Ήμουν παιδί, 6-7 χρονώ, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, ένα καλοκαίρι, που είχα βρεθεί με τον πατέρα μου στην Αμαλιάδα. Ήταν Κυριακή. Κι εκεί που περίμενα τον πατέρα μου να τελειώσει τις δουλειές του, εγώ έπινα μια λεμονάδα στου Κίντου το μαγαζί, που τότε ήταν στέκι γενικώς, εκεί στη Σοχιά [για όσους ξέρουν από Αμαλιάδα]. Και το θαύμα ξέρετε ποιο ήταν; Άκουσα για πρώτη φορά τη ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ, στη διαπασών. Μαγεύτηκα. Ένιωσα ότι μια μεγάλη πέτρα μπήκε στη θέση της και φαντάστηκα ένα μεγάλο οικοδόμημα. Αυτό το τραγούδι από τότε το ακούω πάντα στη διαπασών. Και πρέπει να πω ότι ανάμικτα συναισθήματα με κατακλύζουν. Δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς, αλλά νιώθω κάτι σα νοσταλγία, σαν λύπη, σαν πίκρα, σα να μου έχει φύγει κάτι που δεν μπορώ ξανά να το αποκτήσω, σαν έρωτας που ποτέ δεν συνάντησα... Έκτοτε οι Κυριακές μου ήσαν δεμένες ακατάλυτα με το τραγούδι αυτό του Τσιτσάνη και δεν μπόρεσα ποτέ να τις απομονώσω. Η μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος δείχνει πως μέσα μας, εκεί στα κατάβαθα, πέρα από τον έλεγχο του λογισμού, παραμονεύει μια ενστιγματική υποψία για το ανήκουστο, το ανεκλογίκευτο, το ανομιμοποίητο, το πέρα από τον έλεγχο της εμπειρίας, πέρα από την περιοχή του σταθμητού. Δεν απαντώ στο ερώτημα της φίλης μου που δεν μπορεί η ίδια να λύσει τον γρίφο της μελαγχολίας του κυριακάτικου απογεύματος. Ανήκω στην πλευρά των ανήσυχων, που δεν έχουν τίποτε να προτείνουν κι αυτό είναι η πρακτική αδυναμία τους. Ωστόσο, θα ήθελα να δώσω μια ελάχιστη εξήγηση κι αυτή έχει σχέση με μια ανακλαστική κίνησή μας όταν χάνουμε την ισορροπία μας και ψάχνουμε γύρω μας από κάπου να πιαστούμε κι αυτό το "κάπου" βρίσκεται πάντοτε στον κόσμο που μας περιβάλλει, δηλαδή έξω από μας.
* Από ένα σχόλιο της αγαπημένης φίλης Ελενης Χαραλαμποπουλου-Ραλλη, στην οποία και αφιερώνω αυτό το σημείωμα
No comments:
Post a Comment