ΥΠΑΙΝΙΣΣΟΜΑΙ
την παράσταση του Θείου Βάνια του
Άντον Τσέχοφ που είδα μια νύχτα στο
Ανοιχτό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Γιώργου
Μιχαηλίδη. Και λυπούμαι που δεν βρήκα
την ευκαιρία να δω την παράσταση για
δεύτερη φορά. Θα το ήθελα. Γιατί με
ενθουσίασε η λιτότητα της σκηνοθεσίας,
του σκηνικού (Αγνή Ντούτση), της ερμηνείας
των ηθοποιών. Ήταν μια παράσταση που
είχε βάθος. Η ωριμότητα του Μιχαηλίδη
ανέστησε στα μάτια των θεατών της
παράστασης το θέαμα των ανθρώπων και
της ζωής τους. Η γοητεία των τσεχοφικών
ηρώων υποδηλώνεται από τα μυστικά τους.
Δεν είμαι κριτικός για να σταθώ σε
κάποιες ερμηνευτικές λεπτομέρειες. Δεν
έχει, άλλωστε, και τόση σημασία, αφού η
παράσταση έδωσε εκείνο που χαρακτηρίζει
την τσεχοφική ατμόσφαιρα: σιωπή! Μια
σιωπή με κυματισμούς, με πλαστικότητα,
με χρώματα, με παλμούς ζωής.
ΤΟ
ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ να μεταχειρίζεσαι το λόγο και
την κίνηση –σημείωνε ο Άγγελος Τερζάκης–,
την εξωτερική δράση, έτσι που να
οργανώνεται μ’ αυτά η σιωπή, είναι ένα
από τα βαθύτερα επιτεύγματα της θεατρικής
τέχνης. Ο Τσέχοφ δεν το περιμένει, το
απαιτεί. Σ’ αυτόν υπάρχει ένα διπλό
ρεύμα διαλόγου, μ’ εναλλασσόμενη στάθμη,
όπου ενώ το ένα νήμα κυματίζει λυτό,
στην επιφάνεια, το άλλο υποκρούει σφιχτά,
υποβαστάζει, κάποτε ειρωνεύεται ή
διαψεύδει, αλλά έτσι πάντα που να κάνει
αισθητό το μυστήριο του όντος.
ΕΙΝΑΙ
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ δευτέρου βαθμού. Τον είχε
επισημάνει πρώτος, θεωρητικά, ο Μέτερλιγκ,
όμως αυτό μας δείχνει το γιατί ο όρος
«ρεαλισμός» κερδίζει άλλο περιεχόμενο
στην περίπτωση του Τσέχοφ. Εδώ οι
αισθητικές σχολές συγχέονται κι
αυτοαναιρούνται. Είπανε –και λένε
ακόμα, βαρυσήμαντοι θεωρητικοί– τον
Τσέχοφ «νατουραλιστή». Ανοησία. Μπορεί
να μιλήσει κανένας για ρεαλισμό
συμβολιστικό; Αν ναι, αν δεν πρόκειται
γι’ αντίφαση, τότε είναι η περίπτωση
του Τσέχοφ. Ο άνθρωπος υπάρχει κι όταν
δεν μιλάει. Δεν είναι μόνον όταν φλυαρεί
ή όταν ψεύδεται –υποπροϊόντα-δουλείες
και τα δυο του λόγου– που υπάρχει, αλλά
κι όταν σωπαίνει χωρίς να είναι αδειανός.
Πότε η σιωπή εκδηλώνει την παρουσία
περισσότερο κι από τη λαλιά; Αυτό, το
συνέλαβε, το καθήλωσε περισσότερο από
κάθε άλλον ο Τσέχοφ.
ΕΦΤΑΣΕ
να γίνει εκπληκτική η δεξιοσύνη του
Τσέχοφ στην έκφραση του μη διατυπώσιμου.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την
περιγραφική δεινότητά του. Ωστόσο, ποτέ
δεν παρασύρθηκε απ’ αυτήν. Δεν είναι
ότι μας περιγράφει τους ήρωές του, αλλά
ότι συμπυκνώνει στον καθένα τους κάποια
μυστική αγωνία. Και είναι αλήθεια ότι
αρκετές φορές εκτιμούμε την υποδήλωση,
την υποβλητική ελλειπτικότητα. Και ο
Τσέχοφ δεν καίει τα πυρομαχικά της
τέχνης του για πυροτεχνήματα. Ούτε
απόκρημνη είναι ούτε δυσκολοπρόσιτη.
Πάντως, η ροή του χρόνου στο έργο του
Τσέχοφ, που συμπαρασύρει και τη χαρά
και τη λύπη, νιώθουμε πως μας αφήνει
αισθητά τ’ αχνάρια της λύπης.
Σε
μια συνέντευξή του στην Μαρί-Ελέν Ετιέν,
ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ (Δρώμενα, τ.
3-4/1984) έλεγε: Ο Τσέχοφ ζούσε σε μια Ρωσία
μεγάλης αθλιότητας και υπέφερε με ό,τι
έβλεπε. Ήταν ένας αμφισβητίας της εποχής
του. Σαν γιατρός είχε αναπτύξει μια
μεγάλη ικανότητα παρατήρησης κι ακόμη
πολύ χιούμορ – ένα χιούμορ πολύ σκυθρωπό
συχνά.
Υπάρχουν
δυο παράγοντες εξαιρετικά σημαντικοί
στη ζωή του Τσέχοφ. Ο πρώτος ότι ήταν
ένας άνθρωπος καταδικασμένος, ο θάνατος
τον κυνηγούσε, ο δεύτερος ότι μπροστά
σε αυτό το γεγονός – με το προαίσθημα
αυτών που θα πεθάνουν νέοι - έδειχνε μια
ενέργεια ασύλληπτη. Πλάι στην ιατρική
του δραστηριότητα έγραψε τόσες ιστορίες,
τόσα άρθρα, έκανε τόσα ταξίδια. Παρόλο
που ήταν άρρωστος, για παράδειγμα έκανε
ένα απίστευτα δύσκολο ταξίδι για να
επισκεφθεί τους καταδικασμένους στα
κάτεργα. Ζούσανε κάτω από συνθήκες
απόλυτα φρικτές, όπως ο Σολζενίτσιν στη
Σιβηρία, κι όλα τούτα τα περιέγραψε σ’
ένα του αφήγημα. Ένας άνθρωπος ευαίσθητος
και δυστυχισμένος, ο άνθρωπος που ξέρουμε
από τις φωτογραφίες του, αυτόν ξαναβρίσκουμε
στα διηγήματά του. Περνώντας στο θέατρο
ο τόνος των έργων του αλλάζει κι αυτό
είναι η απόδειξη ότι δεν πρόκειται μόνον
για έναν καλό συγγραφέα που γράφει
θέατρο, αλλά για ένα ταλέντο απόλυτα
εξαιρετικό.
Είχα
καταλάβει – υπογραμμίζει ο Πίτερ Μπρουκ
– (όπως ο Σέξπιρ και λίγοι ακόμη) αυτό
που στο θέατρο είναι θεμελιώδες: θέατρο
δεν υπάρχει παρά αν η αναγκαστικά
προσωπική οπτική γωνία του μυθιστοριογράφου
εξαφανιστεί για να δώσει τη θέση της σε
μια οπτική γωνία πολλαπλή. Αυτό μοιάζει
αδύνατο. Είναι σαν κάποιος κοιτώντας
τα αγάλματα στην Ινδία, να ’λεγε, «α! τι
ωραίο θα ήταν να είχαν δώδεκα χέρια».
Άλλο να διαπιστώνεις κι άλλο να
κατορθώνεις. Δεν είναι τυχαίο ότι
υπάρχουν εξαιρετικά λίγα μεγάλα έργα.
Για μένα οι δυο μεγαλύτεροι συγγραφείς
είναι ο Σέξπιρ κι ο Τσέχοφ. Είναι περίεργο
που δυο άνθρωποι με ύφος τόσο διαφορετικό
(ο ένας γράφει έργα επικά σε στίχο, ο
άλλος ρεαλιστικά σε πρόζα) συναντιώνται,
μπορούμε να πούμε, σε τούτο το κοινό
σημείο: την πολλαπλή οπτική γωνία. Και
στις δυο περιπτώσεις καμιά κρίση δεν
εκφέρεται για τα πρόσωπα – το καθένα
υπάρχει με τρόπο ολότελα ανεξάρτητο. Ο
ηθοποιός μπορεί να δώσει εξίσου πυκνότητα
στο ένα ή στο άλλο πρόσωπο κι ο θεατής
να βγει από το συνηθισμένο του μανιχαϊσμό:
δεν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί»…
ΥΓ. Έτσι, για να μην αφήσω τις σκέψεις ημιτελείς από τη δημοσίευση μιας φωτογραφίας και τον μονόλογο της Σόνιας, της ηρωίδας του Αντον Τσέχοφ, στον ΘΕΙΟ ΒΑΝΙΑ. Το κείμενο αυτό το είχα δημοσιεύσει στα "Δρώμενα"
No comments:
Post a Comment