Ο κόσμος ολόκληρος αλλά και ιδιαίτερα η χώρα μας συγκλονίζεται από δραματικά γεγονότα που μας αναγκάζουν να δούμε την πραγματικότητα και να μην μπορούμε να στρέψουμε αλλού την προσοχή μας. Η προσφυγή ωστόσο στο όνειρο έχει μια αλλιώτικη γεύση και είναι ενδιαφέρον να δει κανείς ότι το ένα δεν διαψεύδει το άλλο. Είναι το αίσθημα του ξυπνητού ονείρου!!! Κατά κανόνα όμως το προνόμιο του κυνηγού της χίμαιρας το έχει ο νέος άνθρωπος, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κι ο μεγαλύτερος, ο ώριμος και πολυταξιδεμένος άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να ονειρεύεται. Ξαναδιάβασα τον "Μεγάλο Μολν" του Αλέν Φουρνιέ κι ένιωσα το δροσερό αεράκι της εφηβείας, των νεανικών χρόνων, όταν περπατώντας στην οδό Σταδίου αντίκρισα μια νέα γυναίκα και τα μάτια κόλλησαν εκεί και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ...
Δούλευα τότε και για πότε τα ξέχασα όλα, ούτε που κατάλαβα. Στεκόταν σε μια βιτρίνα με γυναικεία ρούχα κι εγώ στάθηκα και την κοίταξα σαν αποχαυνωμένος. "Στα μέτρα μου...", σκέφτηκα. Δηλαδή η κοψιά της μου πήγαινε. Όμορφο πρόσωπο, τέτοιο δηλαδή που ταίριαζε στα χαρακτηριστικά που εγώ θεωρούσα ότι ταίριαζαν σε μια γυναίκα που θα ερωτευόμουν. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε αδιάφορα. Όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω μου ένιωσα μια γλυκύτητα να ξεχύνεται στον πολυσύχναστο δρόμο κι εγώ νόμιζα ότι βρισκόμουν κάπου αλλού. Το περπάτημά της, τα χυτά μαλλιά της, κι εκείνα τα μάτια... Σχεδόν θλιμμένα, αλλά μεγάλα και στο φτερό ένα ρίγος με διαπέρασε.
Συνέχισε το δρόμο της κι εγώ την ακολούθησα. Πήγαινε προς το Σύνταγμα. Κρατούσα μια μικρή απόσταση για να μην την χάσω. Εκεί στο έμπα της πλατείας στρίβει δεξιά στην Καραγιώργη Σερβίας, μετά αριστερά στην οδό Βουλής και μπαίνει στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη. Από πίσω κι εγώ. Μπαίνω μέσα και κάνω δήθεν ότι ψάχνω για κάποιο βιβλίο, αλλά η ματιά μου την παρακολουθεί... Αγόρασε ένα βιβλίο, αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τι ήταν αυτό. Πάντως, ήταν ένα βιβλίο κι αυτό με χαροποίησε. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει ν' αγαπάει τα βιβλία, τη λογοτεχνία, τα γράμματα...
Κάποτε έφτασε στην οδό Φιλελλήνων κι εγώ από πίσω. Την είδα να μπαίνει στο πράσινο λεωφορείο - προς Πειραιά!!!! Ούτε που με απασχόλησε η δουλειά που είχα ούτε οι συνέπειες ούτε τίποτε... Μπήκε λοιπόν μέσα και βρήκε άδειο κάθισμα στο μπροστινό μέρος. Εγώ, χωρίς να την χάσω από τα μάτια μου, στάθηκα όρθιος κάπου στο μέσο του λεωφορείου. Η φαντασία μου είχε αρχίσει να δημιουργεί σχέσεις, να φτιάχνει διαλόγους, εικόνες στο μέλλον. Δεν είχα την αίσθηση της πραγματικότητας. Ένιωθα κατά βάθος ότι δεν επρόκειτο να γίνει κάτι, αλλά μ' αρεσε...
Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, άλλοι άνέβαιναν, άλλοι κατέβαιναν, αλλά η νεαρή γυναίκα καθόταν εκεί, ακίνητη και τα μάτια ήσαν καρφωμένα πάνω της. Το πρόσωπο ήταν εκείνο που με είχε τραβήξει πάνω της. Τώρα την έβλεπα από μια απόσταση και η αγωνία μου μεγάλωνε γιατί προσπαθούσα να σκεφτώ αν ζούσε μόνη της ή με την οικογένειά της, αν σπούδαζε ή δούλευε σε καμια βιοτεχνία... Κοίταζα το ρολόι μου και οι ώρες έφευγαν γοργά.
Κάποτε φτάσαμε στον Πειραιά κι όταν την είδα να σηκώνεται και να κατεβαίνει, την ακολούθησα. Μπροστά εκείνη, κι εγώ σε μια απόσταση τέτοια ώστε να μην τη χάνω από τα μάτια μου. Τελικά, την έχασα, ενώ έστριβε κάπου εκεί στο Δημοτικό Θέατρο. Στάθηκα να χαζεύω τον κόσμο που πήγαινε πέρα δώθε. Μια πικρή γεύση μου έμεινε. Θα μου πείτε για ποιο λόγο την ακολούθησα!! Δεν ξέρω. Και τι θα μπορούσα να προσδοκώ... Απλώς αναζήτησα τη στάση των λεωφορείων και ξαναγύρισα στην Αθήνα, άδειος, αλλά με εικόνες άπειρες, μαζί της.
Το περίεργο είναι ότι μετά από περίπου μια εβδομάδα την ξανασυνάντησα, πάλι στην οδό Σταδίου, αλλά δεν επανέλαβα ό,τι είχα κάνει την προηγούμενη φορά. Την ακολούθησα πάλι μέχρι το Σύνταγμα κι εκεί την άφησα με πίκρα και γύρισα απελπισμένος στη δουλειά μου.
Και τώρα πια σκέφτομαι ότι δεν θα μπορούσα να είμαι ένας ήρωας που να μοιάζει στον ήρωα του Φουρνιέ. Και θα πάρω το νήμα του Αντρέ Μορουά που διηγείται πολύ ωραία την ιστορία...
Ανήμερα της Αναλήψεως του 1905, ένας μαθητής του Γυμνασίου δεκαοχτώ χρονών, γιος δασκάλου, τελειώνει τις σπουδές του στο Παρίσι και βλέπει στο Κουρ λα Ρεν, μια νεαρή κοπέλα ξανθιά, σπαθάτη, που κοιτάζει το ωραίο παιδί μ' ένα βλέμμα αγνό και σοβαρό. Στο μπράτσο της κοπέλας είναι ακουμπισμένη μι ηλικιωμένη γυναίκα. Και οι δυο μαζί, κατεβαίνουν στην όχθη του Σηκουάνα, για να πάρουν το βαποράκι. Κατάκαρδα λαβωμένος από την εμφάνιση ο Αλέν Φουρνιέ, τις ακολουθεί.
Πάνω στο βαποράκι κοιτάζει την άγνωστη. Τη βρίσκει τόσο ωραία "που ωραιότερη δεν γίνεται στον κόσμο... Ήταν η πιο θηλυκιά και η πιο λευκή ψυχή που είχα δει ποτέ μου". Όταν η κοπέλα και η γριά κυρία βγαίνουν αποό το βαποράκι, βγαίνει κι αυτός και τις βλέπει να χάνονται κάτω από μια πύλη της λεωφόρου Σεν Ζερμέν. Από τότε, κάθε Κυριακή και κάθε Πέμπτη, που είναι οι μέρες της εξόδου του από το σχολείο, ο Αλέν Φουρνιέ θα πηγαίνει να στέκεται στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πύλη, με την ελπίδα να δει καμιά κουρτίνα ν' ανασηκώνεται και την κοπέλα να προβαίνει.
Τέλος της Πεντηκοστής, τη βλέπει να περνάει. Ζυγώνει, τότε το σύννεφο αυτό από δαντέλες, μποά, φόρεμα, και της λέει πολύ αργά και πολύ χαμηλόφωνα: "Είσαστε ωραία". Εκείνη παίρνει ένα τραμ. Χωρίς να ξέρει τι κάνει, μπαίνει κι αυτός ξοπίσω της. "Πείτε μου πως με συγχωρείτε που σας είπα ότι είσαστε ωραία...". Εκείνη, με τρόπο που κόβει κάθε συνέχεια: "Κύριε... κάντε μου τη χάρη". Και καθώς αυτός επιμένει: "Τι το όφελος, του λέει. Φεύγω αύριο... Δεν μ' ενοχλήσατε. Μου φερθήκατε με πολύ σεβασμό. Δεν είμαι καθόλου θυμωμένη".
Ο διάλογος όμως συνεχίζεται: "Κουβέντιασαν μ' ευχαρίστηση, αργά, φιλικά. Ήταν μια μεγάλη, ωραία, παράξενη και μυστηριώδης συνομιλία. Τον ρωτάει πώς τον λένε. "Γράφετε, πού γράφετε; "Τότε εκείνος παίρνει θάρρος και τη ρωτάει κι αυτός: "Κι εσείς; Δεν θα μου πείτε τ' όνομά σας;" Στο μυθιστόρημα που θα βγει από το πολύ σύντομο αυτό όνειρο, εκείνη θ' αποκριθεί: "Είμαι η δεσποινίς Υβόνη ντε Γκαλέ". Στην πραγματική σκηνή, είπε: "Είμαι η δεσποινίς Υβόνη Μπροσέ ντε Κιεβρκούρ". Την ώρα που περνάγανε την γέφυρα του μεγάρου των Απομάχων, η κοπέλα θα προφέρει μια φράση παράδοξη: "Είμαστε και οι δυο μας παιδιά. Κάναμε μια τρέλα".
No comments:
Post a Comment