλος για τα 15 χρόνια του «Θεάτρου του Nότου». Δεκαπέντε χρόνια έκλεισε το «Θέατρο του Nότου». Που αναγγέλλει ένα ρεπερτόριο οκτώ παραστάσεων για την επόμενη σεζόν. Τα Νέα, 17/6/2006).
Επειδή εμείς πληρώνουμε, ας ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία των επιχορηγήσεων, σε ό,τι αφορά το Θέατρο του Νότου. Θα έχουμε τα παρακάτω στοιχεία: 198 εκατ. (τριετής σύμβαση, 1997-1998), 90 εκατ. (2001-2002), 90 εκατ. (2002-2003), 290.000 ευρώ (2003-2004), 290.000 ευρώ (2004-2005)… Δηλαδή, 575.635.000 δρχ. ή 1.689.317,681 ευρώ για την περίοδο 1997-2005! Χρειάζεται καμιά φορά να παίρνει το λόγο ο δάσκαλος της αριθμητικής για να εξετάζει αν τα αριθμητικά προβλήματα λύνονται με τους κανόνες των μαθηματικών. Ας σιωπήσουν ο ευπαθής αναγνώστης και ο ευσυγκίνητος θεατής, παραμένοντες στο ρόλο του οπαδού ή του θαυμαστή. Οι συνιστώσες του πολιτισμού έχουν και αριθμητικές αναφορές και πρέπει να σταθμίσει κανείς τις καταστάσεις.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να διατηρεί το όραμά του και να το τροφοδοτεί, θυσιάζοντας ενδεχομένως και δικές του, προσωπικές ελευθερίες. Όμως όλοι, κι ο καθείς ξεχωριστά, έχουν τοποθετηθεί σε διαφορετική σκοπιά και η αντίληψη για την τέχνη και τη ζωή πειθαρχεί στην προσωπική σκοπιμότητα. Λοιπόν, η επιδοκιμασία και η αποδοχή δεν σημαίνει αυτομάτως ότι το κράτος ανοίγει τις βρύσες των εκατομμυρίων και τις ξεχνά ανοιχτές!

ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ;

Η φιλολογία για τις επιχορηγήσεις στα θέατρα πρέπει κάποτε να τελειώσει! Έχει πλέον «θεσμοθετηθεί» για κάποια θεατρικά σχήματα η δια βίου οικονομική επιδότηση. ΓΙΑΤΙ;
Είναι θλιβερό να διαβάζουμε κάθε τόσο τις ιερεμιάδες κάποιων σκηνοθετών (που είναι και θιασάρχες) για την ολιγωρία του υπουργείου Πολιτισμού και του κράτους και τις απειλές κ.λπ. Και οι διάφοροι δημοσιογράφοι να γράφουν τα ίδια και τα ίδια για την κρατική θεατρική πολιτική που την περιχαρακώνουν μονάχα στις επιχορηγήσεις. Ας μην προτρέξουν οι έξυπνοι! Είμαι ξεκάθαρα υπέρ μιας πολιτικής που θα στηρίζει τις τέχνες. Δεν υιοθετώ όμως, σε καμιά περίπτωση, αυτή την ασύστολη εκροή χρήματος. Αν δεν μπορεί ένα θεατρικό σχήμα να τα βγάλει πέρα, δεν θα βγούμε και στο Σύνταγμα να κάνουμε διαδήλωση!
Τα ΔΡΩΜΕΝΑ παλιότερα διέθεταν σχεδόν τρεις χιλιάδες αντίτυπα και κάποια στιγμή δεν άντεξαν οικονομικά κι έκλεισαν. Δεν βγήκα στην αγορά να κλαψουρίζω επειδή το κράτος δεν με στηρίζει για να κάνω το κέφι μου. Αυτή η στάση ότι δήθεν επιτελούμε ιεραποστολικό έργο πρέπει κάποτε να τελειώσει. Το κράτος να στηρίξει μια χρονιά, δυο χρονιές, τρεις χρονιές κι από εκεί και πέρα εάν αποδειχθεί ότι το κοινό σε στηρίζει, ας κρατηθείς στα πόδια μόνος σου. Το κράτος θα πρέπει να βοηθήσει κι άλλους.
Όλοι έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν. Είναι απαραίτητη η δικαιοσύνη. Δεν μπορεί κάποιοι να έχουν την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος και κάθε χρόνο να διεκδικούν! Δηλαδή, κάποια σχήματα που επιδοτούνται κάθε χρόνο ή έχουν ειδικές συμβάσεις, έχουν μετεξελιχθεί σε γραφειοκρατικούς φορείς που απομυζούν από τον κρατικό κορβανά και νομίζουν ότι κάνουν και το καθήκον τους απέναντι στην ελληνική θεατρική παραγωγή οργανώνοντας θεατρικά αναλόγια! Έλεος… Κάποια στιγμή θα βγάλω συγκεντρωμένα και χρήματα και φορείς (θεατρικά σχήματα) και τα ξαναλέμε.

Monday, February 19, 2007

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΡΓΟ Κ.ΛΠ.




Το κείμενο που ακολουθεί το είχα ετοιμάσει πριν από καιρό και πριν ο Νίκος Κούρκουλος «φύγει». Είτε γράψω ύμνους είτε όχι, αυτό δεν θα έχει και μεγάλη σημασία, αφού σε όλα τα έντυπα αποτυπώθηκε η θλίψη για τον πρόωρο χαμό του ανθρώπου που η πολιτεία τον τίμησε, διορίζοντάς τον επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου. Και μάλιστα η υμνολογία πλημμύρισε τις σελίδες εφημερίδων και περιοδικών αλλά απασχόλησε και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Ιδού, λοιπόν:
Και να θέλει κανείς να αγνοήσει όσα λέγονται και γίνονται στο ελληνικό θέατρο, δεν μπορεί να αποφύγει την παρέμβαση. Η ώρα είναι ανοιχτή και η σιωπή είναι εκ του πονηρού, για να μην πούμε ότι τις περισσότερες φορές δεν είναι χρυσός αλλά… μπρούντζος! Δηλαδή, μη μιλάς γιατί κάποτε μπορεί να χρειαστεί να παιχτεί έργο σου στο Εθνικό ή να κάνεις μια σύμβαση και να παίξεις ή αν είσαι δημοσιογράφος να σου χαμογελάσει η διοίκηση κ.λπ. Δεν έχουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε κάποιον. Απλώς, νιώθουμε να εξαπολύεται λάσπη από δω κι από κει. Όλοι λερώνονται! Έχει δίκιο ο Κούρκουλος ή ο Λαζαρίδης;
Εμείς αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι πνευματικοί άνθρωποι και οι καλλιτέχνες δεν δημιουργούν φτήνια και ασχήμια ούτε κρατούν το κεφάλι τους κάτω από το επίπεδο της μάζας. Μας ενδιαφέρει η αλήθεια που πάντοτε δικαιώνει την ιστορία. Είπε «ο καλλιτεχνικός διευθυντής της πρώτης κρατικής σκηνής, Νίκος Κούρκουλος», σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία: «Ο κ. Λαζαρίδης είναι ένας άνθρωπος που γαβγίζει. Δεν μ’ ενδιαφέρουν όμως εμένα τα γαβγίσματα. Τα βλέπω και γελάω». Τα παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά που διαβάζουμε. Αλλά ποιος δεν ξέρει και δεν νιώθει ότι η ελευθερία είναι αναβαθμός πολιτισμού! Όμως η ελευθερία των λόγων οδηγεί μερικές φορές στη βιομηχανία παραγωγής των μέσων για την εξόντωση του άλλου…
Ο κ. Λαζαρίδης είναι πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και γι’ αυτό τον τιμούμε. Δεν θα κρίνουμε εδώ την συγγραφική του προσφορά στο ελληνικό θέατρο ή στον ελληνικό κινηματογράφο (που τέλος πάντων, είναι αρκετά σημαντική) αλλά γνωρίζουμε ότι σήμερα μάχεται σθεναρά υπέρ του ελληνικού έργου και γι’ αυτό οι συνάδελφοί του θεατρικοί συγγραφείς τον έκαναν πρόεδρο. Άλλωστε επικαλείται –και καλά κάνει– τον ιδρυτικό νόμο το Εθνικού Θεάτρου. Νιώθει κανείς ότι περισσότερο και από την εποχή εκείνη της ίδρυσης του Εθνικού, δηλαδή το 1930, σήμερα είναι αναγκαία η υποστήριξη του ελληνικού έργου. Εδώ κινδυνεύουμε να χάσουμε τη γλώσσα μας από την εισβολή και επικράτηση της αγγλικής γλώσσας και των ξένων ηθών και όμως δεν υπάρχει από πουθενά αντίσταση! (Εντάξει, μην αρχίσουμε τώρα να μιλάμε για πολυπολιτισμικότητες και τα τοιαύτα – το κρατάμε για την επόμενη)…
Μπορεί, λοιπόν, να ηχεί μονότονα η επίκληση στο φιλότιμο κάποιων για το ελληνικό έργο, όμως το ελληνικό θέατρο είναι ένας κηπάκος από πρασινάδες και οπωροφόρα δέντρα, άντε και πλατάνια και έλατα και πεύκα, ένας κηπάκος μέσα στον οποίο είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να φυτρώσουν εκείνα τα φυτά (τεϊόδεντρα) απ’ όπου παράγεται το τσάι! Κι αν παραιτηθούν οι ίδιοι οι θεατρικοί συγγραφείς από τα δικαιώματά τους, θα πρέπει όλοι όσοι αγαπούν το ελληνικό θέατρο να το υπερασπιστούν!

Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΜΕ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕ!



Καλώς ή κακώς η περίπτωση της κυρίας Άννας Κοκκίνου μας αφορά. Και τούτο διότι ως φορολογούμενοι πολίτες καταθέτουμε τον οβολό μας για να ενισχύονται οι δημιουργοί και να παράγουν έργο. Αυτό είναι μια άλλη πικρή ιστορία. Η κυρία Κοκκίνου, λοιπόν, είτε ως άτομο είτε ως «Σφενδόνη», ανήκει στην κατηγορία εκείνων των θεατρικών ομάδων ή θεάτρων ή ατόμων που επιχορηγούνται από το υπουργείο Πολιτισμού. Δεν είχα άλλο βήμα για να απευθύνω αυτό το λόγο κι ούτε πιστεύω ότι πρέπει να απασχολεί κανείς τις στήλες των εφημερίδων, όπως τις απασχολεί η κυρία Κοκκίνου προβάλλοντας κάθε λίγο και λιγάκι τα παράπονά της για οικονομική αδυναμία. Δεν έχετε λεφτά κυρία Κοκκίνου; Μην κάνετε θέατρο, πηγαίνετε σπίτι σας! Το θέατρο ζει και χωρίς εσάς. Δεν μπορείτε να φεσώνετε τον κόσμο!
Και για να έρθω στο προκείμενο: Όταν η κυρία Κοκκίνου προετοίμαζε το Φεστιβάλ Μπέκετ, μου τηλεφώνησε και ζήτησε τη συνεργασία μου, επειδή γνώριζε τις ικανότητές μου και λόγω της προϋπηρεσίας μου στη διεύθυνση του Φεστιβάλ Θεάτρου Τρίπολης, όπου την είχα προσκαλέσει δύο φορές για να δώσει παράσταση και φυσικά πληρώθηκε αδρά και μέσα στις ορισμένες προθεσμίες. Δούλεψα, λοιπόν, στην οργάνωση της παραγωγής του Φεστιβάλ Μπέκετ, ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΝ, και όλοι οι συντελεστές θεώρησαν καταλυτική τη συνεργασία μου αυτή για ένα σωστό αποτέλεσμα. Η οργάνωση, δηλαδή, από την πλευρά μου κατά γενική ομολογία υπήρξε άψογη. Και φυσικά και η ίδια η κυρία Κοκκίνου έλεγε τα καλύτερα λόγια. Συμμερίστηκα τις «αγωνίες» της και δέχτηκα την πίστωση χρόνου που μου ζήτησε για να με πληρώσει. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν περάσει περίπου τρία χρόνια και να μην έχω πάρει ούτε ένα ευρώ παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου. Αυτό, για όσους ξέρουν, δεν είναι παράξενο.
Την τελευταία φορά μου είπε ότι θα με πληρώσει όταν βγάλει λεφτά από τις παραστάσεις και μου έκλεισε το τηλέφωνο… Είμαι πεπεισμένος ότι ουδέποτε θα πληρωθώ για τη δουλειά που προσέφερα! Λοιπόν, η κυρία Κοκκίνου είναι κατ’ επάγγελμα… μπατακτσίδισσα [=αυτή που δεν πληρώνει αυτά που χρωστάει] και το παίζει και μάγκας! Αυτό έχει γίνει πλέον γνωστό σχεδόν σε όλους όσοι συνεργάστηκαν μαζί της. Εδώ δεν θα αναφέρω ονόματα καλλιτεχνών που δούλεψαν μαζί της και γνώρισαν την «τακτική» της, παρότι είναι εύκολο να το κάνω. Και τώρα; Απλώς, εγώ θα σκέφτομαι ότι δούλεψα και δεν πληρώθηκα. Ο πρώτος ήμουν ή ο τελευταίος; Η κυρία Κοκκίνου απλώς θα συνεχίζει να κοροϊδεύει, και τα μέσα ενημέρωσης θα εξακολουθούν να τη χαϊδολογάνε…
Αλλά, η περίπτωσή της πλέον μας ενδιαφέρει στο μέτρο που το Υπουργείο Πολιτισμού επιχορηγεί το θέατρό της. Και το υπουργείο χρησιμοποιεί τα χρήματά μου, τα χρήματα του κάθε φορολογούμενου. Μπορεί η κυρία Κοκκίνου να μην απαντήσει η ίδια. Είμαι βέβαιος ότι κάποιος θ’ απαντήσει «αντ’ αυτής». Θα πρέπει όμως να σκεφτεί πολύ πριν απαντήσει, διότι η κυρία Κοκκίνου στη μόνη που δεν χρωστάει είναι… η Μιχαλού! Τα περί "τέχνης" και άλλα ηχηρά παρόμοια δεν με αφορούν.

Sunday, February 18, 2007

Ο ΜΠΕΚΕΤ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

Το 2006 ήταν η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μπέκετ και η αφορμή για να τιμηθεί κυρίως από τους Ιρλανδούς συμπατριώτες του αλλά και να επανεκτιμηθεί η αξία του πολύπλευρου έργου του και της θεατρικής τέχνης γενικότερα. Και το λέω αυτό το τελευταίο διότι είναι αλήθεια ότι το έργο του Μπέκετ εξακολουθεί να προκαλεί νέες καλλιτεχνικές και θεωρητικές απαντήσεις.
Με την ευκαιρία, λοιπόν, αυτή πέρα από την οργάνωση του σχετικού αφιερώματος στα "Δρώμενα", έγραψα κι ένα βιβλιαράκι, όπου παραθέτω όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για μια πιο πλατιά γνωριμία του ελληνικού θεατρόφιλου κοινού με τον Μπέκετ: εργοβιογραφικά στοιχεία, ξεχωριστή αναφορά σε καθένα από τα έργα του, το ρεζουμέ, πότε γράφτηκαν, πότε παρουσιάστηκαν, οι συντελεστές (σκηνοθέτες, ηθοποιοί κ.λπ.), οι φίλοι του, οι γυναίκες με τις οποίες συνήψε σχέσεις... Επιπλέον, επιδίωξα να καταγράψω χρονολογικά τα ελληνικά δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως εκείνων των εντύπων που έχουν πανελλαδική κυκλοφορία και, βεβαίως, αξιοποίησα το προσωπικό, δημοσιογραφικό αρχείο μου. Θέλω το βιβλίο να κυκλοφορήσει παράλληλα με το πρώτο τεύχος του περιοδικού. Ελπίζω ότι θα τα καταφέρω. (Στη φωτογραφία, το γραμματόσημο που είχε εκδοθεί από την Ιρλανδία το 1990 για να τιμηθεί ο Μπέκετ, και απεικονίζει μια σκηνή από το Περιμένοντας τον Γκοντό).

ΤΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ SAMUEL BECKETT...

Μετά από μια μακρά περίοδο (ευεξήγητης) σιωπής, σε λίγο πρόκειται να κυκλοφορήσουν τα "Δρώμενα".
Ένα θεατρικό περιοδικό, το πρώτο τεύχος του οποίου εμφανίστηκε το 1984 (ήταν, όποιος θυμάται, η χρονιά Orwell...).
Συνεργάτες του περιοδικού ήσαν άξιοι άνθρωποι του θεάτρου (καθηγητές, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, κριτικοί κ.ά.).
Σε άλλο σημείωμα θα παρουσιάσω αναλυτικά τα περιεχόμενα των πρώτων τευχών. Θα σταθώ στο τεύχος 13, που ήταν αφιερωμένο στο σύγχρονo Αγγλικό θέατρο. Το Μάιο του 1995 κυκλοφόρησε ένα τεύχος αφιερωμένο στον θεατρικό συγγραφέα Ιάκωβο Καμπανέλλη και στη συνέχεια, ένα τεύχος αφιερωμένο στον επίσης θεατρικό συγγραφέα Μάριο Ποντίκα.
Τώρα, μια νέα περίοδος ανατέλλει για τα "Δρώμενα". Έχει ετοιμαστεί ένα εξαιρετικό τεύχος, αφιερωμένο στον διάσημο Ιρλανδο-γάλλο πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα Samuel Beckett. Μερικά από τα περιεχόμενα: Σταθμοί στην ιστορία του Μπέκετ, Godotmania (Peter Hall), Ο Μπέκετ στο Παρίσι (Herbert Mitgang), I Can't go on, Alan. I'll go on (Robert Brustein), Ο Μπέκετ απέδωσε απόλυτα τη θλίψη, τον οίκτο και την απώλεια (συνέντευξη της ηθοποιού Billie Whitelaw στον James Knowlson), Το σώμα στο θέατρο του Μπέκετ (Pierre Chabert), Το σώμα στο σώμα του θεάτρου του Μπέκετ (S.E. Gontarski), Αναθεωρώντας τον εαυτό του: Η ερμηνεία ως κείμενο στο θέατρο του Μπέκετ (S.E. Gontarski), Κανένα σύμβολο δεν ήταν σκόπιμο: μια μελέτη του συμβολισμού και της νύξης στο Περιμένοντας τον Γκοντό (Michael Gurnow), Οι ευτυχισμένες μέρες του Sam (John Calder), και άλλα. Μην τα μαρτυρήσω όλα - ν' αφήσω και εκπλήξεις!

Saturday, February 17, 2007

ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΑΔΙΑ


Το 2000 κυκλοφόρησε (όχι στην αγορά, αλλά για εκπαιδευτικούς σκοπούς) το βιβλίο μου Αρχαία στάδια, λίκνο του ευ αγωνίζεσθαι, με τη χορηγία της Κατερίνας Παναγοπούλου (πρέσβης της Ελλάδος για τον Αθλητισμό, την Ανοχή και το εύ Αγωνίζεσθαι, FAIR PLAY).
Με το βιβλίο αυτό παρουσιάζω τους θεσμοθετημένους αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας, τα αγωνίσματα και τις γιορτές και προβάλλω τα κυριότερα αρχαία ελληνικά στάδια που φιλοξένησαν, σε διάφορες χρονικές περιόδους, αθλητικούς αγώνες. Ιδιαίτερα αναφέρομαι στους αγώνες και τα στάδια της Ολυμπίας, της Νεμέας, των Ισθμίων και των Δελφών, που αποτέλεσαν παραδείγματα για τις άλλες ελληνικές πόλεις.
Προσπάθησα να δώσω ένα πανόραμα μιας εποχής και των αθλητικών δράσεων των ανθρώπων που πίστευαν στην αρετή της ψυχής και στη δύναμη του σώματος. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Σόλωνα στον Ανάχαρση του Λουκιανού: "Κυρίως όμως και πάνω απ' όλα φροντίζουμε για το πώς θα γίνουν οι πολίτες ενάρετοι στην ψυχή και δυνατοί στο σώμα, γιατί πιστεύουμε ότι τέτοιοι άνθρωποι, συμμετέχοντας στον πολιτικό βίο, και καλή χρήση του εαυτού τους θα κάνουν σε καιρό ειρήνης και την πόλη θα σώσουν από τον πόλεμο και θα την κρατήσουν ελεύθερη και ευτυχισμένη". (Στη φωτογραφία, το αρχαίο στάδιο Ολυμπίας, από την ιστοσελίδα του υπουργείου Πολιτισμού)

ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΛΛΙΑΡΟΠΟΥΛΕΙΟ...

Για το βιβλίο Μαλλιαροπούλειο Θέατρο, έγραψαν δυο δημοσιογράφοι που ευαισθητοποιήθηκαν: ο Σαρηγιάννης κι ο Μανταίος. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησε το έστειλα σε όλους τους συναδέλφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ. Τέλος πάντων, είπα ότι ο φόρτος της δουλειάς δεν τους επέτρεψε να του δώσουν τη δέουσα προσοχή. Την επόμενη φορά που θα το ξαναβγάλω εμπλουτισμένο και βελτιωμένο...

Έγραψε ο Γιώργος Δ.Κ. Σαρηγιάννης (Τα Νέα, 6-9-2000):

Ένα νέο φεστιβάλ με "κλίση" προς τις νέες θεατρικές εκφράσεις δημιούργησε φέτος, με κέφι και φροντίδα στην Τρίπολη, ο δημοσιογράφος Νίκος Λαγκαδινός. Στη βόλτα που έκανα στην πόλη, πριν ανηφορίσω στο δροσερό θεατράκι, στο άλσος του Άη Γιώργη, για να δω τον "Βέρθερο", σε μια από τις πλατείες της Τρίπολης, έπεσα ξανά, ύστερα από πολλά χρόνια, πάνω στο Μαλλιαροπούλειο Θέατρό της. Ο Νίκος Λαγκαδινός , που αγαπάει και ξέρει το θέατρο, "συνόδευσε" το Α΄ Φεστιβάλ Τρίπολης με δύο εκδόσεις. Η μία, που πολύ σωστά αφορά τη σχέση του θεάτρου με την πόλη, θέμα του έχει, ακριβώς, την ιστορία του Μαλλιαροπούλειου. Ο γιατρός Μαλλιαρόπουλος, εξέχων πολίτης της αρκαδικής πρωτεύουσας, στις αρχές του αιώνα ήταν που έκανε μια μεγάλη δωρεά για να κτιστεί βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, το θέατρο, το οποίο πήρε το όνομά του, εγκαινιάστηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1910, από τον θίασο Ροζαλίας Νίκα - Ευτύχιου Βονασέρα με την κωμωδία του Γκαβό "Δεσποινίς Σοκολάτα", για να ακμάσει επί αρκετά χρόνια. Μετά άρχισε η κατιούσα. Μετατράπηκε σε κινηματογράφο και, στη συνέχεια, εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε για να κινδυνεύσει επί δικτατορίας να κατεδαφιστεί. Το περιοδικό "Θέατρο" του Κώστα Νίτσου, όμως, ξεσηκώθηκε και το θέατρο σώθηκε, αλλά ακόμη περιμένει την αποκατάστασή του, που ο Δήμος έχει αποφασίσει εδώ και ενάμιση χρόνο.

Έγραψε ο Πέτρος Μανταίος (Ελευθεροτυπία, 4-6-2002):

Μετά το χθεσινό σημείωμα για το ιστορικό θέατρο "Απόλλων" της Ερμούπολης και την τελευταία παράσταση της Μαρίκας Κοτοπούλη, ένα ακόμα ιστορικό θέατρο, το "Μαλλιαροπούλειον" της Τρίπολης και άλλη μία, επίσης φημισμένη και σύγχρονη της Κοτοπούλη, ηθοποιός, η Αγνή Ρεζάν (1890-;) που, όπως φαίνεται, δεν την καλοπήγαινε η διεύθυνση της πρώτης δεκαετίας λειτουργίας του εν λόγω θεάτρου (1910-1920), όπως προκύπτει από επιστολή προς τη διεύθυνση του Αιμίλιου Βεάκη, συνθιασάρχη, με τη Ρεζάν και άλλους ηθοποιούς, περιοδεύοντος, τότε, θιάσου: "Χωρίς να εξετάσετε λεπτομέρειες συγχωρήστε την ιδιοτροπία μιας γυναίκας, που προικισμένη από τη φύση του εξαιρετικού ταλέντου είνε και προικισμένη κατά φυσική συνέπεια, με τη σχετική ανισορροπία, που είναι έμφυτη στα εξαιρετικά ταλέντα. Εξηγήθηκα όσο μπορούσα."...
Σχεδόν έναν αιώνα από τότε που ο φιλογενής Τριπολιτσιώτης, από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, γιατρός Ιωάννης Μαλλιαρόπουλος (1847-1919), ευεργέτησε την πόλη του με το ομώνυμο -τιμής ένεκεν- δημοτικό θέατρο, ο εν δημοσιογραφία συνάδελφος, αλλά και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Καλλιτεχνικής Πράξης της Τρίπολης, Νίκος Χ. Λαγκαδινός, στο κομψότατο, ευανάγνωστο, βιβλιόπουλό του "Μαλλιαροπούλειο Θέατρο" (εκδ. Κέντρου Καλλιτεχνικής Πράξης) βιογραφεί, ωσάν αγαπημένο πρόσωπο, αυτόν τον πνευματικό πνεύμονα της Τρίπολης: την ακμή, την παρακμή, την εγκατάλειψη με σποραδικές "ανάσες" αναβίωσης, ακόμα και τον κίνδυνο κατεδάφισης επί απριλιανής δικτατορίας, έως τη "νέα εποχή" που φαίνεται να διανοίγεται, μετά την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου (6.3.2000), με την οποία ανατίθεται η μελέτη "αναπαλαίωσης και λειτουργίας" του "Μαλλιαροπούλειου σε συγκεκριμένο μελετητικό γραφείο, προς δικαίωση όσων επίμονα προσπάθησαν, χρόνια, για να σωθεί (και ανα-πνεύσει) αυτό το κτίριο-σύμβολο της Τρίπολης. Με το καλό και τα... νέα εγκαίνια.
Διότι δεν είναι και πολλά -αριθμούνται, νομίζω, στο ένα χέρι- τα ευκλεή, παλαιά δημοτικά θέατρα της χώρας που σώζουν μνήμες...

ΜΑΛΛΙΑΡΟΠΟΥΛΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

"Το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο δεν είναι κόσμημα της Τρίπολης μονάχα, αλλά κι ένα στοιχείο-ντοκουμέντο του θεατρικού μας πολιτισμού που θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Είναι η πολιτιστική σφραγίδα της πόλης, είναι το σήμα κατατεθέν των προθέσεων μιας γενιάς ν' αγαπήσει και να στηρίξει το θέατρο που είναι η τέχνη της επικοινωνίας, της αγάπης. Σήμερα, είμαστε περισσότερο αισιόδοξοι από άλλοτε για την αποκατάσταση του Μαλλιαροπούλειου Θεάτρου. Βαθιά μέσα μας λαγοκοιμάται μια πεποίθηση ότι πολύ σύντομα η σκηνή του θ' αρχίσει να λειτουργεί ως δράση με εμψυχωτές τα δραματικά κείμενα..."
Αυτά, μεταξύ άλλων, έγραφα στον πρόλογο του βιβλίου Μαλλιαροπούλειο Θέατρο, το 2000, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Κέντρου Καλλιτεχνικής Πράξης, όπου ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής. Πόσοι από τους Τριπολιτσιώτες συμμερίζονταν τις σκέψεις μου, ούτε που μπόρεσα ποτέ να καταλάβω (όπως και για το Φεστιβάλ Θεάτρου, που όταν το "τελείωσε" ο τότε Δήμαρχος, ο Σωτηρόπουλος, κανείς δεν μίλησε εκτός από τους εμπόρους που διαμαρτυρήθηκαν...)
Το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο αποτελεί δωρεά-προσφορά στην πόλη, του Τριπολίτη γιατρού Ιωάννη Μαλλιαρόπουλου και χτίστηκε βάσει των σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, που υπήρξε σπουδαία φυσιογνωμία της αρχτιτεκτονικής, το έργο του οποίου καλύπτει τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα (Γαλλική πρεσβεία, αναμαρμάρωση Παναθηναϊκού Σταδίου, νοσοκομεία Αιγινήτειον, Συγγρού, Παίδων, κ.α.).
Το Θέατρο εγκαινιάστηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1910 με το έργο Δεσποινίς Σοκολάτα του Παύλου Γκαβώ από τον Ελληνικό Δραματικό Θίασο της Ροζαλίας Νίκα και του Ευτύχιου Βονασέρα. Στο βιβλίο παραθέτω όλα τα στοιχεία για να γνωρίσουμε την ιστορία του θεάτρου αυτού, με ντοκουμέντα της εποχής, καταγράφοντας επίσης τους θιάσους που πέρασαν από κει και τα έργα που παραστάθηκαν. Και όπως φαίνεται, διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου έπαιξαν στη σκηνή του, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Μήτσος Μυράτ, ο Γιώργος Μαμίας, η Χρυσούλα Μυράτ, η Φωτεινή Λούη, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Τζαβαλάς Καρούσος, η Δάφνη Σκούρα, η Βίλμα Κύρου κ.ά. Γίνεται και μια αναφορά στη σκοτεινή περίοδο των Απριλιανών όταν το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο κινδύνευσε να κατεδαφιστεί με απόφαση του τότε χουντικού δημοτικού συμβουλίου....

ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑ, ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Το 1994, στην έκδοση Λέξεις και χρώμα - σπουδή για το περιβάλλον, που κυκλοφόρησε με τη χορηγία του Θεραπευτηρίου "Υγεία", ανθολόγησα χαρακτηριστικούς εκπρόσωπους της νεοελληνικής ποίησης και ζωγραφικής, τα έργα των οποίων είχαν συνάφεια με τα οικολογικά ζητήματα ή, τέλος πάντων, αναφέρονταν στο περιβάλλον. Πέρα από το δική μου εισαγωγή, συνεργάστηκαν με κείμενά τους ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μιχάλης Γ. Μερακλής και η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά. Ποιητές: Χάρης Βλαβιανός, Γιώργος Κακουλίδης, Τάσος Καπερνάρος, Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Βαγγέλης Κάσσος, Δημήτρης Κονιδάρης, Γιάννης Κοντός, Βασίλης Κουγέας, Μαρία Κούρση, Χριστόφορος Λιοντάκης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιάννης Πατίλης, Μανώλης Πρατικάκης, Γιάννης Τζανετάκης, Σωτήρης Τριβιζάς, Αντώνης Φωστιέρης, Έλενα Χουζούρη, Δημήτρης Χουλιαράκης, κ.ά. Ζωγράφοι: Άγγελος, Όπυ Ζούνη, Δημήτρης Γέρος, Χρίστος Καράς, Μάγδα Λεβεντάκου (στη φωτογραφία, το έργο της "Αποτυπώματα - Μαρτυρίες", 1998, ακρυλικό σε ξύλο, 180Χ60 εκ., Συλλογή Καγκελάρη), Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, Ρηνιώ Μουρέλου, Βάσω Ψαράκη, Τόνια Νικολαϊδου κ.ά.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΥΨΕΙΣ ΠΑΡΑ ΑΠΩΘΗΜΕΝΑ... Αποσπάσματα

[...] Τελικά, το χαρτί το έφαγε κι όταν πήγε στις βρύσες προσπαθούσε με το δάχτυλο στο λαιμό, να κάνει εμετό για να το βγάλει. Δεν τα κατάφερε, αλλά εκείνη την ημέρα έπαθε κι άλλη νίλα. Πηγαίνοντας σπίτι του το μεσημέρι, δεν πρόλαβε και χέστηκε στο δρόμο. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, ενώ τα ρούχα του είχαν γεμίσει σκατά. Ευτυχώς που δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος.

Από τότε έχει να το λέει:

"Πολύ ερεθιστικό το χαρτί!"

Αυτό ασφαλώς είχε διττή σημασία, αφού στη δουλειά του με χαρτιά ασχολιόταν, τα οποία θα έπρεπε να έχουν κάτι που να τον εμπνέουν στο γράψιμο.
"Ξέρετε τι είναι να έχεις μπροστά σου ένα άγραφο χαρτί και να πρέπει να το γεμίσεις;"
Έτσι φρόντιζε να χρησιμοποιεί χαρτιά ερεθιστικά, με πολλές γραμμές, χρωματιστά, μπακαλόχαρτα, στρατσόχαρτα, χαρτιά που χρησιμοποιούσαν οι λογιστές. Πρώτα το χαρτί, μετά το στιλό και από κοντά ή έμπνευση. Ο Γρατσουνιάς δεν είχε πρόβλημα με την έμπνευση. Ό,τι έγραφε, ήταν πρίμα βίστα. Το σκεφτόταν και το έγραφε. Τα χειρόγραφά του δεν είχαν μουντζούρες. Αν χρειαζόταν κάτι να σβηστεί, πέταγε ολόκληρη την κόλλα. Και ξανά από την αρχή.

"Καθαρό χειρόγραφο!", έλεγε με καμάρι.

.......................................................................................................................................................................

[...] Ο Γρατσουνιάς προερχόταν από έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν παπανδρεϊκός. Διάβαζε όλες τις δημοκρατικές εφημερίδες: τα "Νέα", το "Έθνος", την "Αθηναϊκή" και, κάπου-κάπου, την "Ελευθερία" μέχρι που κάτι πήγε στραβά με την αποστασία. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του τον έπαιρνε στις διαδηλώσεις. Δεν είχαν χάσει καμιά από τις κινητοποιήσεις του Γέρου. Και στην πλατεία Κλαυθμώνος και στην πορεία από το Καστρί. Σε μια από τις εθνικές γιορτές που οι επίσημοι πήγανε στη δοξολογία της Μητρόπολης, ο κόσμος είχε παραταχθεί στις δυο πλευρές της Μητροπόλεως, στις παρόδους και, φυσικά, στην πλατεία Συντάγματος. Ωστόσο, παντού βρίσκονταν αστυνομικοί, δεκάδες αστυνομικοί, άλλοι βλοσυροί, άλλοι σαν χαμένοι, οι περισσότεροι κρατούσαν το γκλομπ στο χέρι και γαύγιζαν για να μην περνάει ο κόσμος το σχοινί, ώστε να είναι ελεύθερος ο δρόμος. Τα αυτοκίνητα των αποστατών περνούσαν τρέχοντας δαιμονισμένα γιατί ο κόσμος ούρλιαζε με συνθήματα εναντίον τους. Ο Νόβας ο γαργάλατας, ο Τσιριμώκος ο προδότης, ο μπέρτας ο Αποστολάκος, ο ναύαρχος Τούμπας... Να κι ο Στεφανόπουλος. "Ντροπή σου, ρε!", του φώναξε ο πατέρας του Γρατσουνιά, που τον γνώριζε αλλά είχα παλιότερα μια πιο στενή φιλική σχέση με τον Βάσο Στεφανόπουλο, τον αδελφό του Στέφανου. Η φιλία του πατέρα Γρατσουνιά με τον Βάσο άρχισε πριν από τον πόλεμο, όταν τον διόρισε υπάλληλο στην εταιρία Λιπασμάτων, στη Δραπετσώνα. Τότε, εκείνη την περίοδο στη Δραπετσώνα γεννήθηκε και ο γιος του Γρατσουνιά... Ο Γρατσουνιάς ο κοντός.

Κάποια στιγμή πέρασε και το αυτοκίνητο με τον Μητσοτάκη. Τότε ο Γρατσουνιάς είδε τον Μητσοτάκη σε απόσταση αναπνοής. Και φώναζε, όπως κι ο πατέρας του, όπως κι όλος ο κόσμος, με προτεταμένο, σε γροθιά, το δεξί χέρι και ρυθμικά:

"Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα", Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα, Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα..."

Βούιζε η Μητροπόλεως κι όλο το Σύνταγμα. Μικροεπεισόδια έγιναν μετά τη δοξολογία. Τα συνήθη για εκείνη την περίοδο επεισόδια. Κυνηγητό της αστυνομίας, ξύλο, συλλήψεις, οι κλούβες, η ασφάλεια. Αλλά σα να τα ήθελαν όλα αυτά οι αποστάτες, αφού μετά τη δοξολογία πήγαν και στο μηνημείο του άγνωστου στρατιώτη για την κατάθεση στεφάνων, οπότε η κατάσταση είχε πάρει φωτιά για τα καλά...

---------------------------------------------------------------------------------------------

[...] Τι κούφια κι όλο λάσπη που είναι η καρδιά του ανθρώπου!" Του ήρθε έτσι απλά, σα νεράκι, ο "στοχασμός" του Πασκάλ, που προφανώς άλλη αφετηρία είχε η διατύπωσή του. Ωστόσο, τώρα κολλούσε στην περίσταση. Μωρέ, κολλούσε αλλά του πήγαινε μάλλον ο Οθέλλος, που τον φανταζόταν πάνω στο κρεβάτι να έχει πιάσει με τα δυο του χέρια το λαιμό της Δισδαιμόνας και να ουρλιάζει: "Πέθανε, τρισκατάρατη... Χάσου στο αιώνιο σκοτάδι... Πέθανε... Φύγε απ' τον κόσμο μου...". Δεν είχε καταλάβει ότι πήγαινε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο και κούναγε τα χέρια, όπως περίπου θα έκανε κι ο ήρωας του Σέξπιρ. "Όχι, όχι... Ο θάνατος είναι απαράδεκτος...", μονολόγησε δυνατά.

Κοίταξε από το παράθυρο έξω στο δρόμο. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν. Στο γωνιακό οικόπεδο απέναντι ήταν κόσμος μαζεμένος. Γινόταν χαμός. Τραγούδια, φωνές, καπνοί... Παιδιά τρέχανε, φωνάζανε, οι μεγάλοι ετοιμάζανε τα φαγητά. Τα αρνιά στην ψησταριά... Αυτοί έτσι έκαναν και την Πρωτοχρονιά και τη Λαμπρή... Είχανε στρώσει και τραπέζια, εκεί στο οικόπεδο. Έτσι γίνεται πάντα και παντού. Όπου βρίσκονται χώροι ανοιχτοί στις πόλεις, εκείνη την ημέρα παίρνουν άλλη όψη. Ο Γρηγόρης διαπίστωνε ότι ο κόσμος ζούσε στο ρυθμό της αλλαγής του χρόνου. Έριξε μια παρατεταμένη ματιά στον πίνακα με την "Καλημέρα", που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο πάνω από το ψυγείο και χαμογέλασε. Σκέφτηκε ότι το ύφος του θα ήταν αξιοθρήνητο. Μόλις και μετά βίας άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγουδάκι του Κόκκοτα: "Ένα όνειρο τρελό / όνειρο απατηλό / ξεκινήσαμε κι οι δυό μας / και στο δρόμου τα μισά / σβήσαν τ' άστρα τα χρυσά / ξαφνικά από τον ουρανό μας..."

Την τρίτη μέρα μετά την Πρωτοχρονιά, ο Γρηγόρης μάζεψε τα πράγματά του. Βαλίτσες, τσάντες, κουτιά με τα βιβλία. Η Θεσσαλονίκη ήταν το τέλος ενός ταξιδιού - του ταξιδιού... Ήθελε να φύγει αυθημερόν.

---------------------------------------------------------------------------------------------

[...] ΘΥΜΑΜΑΙ πως ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι μου όταν πέρασα στις εξετάσεις και βρέθηκα φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη. Αποβραδίς, βρήκα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, στην Εγνατία, στο Βαρδάρη. Το πρωί που ξύπνησα απ’ τη φασαρία του κόσμου, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως βρισκόμουν μόνος! Ντύθηκα, σενιαρίστηκα και μια και δυο στο δρόμο για τη Σχολή. Δεν χόρταινα να βλέπω τις όψεις μιας πόλης που ήταν μύθος για μένα. Ρώτησα πού είναι ο Λευκός Πύργος. Η βροχή δυνάμωνε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα ρούχα που φορούσα δεν ήταν και πολύ ζεστά. Δίχως παλτό, καπαρντίνα ή κάποιο τζάκετ – σακάκι μονάχα. Και ήθελα έτσι να τα βάλω με το Βαρδάρη! Τι να έκανα όμως, δε μπορούσα κι αλλιώς. Η βροχή εκείνες τις μέρες έπεφτε με το τουλούμι, ενώ το κρύο θέριζε. Την τρίτη μέρα, πήγα και βρήκα ένα δευτεροξάδερφο του πατέρα μου, από το σόι της μάνας του. Χάρηκε ο μπαρμπα-Θόδωρος. Δεν με είχε δει ποτέ, αλλά αμέσως μόλις με αντίκρισε, είπε:
«Φτυστός ο πατέρας σου. Κι έξω, στο δρόμο να σ’ έβλεπα, πάλι θα σε αναγνώριζα...».
Με είδε έτσι ελαφρά ντυμένο κι αμέσως έφερε ο ίδιος ένα λευκό χοντρό ημίπαλτο. Το φόρεσα δίχως να διαμαρτυρηθώ ή να βρω μια δικαιολογία. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα την ανάγκη του.
«Θα το φέρω μόλις στρώσει ο καιρός. Ευχαριστώ, θείε...».

ΝΑ ΚΙ ΕΝΑΣ υπαίθριος φωτογράφος κάτω από ένα αδιάβροχο μαζί με τη μηχανή του. Με είδε που χάζευα το μνημείο της πόλης. Μου έγνεψε, δείχνοντάς μου τη μηχανή του στο τριπόδι. Έκανα πως δεν κατάλαβα. Επέμεινε. «Είσαι για μια αναμνηστική;» μου λέει. Τελικά, η φωτογραφία εκείνη - που έδειχνε σα να βρισκόμουν την περίοδο που όλοι ψαχνόντουσαν και πήγαιναν κατά την πρωτεύουσα, λίγο μετά τον Εμφύλιο - έχει αποτυπώσει την αγωνία μου και εν μέρει το φόβο για το άγνωστο κι επιπλέον όταν την κοίταζα αργότερα διέκρινα εκπληκτικές ομοιότητες με τον πατέρα μου. Κάποτε έφθασα στο προαύλιο της Σχολής και ανέκραξα:

«Επιτέλους, μόνος!».

Δεν πρόλαβα να τ’ ακούσω και μια φωνή στεντόρεια εκσφενδόνιζε στον ψυχρό από τη βροχή αέρα τ’ όνομά μου. Ήταν ένας κακομούτσουνος συμμαθητής μου που είχε πετύχει κι αυτός στη Θεσσαλονίκη. Μόνο αυτόν δεν γούσταρα να συναντήσω. Κανέναν δεν ήθελα. Τέλος πάντων, η μοναξιά μου είχε αυτό το άδοξο τέλος. Ξαναγύρισα στην πραγματικότητα. Ήταν σαν ένα κύμα που με πέταξε δίχως αντίσταση στη στεριά.
Αργότερα θα κάνω πολλές προσπάθειες να προσαρμοστώ και στην ίδια πόλη αλλά και στο Παρίσι όταν βρέθηκα, όπου καθώς τα βράδια γυρνούσα αφηρημένος στη σοφίτα μου, έβλεπα μπροστά μου μορφές αγαπημένες. Εκεί στο Παρίσι ήταν που νόμιζα ότι στους ποιητές και στους φιλοσόφους δίνουν ψωμί και νερό. Φιλόσοφος δεν ήμουνα. Άλλωστε, δεν υπήρχε χώρος. Φιλόσοφος ήταν ο Καστοριάδης κι από κοντά ο πολύ αγαπητός Θόδωρος, ο Σταυρόπουλος, που κορδωνόταν να μοιάσει στον Καστοριάδη – τον συμπαθούσα πολύ τον Θόδωρο γιατί ένιωθα ότι ήταν πολύ διαβασμένος και ήταν πράγματι ένας πλήρης διανοούμενος. Πηγαίναμε και τους ακούγαμε εκεί στο Ζισιέ. Γινόταν χαμός από Έλληνες φοιτητές δεκάδων πολιτικών αποχρώσεων. Άπειρες και απίθανες παρατάξεις. Οι δεξιοί δεν φαίνονταν πουθενά. Μονάχα προοδευτικοί, σοσιαλιστές, αριστεροί, αριστεριστές, αναρχικοί, κεντρώοι, φιλελεύθεροι… Φάτσες αγριεμένες, κάτι τύποι με μπουφάν, με τζάκετ, γένια, φωνές, βρισιές, κάπου-κάπου έπεφτε και ξύλο.
Ήμουν καταγοητευμένος με το Παρίσι. Η Παναγιώτα όμως γέμιζε τις σκέψεις μου και δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό είχε σχέση με το ρομαντισμό που με διακατείχε πάντα κι ένιωθα ότι ήταν η Παναγιώτα μια πριγκίπισσα ή απλώς ήταν μια αληθινή ύπαρξη που έπρεπε να βρίσκεται κοντά μου, δίπλα μου. Ωστόσο η αύρα της, έστω και από τις φωτογραφίες ή τα γράμματά της, σκορπιζόταν στο δωμάτιό μου ή απλωνόταν στα ρούχα μου και χαμογελούσα μ’ αυτή τη σκέψη. Όταν με αποχαιρετούσε, τότε που πήρα την απόφαση να φύγω για το Παρίσι, είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα της και δε μπορούσε να εκφράσει αυτό που ένιωθε. Δεν ήθελε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να με επηρεάσει.

«Μα, στ’ αλήθεια θέλεις να φύγεις;» μου έλεγε τις παραμονές της αναχώρησής μου. Δεν το πίστευε. Και ξανάλεγε:

«Είσαι σίγουρος ότι αυτό που κάνεις είναι κι εκείνο που θέλεις;».

Εγώ ήμουν αποφασισμένος και δεν με κρατούσε τίποτε στην Αθήνα. Το κίνημα με είχε απογοητεύσει – όχι οι αρχές του αλλά οι άνθρωποι. Αλλιώς νόμιζα ότι θα ήταν τα πράγματα στην πολιτική. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η συντροφικότητα κυκλοφορούσε μόνο στη θεωρία και η πανουργία είχε θρονιαστεί στα μυαλά των περισσότερων στελεχών. Αυτά τα γνώριζε η Παναγιώτα γιατί δούλευε στα κεντρικά γραφεία του κινήματος.

«Δεν με κρατάει τίποτε στην Αθήνα» της έλεγα. «Μόνον εσύ, αλλά να ξέρεις ότι θα ξαναγυρίσω καλύτερος…». Δεν ήξερα όμως αν θα επέστρεφα – μάλλον δεν με ενδιέφερε η επιστροφή…
Είχα την αμυδρή εντύπωση πως μου πήγαινε η μποέμικη ζωή εκεί στο Παρίσι – κάπου κοίταζα τα μούτρα μου στον καθρέφτη, χάζευα τις καστανιές απ’ το παράθυρο, μαζευόμουν στα εικοσιτέσσερα από το κρύο κι έκανα το διανοούμενο. Ήθελα ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Διάβαζα με μανία να μάθω τα γαλλικά, πήγαινα στα θέατρα κι ό,τι καταλάβαινα, έψαχνα στα βιβλιοπωλεία για βιβλία και τρελαινόμουν όταν έβρισκα θεατρικά βιβλία που τ’ αγόραζα - βιβλία για τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, το παράλογο, τον Πίντερ, τον Ζενέ, τον Ιονέσκο, τον Αραμπάλ, τον Ανταμόφ, τον Σαρτρ – ονόματα μυθικά. Χάζευα και στα στέκια της αριστερής όχθης, λες και θα συναντούσα κάποιον απ’ όλους αυτούς, άσχετο αν ζούσαν εκείνη την εποχή.

Ένιωθα ότι ήμουν ένα σφουγγάρι και ρουφούσα τα πάντα. Και πεινούσα… Είχα νεύρα για τη φτώχεια μου. Δεν την ήθελα. Αλλά δεν θα ξεχάσω τον Σοφοκλή, τον αναρχικό – ο θεός να τον έχει καλά εκεί που βρίσκεται. Δούλευε τότε σ’ ένα ελληνικό ρεστωράν κάπου σε μια πάροδο της Σεν Μισέλ. Ήταν υπεύθυνος, ή κάτι τέτοιο, στην κοπή του κρέατος κι έφτιαχνε, δηλαδή, μερίδες. Πήγαινε πάντα στη δουλειά με μια πλαστική τσάντα, σαν καθηγητής. Όταν σχόλαγε, η τσάντα ήταν φουσκωμένη. Κάποτε η παρέα με κάλεσε κι εμένα στο σπίτι του Νάσου, όπου και κάναμε ένα γλέντι τρικούβερτο με κρέατα και κρασιά που είχε εξοικονομήσει ο Σοφοκλής από το μαγαζί που δούλευε. Τότε κατάλαβα γιατί ήταν πάντα φουσκωμένη η τσάντα του όταν έφευγε από το ρεστωράν! Παιδί μάλαμα ο Σοφοκλής. Μια άλλη φορά, καθώς διασχίζαμε τον κήπο του Λουξεμβούργου, μου λέει:

«Τι θα έλεγες για ένα μπακλαβαδάκι;».
«Πλάκα μου κάνεις, ρε Σοφοκλή;».
«Όχι ρε, σοβαρολογώ!».
«Καλά, στο Παρίσι θα βρούμε μπακλαβά;».

Τελικά, με πήγε σ’ ένα μαγαζί, του οποίου ο ιδιοκτήτης ήταν ένας συμπατριώτης μας που είχε ξεμείνει από χρόνια στην πόλη του φωτός, είχε κάνει οικογένεια κι έφτιαχνε ελληνικά γλυκά. Ο Σοφοκλής τον βοηθούσε – του πήγαινε κρέατα για τα παιδιά και κρασιά για τον ίδιο, όπως έλεγε. Πάντως εκεί, έφαγα και μπακλαβάδες και καταϊφια κι ένα γαλακτομπούρεκο – για μια βδομάδα ήμουν ευτυχισμένος.
Τέλος πάντων, ήταν μια δύσκολη εποχή, που προσπαθούσα να συνταιριάξω την ααγωνία μου (γενικώς...) με τη μοναξιά. Πάντως, η εποχή εκείνη ευνοούσε την πρόοδο - γενικώς... "Καλά που φύγαμε τότε και ήρθαμε στην πόλη, ε; Τρομάζω στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει εδώ!".
Για όλα όσα συνέβησαν αργότερα και θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική εξέλιξη. Αλλά, βλέπετε ότι είναι το πεπρωμένο που βάζει κάθε φορά το χεράκι του.
Δέξου αυτό το φως που διαπερνά τα πιο σκληρά μέταλλα και φύλαξέ το στην πιο μύχια κοιτίδα του βλέμματός σου. Ρούφηξε αυτό το άρωμα, μικτό από μούσκλια και ιδρώτα, είναι η αυθεντική odor dei και κρύψε το στην κοιλότητα του ρουθουνιού σου. Όποιος διαθέτει αυτά τα αλάνθαστα μέσα σύγκρισης είναι καταδικασμένος σε πολύτιμη δυστυχία. Πορεύου και υπόμενε το μαρτύριό σου...
Είναι μερικές φορές που ακούς τη φωνή σου δίχως να καταλαβαίνεις τι λες - σα να μιλάς μια ξένη γλώσσα. Είναι η στιγμή που η φωνή παίρνει τον τόνο ενός ψαλμού, υπνωτικού και μονότονου, ενός είδους που σπάνια έχεις ακούσει πριν, σαν κι αυτόν που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για τα πράγματα που τους καταδυναστεύουν. Αλλά, έπρεπε να καθίσω μεσάνυχτα να γράψω για να νιώσω ότι στην πραγματικότητα περνάω τη ζωή μου μαζί με τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Ηλίθιο, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, περισσότερο απ' ό,τι την περνάω με τα πρόσωπα με σάρκα και οστά που καθημερινά συναναστρέφομαι. Είναι τα όνειρτα, οι αναμνήσεις, οι επιθυμίες και τα πάθη που στέκονται στην ουρά, μπροστά στο ταμείο του σουπερμάρκετ - να πληρώσουν ή να πληρώσω; Είναι ένα μπέρδεμα που μοιάζει γόρδιος δεσμός...