Οι
φωτογραφίες των ηθοποιών από την ταινία Le
Grand Meaulnes του Jean-Daniel Verhaeghe,
βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Alain-Fournier
Διαβάζω για τρίτη φορά τον Μεγάλο
Μωλν [Le Grand Meaulnes] του Αλέν Φουρνιέ [Alain Fournier, 1886-1914] στη γνωστή και εξαιρετική μετάφραση του Παύλου Μάτεσι. Ένα
μυθιστόρημα που το έχω απολαύσει στο παρελθόν και ξανά τα ίδια αισθήματα με
κατακλύζουν και τώρα. Είχα ξαναγράψει γι’ αυτό.
Κάποτε το βιβλίο αυτό του Φουρνιέ
το είχαν χαρακτηρίσει μυθιστόρημα της εφηβείας, αλλά δεν είναι!! Θα έλεγα ότι
είναι το μυθιστόρημα του χιμαιροκυνηγού. Και ομολογώ ότι πάντα εύρισκα
ομοιότητες με τα χρόνια της δικής μου εφηβείας.
Βέβαια ο Φουρνιέ έχει μεταφέρει
στο μυθιστόρημά του τη μικρή ιστορία του τρόπου με τον οποίο εμπνεύσθηκε το έργο του αυτό. Σύμφωνα
με τη διήγηση του Αντρέ Μορουά σ’ ένα άρθρο του, ένα 18χρονο γυμνασιόπαιδο,
ανήμερα της Αναλήψεως του 1905, που τελειώνει τις σπουδές του στο Παρίσι,
βλέπει στο Cours la
reine [8th arrondissement], μια νεαρή σπαθάτη και ξανθιά κοπέλα, παρέα με μια
ηλικιωμένη γυναίκα. Κατευθύνονταν προς την όχθη του Σηκουάνα για να πάρουν το
βαποράκι. Ο Φουρνιέ στη θέα της κοπελιάς «παθαίνει» και τις ακολουθεί στο
βαποράκι. Την βρίσκει πανέμορφη «που ωραιότερη δεν γίνεται στον κόσμο… Ήταν η
πιο θηλυκιά και η πιο λευκή ψυχή που είχα δει ποτέ μου».
Κάποια στιγμή θα κατέβουν, πρώτα
οι γυναίκες κι από κοντά ο Φουρνιέ, αλλά γρήγορα θα τις χάσει καθώς εκείνες
κατευθύνονταν προς το μπουλβάρ Σεν Ζερμέν [boulevard saint germain].
Από εκείνη την ημέρα, κάθε
Κυριακή και κάθε Πέμπτη ο Φουρνιέ πήγαινε και στεκόταν στο σημείο εκείνο που τις
είχε χάσει, με την ελπίδα να ξαναδεί την όμορφη νεαρή. Κάποια μέρα βέβαια την
είδε κι αφού την πλησίασε της είπε χαμηλόφωνα «Είσαστε πολύ ωραία» [«Vous êtes belle»]! Εκείνη
μπαίνει σ’ ένα τραμ κι αυτός ξοπίσω της.
Και συνεχίζει: «Πείτε μου πως με
συγχωρείτε που σας είπα ότι είσαστε ωραία…».
Εκείνη, με αποφασιστικότητα: «Κύριε…
κάντε μου τη χάρη».
Κι αφού ο Φουρνιέ επιμένει, η
νεαρή του λέει: «Ποιο το όφελος, αφού αύριο φεύγω; Δεν με ενοχλήσατε. Μου
φερθήκατε με πολύ σεβασμό και δεν είμαι θυμωμένη μαζί σας». Έτσι ο διάλογος θα
συνεχιστεί.
Γράφει ο Μορουά: «Κουβέντιασαν μ’
ευχαρίστηση, αργά, φιλικά. Ήταν μια μεγάλη, ωραία, παράξενη και μυστηριώδης
συνομιλία. Τον ρωτάει πώς τον λένε. ‘Γράφετε; Πού γράφετε;’. Τότε εκείνος
παίρνει θάρρος και την ρωτάει: ‘Κι εσείς; Δεν θα μου πείτε το όνομά σας;’.
Στο μυθιστόρημα που θα βγει από
το πολύ σύντομο αυτό όνειρο, εκείνη θ’ αποκριθεί:
«Τ’ όνομά μου… Είμαι η δεσποινίς Υβόννη
ντε Γκαλέ…». Και χάθηκε…
Στην πραγματική σκηνή, η νεαρή
κοπέλα είπε:
«Είμαι η δεσποινίς Υβόννη ντε Κιεβρκούρ» [«je suis mademoiselle Yvonne de Quiévrecourt…»]!
Την ώρα που περνάγανε τη γέφυρα
του μεγάρου των Απομάχων, η κοπέλα θα προφέρει μια φράση παράδοξη:
«Είμαστε και οι δυο μας παιδιά.
Κάναμε μια τρέλα».
Θα περπατήσουν για λίγο
πλάι-πλάι, θ’ ανταλλάξουν δυο-τρεις κουβέντες ακόμη, λίγες ματιές κι αυτό ήταν
όλο. Θα χωρίσουν και δεν θα την ξανάβλεπε παρά μετά από κάμποσα χρόνια,
παντρεμένη μ’ έναν αξιωματικό του ναυτικού και μητέρα δυο παιδιών. Στον άντρα της
είχε διηγηθεί το περιστατικό της συνάντησης με τον συγγραφέα. Προφανώς κι όταν
αργότερα ο Φουρνιέ της έστειλε ένα αντίτυπο με τον ‘Μεγάλο Μωλν’, θα το δέχτηκε
με ήσυχη τη συνείδησή της, κι επιπλέον είναι βέβαιο ότι θα παραξενεύτηκε για το
γεγονός ότι ένα τόσο αθώο και σύντομο περιστατικό μετουσιώθηκε σ’ ένα
μυθιστόρημα.
Στο μυθιστόρημα:
Μίλησαν αργά, σιγανά, ευτυχισμένα. Σαν φίλοι. Ύστερα η στάση της νέας άλλαξε.
Τώρα δεν ήταν πια τόσο απρόσιτη. Ήταν λιγότερο σοβαρή, αλλά φαινόταν πιο ανήσυχη.
Σαν να μην ήταν, θα ’λεγες, σίγουρη γι’ αυτά που θα έλεγε ο Μωλν και θύμωνε από
τα πριν. Έστεκε πλάι του κυριευμένη ολάκερη από ένα σπαρτάρισμα, σαν χελιδόνι που
άγγιξε για μια στιγμούλα τη γη και τώρα τρεμούλιαζε
από επιθυμία να ξαναπετάξει.
-
Για τι; Προς
τι; Απαντούσε μαλακά στις προτάσεις του Μωλν.
Ώσπου τελικά βρήκε το θάρρος και της ζήτησε την άδεια να ξανάρθει κάποτε
επίσκεψη στο σπίτι της που ήταν τόσο όμορφο. Σταμάτησε για λίγο. Ύστερα του απάντησε
απλά:
-
Θα σε περιμένω.
Πλησίαζαν στην αποβάθρα. Άξαφνα εκείνη στάθηκε και του μίλησε σκεφτική.
-
Είμαστε και
οι δυο μας παιδιά. Κάναμε μια απερισκεψία. Αυτή τη φορά δεν πρέπει να ξαναμπούμε
στο ίδιο βαποράκι. Χαίρετε. Μη με ακολουθήσετε.
Ο Μωλν, σαστισμένος κι αναποφάσιστος για ένα λεπτό, απόμεινε να την κοιτάζει
που έφευγε. Μετά προχώρησε κι αυτός. Και τότε το κορίτσι, μια στιγμή προτού ανακατευτεί
με τους καλεσμένους, στράφηκε προς το μέρος του, τον κοίταξε πολλή ώρα, για πρώτη
φορά πολλή ώρα. Στερνός αποχαιρετισμό; Ή σημάδι πως του απαγόρευε να τη συνοδέψει;
Το θέμα είναι τι μπορεί ν’
αποκομίσει ένας σημερινός νέος διαβάζοντας το παραπάνω περιστατικό;; Μπορεί να
σκάσει κανένα περιπαικτικό χαμόγελο ή ενδεχομένως μια ειρωνική μακρόθυμη κρίση
για το αξιοθρήνητο της ιστορίας αυτής. Μπορεί να υπάρξουν και άλλες αντιδράσεις.
Αλλά, ο κόσμος εκείνου του καιρού ήταν ο κόσμος των πόθων που γίνονται όνειρα
επειδή δεν πραγματοποιούνται. Ο τωρινός κόσμος έχει και αυτός τα όνειρά του,
μόνο που είναι τα όνειρα των πόθων που τους εξετέλεσε η πραγματοποίηση, ο
κόρος, η ανακάλυψη ενός κενού πίσω και πέρα από τον ορατό στόχο….
No comments:
Post a Comment