ΤΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ;;;
Ό,τι και να σκέφτομαι, μου φέρνει μια κρυφή θλίψη.
Στην Αθήνα σήμερα, όταν έρχεται η νύχτα, παγώνουν μέχρι και τα νύχια. Κι αν περπατήσεις στα δρομάκια, νιώθεις έντονα την ανάγκη να πας γοργά, γιατί η ψυχή σου πλέον ζαρώνει κι αγριεύεται.
Η πόλη μας πια δύσκολα μας δείχνει την αγάπη της, την ομορφιά της.
Κι όταν ο σκληρός αέρας και η παγωνιά σε δέρνουν, τότε και η ψυχή σου γονατίζει.
Για πόσους συνανθρώπους πλέον η ημέρα είναι ένα ατελείωτο σούρουπο;;;
Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπαίναμε σε μια σήραγγα μισοφώτιστη και που δεν έχει τελειωμό;;
Κι έχει κανείς την εντύπωση ότι τίποτε δεν εξελίσσεται, τίτοτε δεν προχωρεί, δεν έχει θερμοκρασία, η πλάση ασάλευτη, κι εμείς φασματικά ναυάγια σε ξεραμένη θάλασσα...
Μονάχα οι μεγάλες λεωφόροι της πόλης, φορτωμένες αθανασία από την ιστορία τους που κάποιοι θα γράψουν, μνημειακές με την ανένδοτη ευθύτητά τους παρά την πίεση που καθημερινά δέχονται από τα εκατομμύρια αυτοκίνητα που διακινούν την ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Προσπαθώ να ξαναδεθώ με την πόλη που μεγάλωσα, αλλά τίποτε πια δεν με φέρνει πιο κοντά σε ό,τι έζησα από τα παιδικά μου χρόνια.
Κλείνω τα μάτια για να δω τι έχασα στα χρόνια που πέρασαν κι εκείνα βουρκώνουν, απλώνω τα χέρια ν' αγγίξω μορφές, κι αυτές διαλύονται, κάνω δυο βήματα για να περπατήσω σε δρόμους που θα έπρεπε να έχουν αποτυπωμένα και τα δικά μου αχνάρια κι εκείνοι χάνονται...
Ακόμα δηλαδή και στη μνήμη τ' αχνάρια δύσκολα φαίνονται.
Κι αν έρχεται η νύχτα, δύσκολα πια την αποζητά κανείς.
Είναι κι αυτή ανεξάντλητη κι αλύτρωτη.
Δεν υπάρχουν γειτονιές, και μονάχα ξεμοναχιασμένες σκιές μισοκρύβονται πίσω από κολόνες, από τις πόρτες...
Ξαναγυρνάει ο νους εκεί στο Μεταξουργείο, στην οδό Πύλου και στα περίχωρά της, εκεί όπου δεν συνωστίζονταν οικοδομές, για να καταπίνουν τον ζωτικό χώρο των ανθρώπων, αλλά σπίτια παλιά, μονόροφα, διώροφα, μεγάλες αυλές και σε ασφυκτική παράταξη γυναίκες, παιδιά, άντρες, μια ζωντάνια που ισοπέδωνε τις ανθρώπινες αδυναμίες, την πρωτόγονη αντιδικία και τις ξεσυνέριες.
Παγωμένος ο βραδινός αέρας φτεροκοπάει εδώ κι εκεί, και οι θόρυβοι της πόλης σβήνουν εικόνες κι εγώ σηκώνω τον γιακά και επιστρέφω στην πραγματικότητα.
Αν κάπνιζα, θα έλεγα ότι ήταν ο ρεμβασμός ενός τσιγάρου.
Τώρα αποχαιρετώ τις εικόνες ενός κόσμου που ζέστανε την καρδιά μου και πελιδνός στέκομαι μπροστά στην πιθανότητα άλλης μιας ολονυχτίας για να συλλογιστώ τον αξεδιάλυτο γρίφο της ζωής μας.
Νιώθω ότι μπορεί ν' ανήκω κι εγώ σε άλλη μια γενιά θυσιασμένη κι αυτό που μένει για να ζήσουμε είναι το υπόλειμμα μιας ζωής που βούλιαξε...
No comments:
Post a Comment