Εκείνο το
πρωινό, εδώ και μέρες, δεν λέει να φύγει από το μυαλό σου. Διαρκώς σε
καταδιώκει.
Βγήκες για να
γνωρίσεις την πόλη. Μόλις ξεμύτισες στον δρόμο αντιμετώπισες το πρόβλημα. Σε
είχαν προειδοποιήσει γι’ αυτό αλλά δεν φάνηκες να πτοείσαι. Συνέχισες ατάραχος την
πορεία σου. Ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα. Με δυσκολία βάδιζες στους άδειους
δρόμους. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν ακόμη κλειστά.
Στο τέλος της
κατηφοριάς, υποτίθεται, ότι απλωνόταν η λίμνη. Δεν φαινόταν, όμως, τίποτα.
Πλησίασες προς το μέρος της. Αισθάνθηκες την παρουσία της. Στην άκρη της, ο όγκος
ενός ψηλού δένδρου, μόλις διακρινόταν. Κάθισες σε ένα πεζούλι και έμεινες
ακίνητος.
Μέσα στην
απόλυτη ησυχία αφουγκραζόσουν. Προσπαθούσες να αναπλάσεις φευγαλέες εικόνες. Άκουγες
τα φτερουγίσματα των πουλιών που περνούσαν από κοντά σου. Κι ύστερα, τις
κινήσεις τους, καθώς έπεφταν με αδημονία στο νερό, αναζητώντας τροφή.
Λίγη ώρα μετά
όλα είχαν αλλάξει. Λες και κάποιος αόρατος σκηνοθέτης άλλαξε ξαφνικά το
σκηνικό. Η ομίχλη άρχισε να διαλύεται. Ήταν διάφανη, πλέον, η ατμόσφαιρα. Το
επιβλητικό κάστρο εξουσίαζε τον χώρο. Η λίμνη ξεδίπλωνε νωχελικά τις χάρες της.
Μια βάρκα φαινόταν να κινείται μακριά. Όρθιος, ο κωπηλάτης της, αγωνιούσε για
το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Ο ήλιος, που υψώθηκε πάνω τα απέναντι βουνά,
έδωσε άλλη διάσταση στα χρώματα.
Το δένδρο
αποκάλυψε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο την επερχόμενη αλλαγή. Πάνω του,
κυριαρχούσε το καφετί και το κίτρινο χρώμα. Με ένα φύσημα του αέρα πολλά ξερά φύλλα
στροβιλίστηκαν στον αέρα.
Σηκώθηκες αργά
και έσφιξες το παλτό στο κορμί σου. Προσπάθησες να ζεστάνεις με τα χνώτα σου τα
παγωμένα χέρια. Μάταιος κόπος...
Ο χειμώνας
πλησιάζει...
No comments:
Post a Comment