ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ
Η ροή προσφύγων από
εμπόλεμες περιοχές στον ελληνικό χώρο δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο. Συνέβη
αρκετές φορές στο παρελθόν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει ο τρόπος
αντιμετώπισης του προβλήματος. Μέσα από την περιγραφή του, κάθε φορά,
αναδεικνύονται κυρίαρχες αντιλήψεις και νοοτροπίες.
Μία εικόνα, ανάλογη
με αυτήν που παρακολουθούμε το τελευταίο χρονικό διάστημα στη θάλασσα του
Αιγαίου, κυριάρχησε την περίοδο του Τετάρτου
Βενετοτουρκικού Πολέμου (1570-1573). Κατά τη διάρκειά του, κατακτήθηκε η
Κύπρος, με αποτέλεσμα τα δημιουργηθεί ένα μεγάλο προσφυγικό ρεύμα από το νησί προς τις χώρες της Δύσης.
H αποχώρηση των κατοίκων έγινε σταδιακά. Ένα
πρώτο κύμα προσφύγων δημιουργήθηκε από τις
αρχές Σεπτεμβρίου του 1570, ύστερα από την κατάληψη της Λευκωσίας, οπότε
και περιήλθε στα χέρια των Tούρκων το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού. Τους
επόμενους μήνες, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου, η φυγή των
κατοίκων συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό. Tις πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1571,
όταν καταλήφθηκε η πόλη, χιλιάδες Kύπριοι σκοτώθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν. Όσοι
κατάφεραν να διασωθούν, επιβιβάστηκαν στα πλοία του χριστιανικού στόλου,
επιλέγοντας τον δρόμο της προσφυγιάς. O μεγάλος όγκος των προσφύγων αναχώρησε
από το νησί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. H άφιξη στις βενετοκρατούμενες
ελληνικές περιοχές μικρών ομάδων αλλά και μεμονωμένων ατόμων, που κατόρθωναν να
ξεφύγουν από την τουρκική αιχμαλωσία, συνεχίστηκε για πολλά χρόνια μετά.
Για την
κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο την αμέσως επόμενη περίοδο ιδιαίτερα
αποκαλυπτικός ήταν το 1575 ο βενετός αξιωματούχος Μπερνάρντο Σαγκρέντο. Το νησί,
σύμφωνα με πληροφορίες που συγκέντρωσε, είχε περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση
μετά την τουρκική κατάκτηση. Πολλοί από τους κατοίκους, είχαν φύγει,
εγκαταλείποντας τις οικίες τους. Την ίδια πορεία ακολουθούσαν καθημερινά άλλοι.
Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της
μείωσης του πληθυσμού οι νέοι κυρίαρχοι είχαν φέρει από τη Μικρά Ασία
οικογένειες αποίκων για να τις εγκαταστήσουν στις πόλεις και στα χωριά. Ένα
σημαντικό τμήμα τους, ωστόσο, είχαν πεθάνει εξαιτίας της υπερβολικής ζέστης.
Οι πρόσφυγες της Κύπρου, στην πλειονότητά
τους, επέλεξαν να διαμείνουν στην Κρήτη. Αρκετοί όμως ήταν εκείνοι, που
χρησιμοποίησαν το νησί ως ενδιάμεσο σταθμό, προκειμένου στη συνέχεια να
περάσουν στη Ζάκυνθο, στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα.
Υπήρξαν ωστόσο και ορισμένοι που κατευθύνθηκαν στην Ιταλία, στην Ισπανία
αλλά και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
Η μετάβαση των
προσφύγων στους νέους χώρους εγκατάστασης, τις περισσότερες φορές, ήταν περιπετειώδης.
Χρειάζονταν να υπερνικήσουν κάθε είδους εμπόδια ώσπου να βρουν ασφαλές
καταφύγιο. Ακόμα όμως και αν συνέβαινε αυτό, τις πρώτες δύσκολες μέρες είχαν να
αντιμετωπίσουν την εχθρότητα των ντόπιων, που ορισμένες φορές προέβαιναν σε
απεχθείς πράξεις σε βάρος τους.
Ακραίος, αλλά αποκαλυπτικός του κλίματος που
επικρατούσε, είναι ο τρόπος συμπεριφοράς του καπετάνιου ενός πλοίου, το οποίο
μετέφερε τριάντα Κύπριους πρόσφυγες στον Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο). Το
επεισόδιο περιγράφει ο Μαρίνο Καβάλι, γενικός προνοητής Kρήτης τα χρόνια
1571-1572, στην έκθεση που υπέβαλε μετά τη λήξη της θητείας του. Μεταξύ των
αφιχθέντων ήταν μία νέα κοπέλα με τη θεία της καθώς και άλλες γυναίκες.
Φτάνοντας στο λιμάνι του Χάνδακα, η κοπέλα διακορεύτηκε με απαίσιο τρόπο από
τον πλοίαρχο. Μόλις έγινε γνωστό το γεγονός ο βενετός αξιωματούχος συνέλαβε τον
βιαστή και προχώρησε σε ανακρίσεις. Κατά τη δίκη που διεξήχθη, αθωώθηκε όμως ο
κατηγορούμενος, καθώς υπέρ αυτού ψήφισαν άλλοι βενετοί αξιωματούχοι της πόλης.
Το Βενετικό
Κράτος, αρχικά τουλάχιστον, έδειξε απροετοίμαστο στην αντιμετώπιση του
προβλήματος. Και αυτό ήταν φυσικό αφού άλλες ήταν τότε οι προτεραιότητές του. Η
πολεμική αναμέτρηση με τους Τούρκους είχε εισέλθει στην πιο κρίσιμη φάση της.
Καθώς διαγραφόταν απειλητικός ο κίνδυνος απώλειας της Κρήτης προείχε η βελτίωση
της άμυνάς της.
Με το προσφυγικό ζήτημα ασχολήθηκε αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στις 7 Μαρτίου
1573. Δεν είχε όμως μεγάλα περιθώρια κινήσεων αφού οι
οικονομικές δυνατότητές του ήταν περιορισμένες εξαιτίας των υπέρογκων πολεμικών
δαπανών των προηγούμενων ετών. Στην προσπάθειά του λοιπόν να εξοικονομήσει
χρήματα και να δημιουργήσει ένα ταμείο βοήθειας για τους πρόσφυγες αποφάσισε στις
5 Iουλίου 1573 πως όσοι βενετοί αξιωματούχοι διορίζονταν στο εξής σε θέση που
θα χήρευε, υποχρεώνονταν, με επιβολή κυρώσεως στους παραβάτες, να ενισχύουν
τους Kυπρίους που έχασαν την πατρίδα, την οικογένεια και την περιουσία τους.
Πιο συγκεκριμένα, για μία εικοσαετία, θα κατέβαλλαν το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους
εισφορά στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.
Από πρόσφυγες,
που κατέφθαναν συνεχώς στη Βενετία και προέρχονταν από ευγενείς οικογένειες του
νησιού, άρχισαν να υποβάλλονται οι πρώτες αιτήσεις για την αποκατάστασή τους.
Όλες, γίνονταν αποδεκτές από τις αρχές της πόλης, που επιθυμούσαν να τους
ανταμείψουν για τις υπηρεσίες τους στο παρελθόν και να βοηθήσουν στο δύσκολο ξεκίνημά
τους σε ένα νέο περιβάλλον.
Παράλληλα, ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια
για την απελευθέρωση χιλιάδων Κυπρίων αιχμαλώτων, οι οποίοι, στην πλειονότητά
τους, είχαν οδηγηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Σε επιστολές τους εκείνης της περιόδου οι βενετοί
βάιλοι δίνουν λεπτομερή στοιχεία για την κατάσταση των φυλακισμένων αλλά
και την κινητοποίηση που είχε υπάρξει από διάφορες πλευρές για την απελευθέρωσή
τους. Η βενετική προσπάθεια, όπως μαρτυρούν έγγραφα της εποχής, συνεχίστηκε και
τις επόμενες δεκαετίες.
Την ίδια
περίοδο, ενδιαφέρον τόσο για τους πρόσφυγες όσο και για τους αιχμαλώτους, εκδηλώθηκε
και από άλλες πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Η Καθολική Εκκλησία, διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για την
απελευθέρωση από τα τουρκικά χέρια πλήθους αιχμαλώτων. Αντίστοιχες κινήσεις
εκδηλώθηκαν και από ισπανικής πλευράς, η οποία έκανε κατά κανόνα δεκτά όσα
αιτήματα υποβάλλονταν από Κύπριους πρόσφυγες. Πολλοί δυτικοευρωπαίοι
διπλωμάτες, κυρίως της Γαλλίας, ύστερα προφανώς από υποδείξεις των ανωτέρων
τους, δραστηριοποιήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλά και από μεμονωμένα
άτομα υπήρξε ενδιαφέρον για αυτούς.
H Kρήτη
αποτέλεσε την προσφορότερη λύση για τους Κύπριους πρόσφυγες. Αξίζει να
παρακολουθήσουμε τα πρώτα βήματά τους στο νησί και τον τρόπο που σταδιακά ενσωματώθηκαν
στο νέο περιβάλλον.
Όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες, το πρώτο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, βρήκαν
καταφύγιο στον Χάνδακα. Μικρός αριθμός τους εγκαταστάθηκε σταδιακά στις τρεις
άλλες μεγάλες πόλεις του νησιού (Σητεία,
Ρέθυμνο και Χανιά) αλλά και στην ύπαιθρο. Το
1576, σύμφωνα με αρχειακά τεκμήρια, κατοικούσαν σε όλη την Kρήτη 8.000 άτομα με
προέλευση την Kύπρο. O πληθυσμός του νησιού την ίδια περίοδο ανερχόταν στις
219.000 ψυχές. Aν λάβουμε υπόψη ότι στα αστικά κέντρα κατοικούσαν τότε 26.618
άτομα, τότε, κατά τους πιο μέτριους υπολογισμούς, υπερέβαιναν το 30% του
πληθυσμού των αστικών κέντρων.
Εύκολα γίνονται
αντιληπτές οι παρενέργειες που υπήρξαν στην κοινωνία και στην οικονομία του
νησιού από την άφιξη του προσφυγικού ρεύματος. Η πρώτη, και σημαντικότερη, ήταν
η αύξηση των δημοσίων δαπανών. Καθώς μάλιστα η Βενετία αιμορραγούσε οικονομικά,
εξαιτίας του προηγηθέντος πολέμου, αντιμετώπιζε με δυσκολία το πρόβλημα. Οι
επιπτώσεις ήταν ευδιάκριτες στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Kυρίως, στάθηκαν
αφορμή ώστε να οξυνθεί, ακόμη περισσότερο, το επισιτιστικό πρόβλημα, γεγονός
που επισήμαιναν συχνά οι βενετικές αρχές της Kρήτης σε επιστολές τους.
Τη δυσάρεστη
πραγματικότητα, που δημιουργήθηκε από τη σταδιακή άφιξη χιλιάδων προσφύγων, αντιμετώπισαν
από τις πρώτες κιόλας μέρες οι βενετικές αρχές του νησιού. Οι νεοαφιχθέντες δεν
διέθεταν ούτε καν τα στοιχειώδη για τη συντήρησή τους. Σε ένα έγγραφο
σημειώνεται για αυτούς: «Πεινασμένοι και
ρακένδυτοι, τριγυρνοῦσαν στους δρόμους των πόλεων, ικετεύοντας ευσπλαχνία».
Tην πλήρη εξαθλίωσή τους πρόδιδε η όψη τους. Πολλοί, για να συγκινήσουν τους
ντόπιους και να εξασφαλίσουν εργασία, έδειχναν τα τραύματα που είχαν δεχτεί
κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου.
Oι εντάσεις με
τους γηγενείς, συνήθεις σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν πρέπει να αποκλειστούν. Η
θέση των βενετικών αρχών απέναντι στο πρόβλημα, το οποίο άρχισε να λαμβάνει ανεξέλεγκτες
διαστάσεις, ήταν λεπτή. Mπροστά στον κίνδυνο να διαταραχτεί η δημόσια τάξη
κινητοποιήθηκαν προς δύο κατευθύνσεις. Πολλούς, από τους ικανούς για υπηρεσία
άνδρες, τους ενέταξαν στις στρατιωτικές ομάδες. Άλλους, τους επιβίβασαν στις
βενετικές γαλέρες, για να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες χωρίς αλυσίδες στα πόδια
τους. Προκειμένου να τους πείσουν, τους διαβεβαίωσαν πως, μόλις θα αφοπλίζονταν
αυτές, θα επέστρεφαν στους τόπους κατοικίας τους.
Η λύση που
επιλέχθηκε, παρά τους αρχικούς δισταγμούς των Κυπρίων, ικανοποίησε και τα δύο
μέρη. Ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα προσφύγων, εντασσόμενο στις στρατιωτικές
ομάδες ή στις γαλέρες, βρήκε πρόσκαιρη απασχόληση και εξασφάλισε τη διατροφή
του. Αλλά και η βενετική πλευρά επωφελήθηκε από τη ρύθμιση. Σε μια κρίσιμη
περίοδο, με εμφανείς τις ελλείψεις στη συγκρότηση στρατιωτικών ομάδων ή στην
επάνδρωση γαλερών, εξασφαλίστηκε η παρουσία σ’ αυτές εμπειροπόλεμων ανδρών.
Ο αφοπλισμός ωστόσο των στρατιωτικών δυνάμεων κατά τους χειμερινούς μήνες
είχε ως αποτέλεσμα την επανεμφάνιση του ίδιου, αποκρουστικού σκηνικού. Oι
λογομαχίες, οι τραυματισμοί και οι κλοπές σπιτιών αποτελούσαν καθημερινά
φαινόμενα. Tο πρόβλημα κατέστη οξύτερο μετά την υπογραφή της Συνθήκης Eιρήνης
του 1573 και την απόφαση της Βενετίας για τη σταδιακή μείωση των στρατιωτικών
δυνάμεων που έδρευαν στην Κρήτη. Η ρύθμιση φαίνεται πως δεν συμπεριέλαβε τους
Κυπρίους. Ο αριθμός όσων υπηρετούσαν σε στρατιωτικές ομάδες ή σε γαλέρες του
νησιού, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μειώθηκε ανεπαίσθητα τα επόμενα χρόνια.
Μικρός αριθμός
ανδρών προσφύγων χρησιμοποιήθηκε από τις βενετικές αρχές και αλλού. Όσοι
διέθεταν κάποια μόρφωση, ύστερα από αιτήσεις που υπέβαλαν, διορίστηκαν σε
δημόσιες υπηρεσίες. Η κατάληψη θέσεων του Δημοσίου από Kυπρίους, συνεχίστηκε
και τα χρόνια που ακολούθησαν.
Όσοι πρόσφυγες δεν κατέστη δυνατόν να απορροφηθούν υποχρεώθηκαν να
στραφούν σε άλλες ασχολίες τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Η
εκμετάλλευση των ακαλλιέργητων εκτάσεων σε εύφορες περιοχές, κυρίως του
οροπεδίου του Λασιθιού, αποτελούσε
πρώτιστο μέλημα για διάφορα φιλόδοξα άτομα που είχαν χάσει την κτηματική
περιουσία τους στην Kύπρο και επιζητούσαν να αποκατασταθούν. Δεν έλειψαν και
εκείνοι που, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, διέγραψαν μια εντυπωσιακή διαδρομή.
Σταδιακά, η κατάσταση ως προς τους πρόσφυγες, άρχισε να εξομαλύνεται.
Σύμφωνα με λίγο μεταγενέστερες πηγές στον Χάνδακα ζούσαν αρκετοί Κύπριοι που
απασχολούνταν σε διάφορες εμπορικές δραστηριότητες. Η συγκεκριμένη αναφορά έχει
μεγάλη σημασία. Κι αυτό γιατί μας μεταφέρει σ’ ένα άλλο, ενδιαφέρον ζήτημα. Την
προσπάθεια δηλαδή των προσφύγων να ενταχθούν στο περιβάλλον της Kρήτης και να αρχίζουν
να δραστηριοποιούνται.
Ως προς το τελευταίο ζήτημα, μια αρκετά σαφή εικόνα διαθέτουμε ως προς τη
συμμετοχή των Kυπρίων στο διαμετακομιστικό εμπόριο του νησιού, που γνώριζε τότε
μεγάλη άνθηση. Αρχικά, αποτελούσαν απλά μέλη των πληρωμάτων των πλοίων, που μετέφεραν
προϊόντα εκτός Kρήτης, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Ορισμένοι, με την πάροδο
του χρόνου, απέκτησαν δικά τους πλοία, με τα οποία εκτελούσαν τις θαλάσσιες
μεταφορές σε λιμάνια της Mεσογείου. Oι μαρτυρίες για την εμπορική δραστηριότητα
Kυπρίων που ζούσαν στην Kρήτη πληθαίνουν στα τέλη του 16ου αιώνα.
Στα έγγραφα της περιόδου δεν έχουν διασωθεί αναλυτικότερα στοιχεία για τους
πρόσφυγες. Δεν γνωρίζουμε, λόγου χάρη, λεπτομέρειες από την καθημερινή ζωή των
γυναικόπαιδων αλλά και των ηλικιωμένων, που αποτελούσαν την πλειονότητα του
προσφυγικού ρεύματος που κατέφθασε στην Κρήτη. Τα παραπάνω άτομα, όπως μπορούμε
να φανταστούμε, θα ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η άσκηση επαιτείας θα
αποτελούσε, αρχικά τουλάχιστον, τη μόνη λύση στο διαρκές πρόβλημα επιβίωσής
τους.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες, λοιπόν,
οι πρόσφυγες της Κύπρου ενσωματώθηκαν στον κοινωνικό ιστό της Κρήτης. Οι
συνέπειες, κυρίως για την οικονομική ζωή του νησιού, υπήρξαν ευεργετικές. Κατά
τον 17ο πλέον αιώνα σώζονται πολλές μαρτυρίες για δραστηριότητες που
ανέπτυσσαν.
Απηχήσεις της κυπριακής παρουσίας
στην Κρήτη υπάρχουν Κρητική Λογοτεχνία της εποχής. Στην κωμωδία Στάθης, που γράφτηκε στα τέλη του
16ου αιώνα, το πρωταγωνιστικό πρόσωπο είναι πρόσφυγας από την Kύπρο. Συχνές
αναφορές στο νησί γίνονται και στον Ερωτόκριτο
του Βιτσέντζου Κορνάρου, όπου, ένας από τους αντιπάλους του πρωταγωνιστή
ήταν ο Κυπρίδημος.
Το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα που
συνέρρευσε στην Kρήτη μετά τον Πόλεμο της Κύπρου, όπως όλα δείχνουν, είχε
αφήσει ανεξίτηλα σημάδια.
No comments:
Post a Comment