«έχω τόσο ανάγκη να ταξιδέψω...
ας είναι, ας ονειρευτώ μόνο...» [H.S.A.]
ας είναι, ας ονειρευτώ μόνο...» [H.S.A.]
Κι εγώ, έχω τόση ανάγκη να ταξιδέψω. Γιατί έρχονται στιγμές που η ψυχή κραδαίνεται, σηκώνει στο κοντάρι σήματα και γνέφει προς διάφορες κατευθύνσεις. Και δεν χάνω την ευκαιρία ν' αφεθώ στο έλεος των στιγμών. Αυτό ερμηνεύεται πολλαπλώς. Το πεπρωμένο του ανθρώπου ή του κάθε άντρα και της κάθε γυναίκας δεν είναι απαραίτητο να έχει παίξει το τελευταίο του χαρτί. Έτσι κι εγώ λέω πως η ανάγκη για ένα ταξίδι δεν είναι παρά ο θρίαμβος της περιπέτειας κατά της μονιμότητας, της γλύκας της μέθης της τρικυμίας κατά του αράγματος.
Και περνάνε από το μυαλό και τα μάτια πολυδαίδαλες πόλεις και απέραντοι κάμποι, οι δρόμοι και τα πάρκα που περπάτησα στο Παρίσι, στη Λιόν, στην Αβινιόν, στο Στρασβούργο, στις Βρυξέλλες, στη Ρώμη, στη Βενετία, στη Ζυρίχη, στη Μόσχα, στην Αγία Πετρούπολη, στη Σόφια και όπου αλλού, οι άνθρωποι που συνάντησα, οι γυναίκες που αγάπησα και με αγάπησαν, οι φίλοι που απόκτησα, ή εκείνοι που έχασα...
Να, εκεί στο θάμπος του καλοκαιριάτικου πρωινού, μια σιωπηλή παρουσία. Την πλησίασα και ήταν γαλανομάτα κι ένα πλατύ χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη της όσο την πλησίαζα. Αρχίσαμε να μιλάμε αλλά και τώρα δεν μπορώ να καταλάβω σε τι γλώσσα μιλούσαμε. Με πλησίασε αρκετά και τότε απλώνει το χέρι της και μου προσφέρει ένα λουλούδι κίτρινο... Θαρρώ πως ήταν ένας ήλιος... Δεν θυμάμαι καν σε ποια γλώσσα της είπα ευχαριστώ. Εκείνη σα να ξεθαρρεύτηκε ήρθε πολύ κοντά μου και οι καθίσαμε σ' ένα παγκάκι. Σαν αέρινη παρουσία την ένιωθα πλάι μου. Σήκωσα το χέρι και της χάιδεψα απαλά το κεφάλι. Τότε εκείνη, έσκυψε προς τη μεριά μου, και με φίλησε όσο γίνεται πιο τρυφερά, σχεδόν βελούδινα, στο μέτωπο...
Ξάφνου, βρεθήκαμε με δυο ποδήλατα να περπατάμε σ' ένα δρόμο με πλάκες, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα αυτοκίνητο παρά κάτι παιδιά που έπαιζαν μπάλα κι ευτυχώς που τα πορτοπαράθυρα των σπιτιών ήσαν κατά περίεργο τρόπο όλα κλειστά. Ούτε που κατάλαβα πότε μου έπιασε το χέρι, και μου το έσφιγγε. Αλλά δεν μου φάνηκε περίεργο. Ήταν σαν κάτι φυσιολογικό, έτσι το ένιωσα και μόλις φτάσαμε στο τέλος του δρόμου, πέφτουμε πάνω σε μια μουσική κομπανία. Τρόπος του λέγειν, μουσική κομπανία... Ήσαν τρεις νέοι με δυο κιθάρες κι ένα βιολί, όρθιοι σ' ένα τριγωνικό παρκάκι και παίζανε, αλλά δεν τους άκουγε κανένας. Οπότε κι εμείς το θεωρήσαμε πρέπον να σταθούμε εκεί κοντά τους. Κι έπαιζαν ένα πολύ αγαπημένο μου κομμάτι. Ήταν το Concierto de Aranjuez του Joaquín Rodrigo, που το ξέρω καλά. Εκείνη το άκουγε εκστατικά γιατί οι τρεις νέοι δεν φαίνονταν άσχετοι...
Μην αρχίσετε να λέτε ότι είναι κακού γούστου ρομαντισμός. Όχι, δεν είναι. Αφού το λέω εγώ, δεν είναι. Απλώς είναι φουσκονεριά μιας ψυχής, που μοιάζει ατάραχη και κάποτε παγερή, αλλά που κατά βάθος είναι αλαφιασμένη.