[...] Τελικά, το χαρτί το έφαγε κι όταν πήγε στις βρύσες προσπαθούσε με το δάχτυλο στο λαιμό, να κάνει εμετό για να το βγάλει. Δεν τα κατάφερε, αλλά εκείνη την ημέρα έπαθε κι άλλη νίλα. Πηγαίνοντας σπίτι του το μεσημέρι, δεν πρόλαβε και χέστηκε στο δρόμο. Μέχρι να φτάσει στο σπίτι είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, ενώ τα ρούχα του είχαν γεμίσει σκατά. Ευτυχώς που δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος.
Από τότε έχει να το λέει:
"Πολύ ερεθιστικό το χαρτί!"
Αυτό ασφαλώς είχε διττή σημασία, αφού στη δουλειά του με χαρτιά ασχολιόταν, τα οποία θα έπρεπε να έχουν κάτι που να τον εμπνέουν στο γράψιμο.
"Ξέρετε τι είναι να έχεις μπροστά σου ένα άγραφο χαρτί και να πρέπει να το γεμίσεις;"
Έτσι φρόντιζε να χρησιμοποιεί χαρτιά ερεθιστικά, με πολλές γραμμές, χρωματιστά, μπακαλόχαρτα, στρατσόχαρτα, χαρτιά που χρησιμοποιούσαν οι λογιστές. Πρώτα το χαρτί, μετά το στιλό και από κοντά ή έμπνευση. Ο Γρατσουνιάς δεν είχε πρόβλημα με την έμπνευση. Ό,τι έγραφε, ήταν πρίμα βίστα. Το σκεφτόταν και το έγραφε. Τα χειρόγραφά του δεν είχαν μουντζούρες. Αν χρειαζόταν κάτι να σβηστεί, πέταγε ολόκληρη την κόλλα. Και ξανά από την αρχή.
"Καθαρό χειρόγραφο!", έλεγε με καμάρι.
.......................................................................................................................................................................
[...] Ο Γρατσουνιάς προερχόταν από έντονα πολιτικοποιημένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν παπανδρεϊκός. Διάβαζε όλες τις δημοκρατικές εφημερίδες: τα "Νέα", το "Έθνος", την "Αθηναϊκή" και, κάπου-κάπου, την "Ελευθερία" μέχρι που κάτι πήγε στραβά με την αποστασία. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του τον έπαιρνε στις διαδηλώσεις. Δεν είχαν χάσει καμιά από τις κινητοποιήσεις του Γέρου. Και στην πλατεία Κλαυθμώνος και στην πορεία από το Καστρί. Σε μια από τις εθνικές γιορτές που οι επίσημοι πήγανε στη δοξολογία της Μητρόπολης, ο κόσμος είχε παραταχθεί στις δυο πλευρές της Μητροπόλεως, στις παρόδους και, φυσικά, στην πλατεία Συντάγματος. Ωστόσο, παντού βρίσκονταν αστυνομικοί, δεκάδες αστυνομικοί, άλλοι βλοσυροί, άλλοι σαν χαμένοι, οι περισσότεροι κρατούσαν το γκλομπ στο χέρι και γαύγιζαν για να μην περνάει ο κόσμος το σχοινί, ώστε να είναι ελεύθερος ο δρόμος. Τα αυτοκίνητα των αποστατών περνούσαν τρέχοντας δαιμονισμένα γιατί ο κόσμος ούρλιαζε με συνθήματα εναντίον τους. Ο Νόβας ο γαργάλατας, ο Τσιριμώκος ο προδότης, ο μπέρτας ο Αποστολάκος, ο ναύαρχος Τούμπας... Να κι ο Στεφανόπουλος. "Ντροπή σου, ρε!", του φώναξε ο πατέρας του Γρατσουνιά, που τον γνώριζε αλλά είχα παλιότερα μια πιο στενή φιλική σχέση με τον Βάσο Στεφανόπουλο, τον αδελφό του Στέφανου. Η φιλία του πατέρα Γρατσουνιά με τον Βάσο άρχισε πριν από τον πόλεμο, όταν τον διόρισε υπάλληλο στην εταιρία Λιπασμάτων, στη Δραπετσώνα. Τότε, εκείνη την περίοδο στη Δραπετσώνα γεννήθηκε και ο γιος του Γρατσουνιά... Ο Γρατσουνιάς ο κοντός.
Κάποια στιγμή πέρασε και το αυτοκίνητο με τον Μητσοτάκη. Τότε ο Γρατσουνιάς είδε τον Μητσοτάκη σε απόσταση αναπνοής. Και φώναζε, όπως κι ο πατέρας του, όπως κι όλος ο κόσμος, με προτεταμένο, σε γροθιά, το δεξί χέρι και ρυθμικά:
"Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα", Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα, Μη-τσο-τά-κη κάθαρμα..."
Βούιζε η Μητροπόλεως κι όλο το Σύνταγμα. Μικροεπεισόδια έγιναν μετά τη δοξολογία. Τα συνήθη για εκείνη την περίοδο επεισόδια. Κυνηγητό της αστυνομίας, ξύλο, συλλήψεις, οι κλούβες, η ασφάλεια. Αλλά σα να τα ήθελαν όλα αυτά οι αποστάτες, αφού μετά τη δοξολογία πήγαν και στο μηνημείο του άγνωστου στρατιώτη για την κατάθεση στεφάνων, οπότε η κατάσταση είχε πάρει φωτιά για τα καλά...
---------------------------------------------------------------------------------------------
[...] Τι κούφια κι όλο λάσπη που είναι η καρδιά του ανθρώπου!" Του ήρθε έτσι απλά, σα νεράκι, ο "στοχασμός" του Πασκάλ, που προφανώς άλλη αφετηρία είχε η διατύπωσή του. Ωστόσο, τώρα κολλούσε στην περίσταση. Μωρέ, κολλούσε αλλά του πήγαινε μάλλον ο Οθέλλος, που τον φανταζόταν πάνω στο κρεβάτι να έχει πιάσει με τα δυο του χέρια το λαιμό της Δισδαιμόνας και να ουρλιάζει: "Πέθανε, τρισκατάρατη... Χάσου στο αιώνιο σκοτάδι... Πέθανε... Φύγε απ' τον κόσμο μου...". Δεν είχε καταλάβει ότι πήγαινε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο και κούναγε τα χέρια, όπως περίπου θα έκανε κι ο ήρωας του Σέξπιρ. "Όχι, όχι... Ο θάνατος είναι απαράδεκτος...", μονολόγησε δυνατά.
Κοίταξε από το παράθυρο έξω στο δρόμο. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν. Στο γωνιακό οικόπεδο απέναντι ήταν κόσμος μαζεμένος. Γινόταν χαμός. Τραγούδια, φωνές, καπνοί... Παιδιά τρέχανε, φωνάζανε, οι μεγάλοι ετοιμάζανε τα φαγητά. Τα αρνιά στην ψησταριά... Αυτοί έτσι έκαναν και την Πρωτοχρονιά και τη Λαμπρή... Είχανε στρώσει και τραπέζια, εκεί στο οικόπεδο. Έτσι γίνεται πάντα και παντού. Όπου βρίσκονται χώροι ανοιχτοί στις πόλεις, εκείνη την ημέρα παίρνουν άλλη όψη. Ο Γρηγόρης διαπίστωνε ότι ο κόσμος ζούσε στο ρυθμό της αλλαγής του χρόνου. Έριξε μια παρατεταμένη ματιά στον πίνακα με την "Καλημέρα", που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο πάνω από το ψυγείο και χαμογέλασε. Σκέφτηκε ότι το ύφος του θα ήταν αξιοθρήνητο. Μόλις και μετά βίας άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγουδάκι του Κόκκοτα: "Ένα όνειρο τρελό / όνειρο απατηλό / ξεκινήσαμε κι οι δυό μας / και στο δρόμου τα μισά / σβήσαν τ' άστρα τα χρυσά / ξαφνικά από τον ουρανό μας..."
Την τρίτη μέρα μετά την Πρωτοχρονιά, ο Γρηγόρης μάζεψε τα πράγματά του. Βαλίτσες, τσάντες, κουτιά με τα βιβλία. Η Θεσσαλονίκη ήταν το τέλος ενός ταξιδιού - του ταξιδιού... Ήθελε να φύγει αυθημερόν.
---------------------------------------------------------------------------------------------
[...] ΘΥΜΑΜΑΙ πως ήταν η πρώτη φορά που έφευγα από το σπίτι μου όταν πέρασα στις εξετάσεις και βρέθηκα φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη. Αποβραδίς, βρήκα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο, στην Εγνατία, στο Βαρδάρη. Το πρωί που ξύπνησα απ’ τη φασαρία του κόσμου, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν πως βρισκόμουν μόνος! Ντύθηκα, σενιαρίστηκα και μια και δυο στο δρόμο για τη Σχολή. Δεν χόρταινα να βλέπω τις όψεις μιας πόλης που ήταν μύθος για μένα. Ρώτησα πού είναι ο Λευκός Πύργος. Η βροχή δυνάμωνε και το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα ρούχα που φορούσα δεν ήταν και πολύ ζεστά. Δίχως παλτό, καπαρντίνα ή κάποιο τζάκετ – σακάκι μονάχα. Και ήθελα έτσι να τα βάλω με το Βαρδάρη! Τι να έκανα όμως, δε μπορούσα κι αλλιώς. Η βροχή εκείνες τις μέρες έπεφτε με το τουλούμι, ενώ το κρύο θέριζε. Την τρίτη μέρα, πήγα και βρήκα ένα δευτεροξάδερφο του πατέρα μου, από το σόι της μάνας του. Χάρηκε ο μπαρμπα-Θόδωρος. Δεν με είχε δει ποτέ, αλλά αμέσως μόλις με αντίκρισε, είπε:
«Φτυστός ο πατέρας σου. Κι έξω, στο δρόμο να σ’ έβλεπα, πάλι θα σε αναγνώριζα...».
Με είδε έτσι ελαφρά ντυμένο κι αμέσως έφερε ο ίδιος ένα λευκό χοντρό ημίπαλτο. Το φόρεσα δίχως να διαμαρτυρηθώ ή να βρω μια δικαιολογία. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα την ανάγκη του.
«Θα το φέρω μόλις στρώσει ο καιρός. Ευχαριστώ, θείε...».
ΝΑ ΚΙ ΕΝΑΣ υπαίθριος φωτογράφος κάτω από ένα αδιάβροχο μαζί με τη μηχανή του. Με είδε που χάζευα το μνημείο της πόλης. Μου έγνεψε, δείχνοντάς μου τη μηχανή του στο τριπόδι. Έκανα πως δεν κατάλαβα. Επέμεινε. «Είσαι για μια αναμνηστική;» μου λέει. Τελικά, η φωτογραφία εκείνη - που έδειχνε σα να βρισκόμουν την περίοδο που όλοι ψαχνόντουσαν και πήγαιναν κατά την πρωτεύουσα, λίγο μετά τον Εμφύλιο - έχει αποτυπώσει την αγωνία μου και εν μέρει το φόβο για το άγνωστο κι επιπλέον όταν την κοίταζα αργότερα διέκρινα εκπληκτικές ομοιότητες με τον πατέρα μου. Κάποτε έφθασα στο προαύλιο της Σχολής και ανέκραξα:
«Επιτέλους, μόνος!».
Δεν πρόλαβα να τ’ ακούσω και μια φωνή στεντόρεια εκσφενδόνιζε στον ψυχρό από τη βροχή αέρα τ’ όνομά μου. Ήταν ένας κακομούτσουνος συμμαθητής μου που είχε πετύχει κι αυτός στη Θεσσαλονίκη. Μόνο αυτόν δεν γούσταρα να συναντήσω. Κανέναν δεν ήθελα. Τέλος πάντων, η μοναξιά μου είχε αυτό το άδοξο τέλος. Ξαναγύρισα στην πραγματικότητα. Ήταν σαν ένα κύμα που με πέταξε δίχως αντίσταση στη στεριά.
Αργότερα θα κάνω πολλές προσπάθειες να προσαρμοστώ και στην ίδια πόλη αλλά και στο Παρίσι όταν βρέθηκα, όπου καθώς τα βράδια γυρνούσα αφηρημένος στη σοφίτα μου, έβλεπα μπροστά μου μορφές αγαπημένες. Εκεί στο Παρίσι ήταν που νόμιζα ότι στους ποιητές και στους φιλοσόφους δίνουν ψωμί και νερό. Φιλόσοφος δεν ήμουνα. Άλλωστε, δεν υπήρχε χώρος. Φιλόσοφος ήταν ο Καστοριάδης κι από κοντά ο πολύ αγαπητός Θόδωρος, ο Σταυρόπουλος, που κορδωνόταν να μοιάσει στον Καστοριάδη – τον συμπαθούσα πολύ τον Θόδωρο γιατί ένιωθα ότι ήταν πολύ διαβασμένος και ήταν πράγματι ένας πλήρης διανοούμενος. Πηγαίναμε και τους ακούγαμε εκεί στο Ζισιέ. Γινόταν χαμός από Έλληνες φοιτητές δεκάδων πολιτικών αποχρώσεων. Άπειρες και απίθανες παρατάξεις. Οι δεξιοί δεν φαίνονταν πουθενά. Μονάχα προοδευτικοί, σοσιαλιστές, αριστεροί, αριστεριστές, αναρχικοί, κεντρώοι, φιλελεύθεροι… Φάτσες αγριεμένες, κάτι τύποι με μπουφάν, με τζάκετ, γένια, φωνές, βρισιές, κάπου-κάπου έπεφτε και ξύλο.
Ήμουν καταγοητευμένος με το Παρίσι. Η Παναγιώτα όμως γέμιζε τις σκέψεις μου και δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό είχε σχέση με το ρομαντισμό που με διακατείχε πάντα κι ένιωθα ότι ήταν η Παναγιώτα μια πριγκίπισσα ή απλώς ήταν μια αληθινή ύπαρξη που έπρεπε να βρίσκεται κοντά μου, δίπλα μου. Ωστόσο η αύρα της, έστω και από τις φωτογραφίες ή τα γράμματά της, σκορπιζόταν στο δωμάτιό μου ή απλωνόταν στα ρούχα μου και χαμογελούσα μ’ αυτή τη σκέψη. Όταν με αποχαιρετούσε, τότε που πήρα την απόφαση να φύγω για το Παρίσι, είχε δεθεί κόμπος η γλώσσα της και δε μπορούσε να εκφράσει αυτό που ένιωθε. Δεν ήθελε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να με επηρεάσει.
«Μα, στ’ αλήθεια θέλεις να φύγεις;» μου έλεγε τις παραμονές της αναχώρησής μου. Δεν το πίστευε. Και ξανάλεγε:
«Είσαι σίγουρος ότι αυτό που κάνεις είναι κι εκείνο που θέλεις;».
Εγώ ήμουν αποφασισμένος και δεν με κρατούσε τίποτε στην Αθήνα. Το κίνημα με είχε απογοητεύσει – όχι οι αρχές του αλλά οι άνθρωποι. Αλλιώς νόμιζα ότι θα ήταν τα πράγματα στην πολιτική. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η συντροφικότητα κυκλοφορούσε μόνο στη θεωρία και η πανουργία είχε θρονιαστεί στα μυαλά των περισσότερων στελεχών. Αυτά τα γνώριζε η Παναγιώτα γιατί δούλευε στα κεντρικά γραφεία του κινήματος.
«Δεν με κρατάει τίποτε στην Αθήνα» της έλεγα. «Μόνον εσύ, αλλά να ξέρεις ότι θα ξαναγυρίσω καλύτερος…». Δεν ήξερα όμως αν θα επέστρεφα – μάλλον δεν με ενδιέφερε η επιστροφή…
Είχα την αμυδρή εντύπωση πως μου πήγαινε η μποέμικη ζωή εκεί στο Παρίσι – κάπου κοίταζα τα μούτρα μου στον καθρέφτη, χάζευα τις καστανιές απ’ το παράθυρο, μαζευόμουν στα εικοσιτέσσερα από το κρύο κι έκανα το διανοούμενο. Ήθελα ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Διάβαζα με μανία να μάθω τα γαλλικά, πήγαινα στα θέατρα κι ό,τι καταλάβαινα, έψαχνα στα βιβλιοπωλεία για βιβλία και τρελαινόμουν όταν έβρισκα θεατρικά βιβλία που τ’ αγόραζα - βιβλία για τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, το παράλογο, τον Πίντερ, τον Ζενέ, τον Ιονέσκο, τον Αραμπάλ, τον Ανταμόφ, τον Σαρτρ – ονόματα μυθικά. Χάζευα και στα στέκια της αριστερής όχθης, λες και θα συναντούσα κάποιον απ’ όλους αυτούς, άσχετο αν ζούσαν εκείνη την εποχή.
Ένιωθα ότι ήμουν ένα σφουγγάρι και ρουφούσα τα πάντα. Και πεινούσα… Είχα νεύρα για τη φτώχεια μου. Δεν την ήθελα. Αλλά δεν θα ξεχάσω τον Σοφοκλή, τον αναρχικό – ο θεός να τον έχει καλά εκεί που βρίσκεται. Δούλευε τότε σ’ ένα ελληνικό ρεστωράν κάπου σε μια πάροδο της Σεν Μισέλ. Ήταν υπεύθυνος, ή κάτι τέτοιο, στην κοπή του κρέατος κι έφτιαχνε, δηλαδή, μερίδες. Πήγαινε πάντα στη δουλειά με μια πλαστική τσάντα, σαν καθηγητής. Όταν σχόλαγε, η τσάντα ήταν φουσκωμένη. Κάποτε η παρέα με κάλεσε κι εμένα στο σπίτι του Νάσου, όπου και κάναμε ένα γλέντι τρικούβερτο με κρέατα και κρασιά που είχε εξοικονομήσει ο Σοφοκλής από το μαγαζί που δούλευε. Τότε κατάλαβα γιατί ήταν πάντα φουσκωμένη η τσάντα του όταν έφευγε από το ρεστωράν! Παιδί μάλαμα ο Σοφοκλής. Μια άλλη φορά, καθώς διασχίζαμε τον κήπο του Λουξεμβούργου, μου λέει:
«Τι θα έλεγες για ένα μπακλαβαδάκι;».
«Πλάκα μου κάνεις, ρε Σοφοκλή;».
«Όχι ρε, σοβαρολογώ!».
«Καλά, στο Παρίσι θα βρούμε μπακλαβά;».
Τελικά, με πήγε σ’ ένα μαγαζί, του οποίου ο ιδιοκτήτης ήταν ένας συμπατριώτης μας που είχε ξεμείνει από χρόνια στην πόλη του φωτός, είχε κάνει οικογένεια κι έφτιαχνε ελληνικά γλυκά. Ο Σοφοκλής τον βοηθούσε – του πήγαινε κρέατα για τα παιδιά και κρασιά για τον ίδιο, όπως έλεγε. Πάντως εκεί, έφαγα και μπακλαβάδες και καταϊφια κι ένα γαλακτομπούρεκο – για μια βδομάδα ήμουν ευτυχισμένος.
Τέλος πάντων, ήταν μια δύσκολη εποχή, που προσπαθούσα να συνταιριάξω την ααγωνία μου (γενικώς...) με τη μοναξιά. Πάντως, η εποχή εκείνη ευνοούσε την πρόοδο - γενικώς... "Καλά που φύγαμε τότε και ήρθαμε στην πόλη, ε; Τρομάζω στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει εδώ!".
Για όλα όσα συνέβησαν αργότερα και θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική εξέλιξη. Αλλά, βλέπετε ότι είναι το πεπρωμένο που βάζει κάθε φορά το χεράκι του.
Δέξου αυτό το φως που διαπερνά τα πιο σκληρά μέταλλα και φύλαξέ το στην πιο μύχια κοιτίδα του βλέμματός σου. Ρούφηξε αυτό το άρωμα, μικτό από μούσκλια και ιδρώτα, είναι η αυθεντική odor dei και κρύψε το στην κοιλότητα του ρουθουνιού σου. Όποιος διαθέτει αυτά τα αλάνθαστα μέσα σύγκρισης είναι καταδικασμένος σε πολύτιμη δυστυχία. Πορεύου και υπόμενε το μαρτύριό σου...
Είναι μερικές φορές που ακούς τη φωνή σου δίχως να καταλαβαίνεις τι λες - σα να μιλάς μια ξένη γλώσσα. Είναι η στιγμή που η φωνή παίρνει τον τόνο ενός ψαλμού, υπνωτικού και μονότονου, ενός είδους που σπάνια έχεις ακούσει πριν, σαν κι αυτόν που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για τα πράγματα που τους καταδυναστεύουν. Αλλά, έπρεπε να καθίσω μεσάνυχτα να γράψω για να νιώσω ότι στην πραγματικότητα περνάω τη ζωή μου μαζί με τον Άμλετ, τον Δον Κιχώτη, τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Ηλίθιο, τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, περισσότερο απ' ό,τι την περνάω με τα πρόσωπα με σάρκα και οστά που καθημερινά συναναστρέφομαι. Είναι τα όνειρτα, οι αναμνήσεις, οι επιθυμίες και τα πάθη που στέκονται στην ουρά, μπροστά στο ταμείο του σουπερμάρκετ - να πληρώσουν ή να πληρώσω; Είναι ένα μπέρδεμα που μοιάζει γόρδιος δεσμός...