Δεν ήρθε απότομα. Μας είχε προειδοποιήσει. Πρώτα ήταν ο ουρανός που σκοτείνιασε και βαριά σύννεφα απλώθηκαν. Χοντρές οι στάλες στην αρχή και μετά ξέσπασε, λες και άνοιξαν οι ουρανοί. Τα λουλούδια στη βεράντα σκέφτομαι... Το σκυλί γαβγίζει. Ενας αέρας σαρώνει. Η βροχή έρχεται σαν να γίνεται επίθεση, όπως έκαναν τα αμερικανικά ελικόπτερα με τη μουσική στο Βιετνάμ. Ακόμα είμαστε στην ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Και θα θέλαμε να κρατήσει για πολύ. Μη φύγουν γρήγορα αυτές οι μέρες Θεέ μου. Με ηρεμούν, όπως με ηρεμεί και η βροχή - να την ακούω και να την βλέπω. Είναι σα να διώχνει μακριά τις καθημερινές έγνοιες, σα να καθαρίζει τον ορίζοντα για να δούμε καλύτερα ότι κάτι άλλο υπάρχει πέρα από το απτό κι εκείνο που μπορούν να δουν τα ταλαιπωρημένα μάτια μας.
Η βροχή δεν με πρόλαβε. Στο τσακ! Όταν άρχισε, εγώ ήδη στεκόμουν στην εξώπορτα μετά την καθιερωμένη βόλτα με τον σκύλο μου. Αλλά πάλι και να μ' έπιανε στο δρόμο, θα την απολάμβανα. Γιατί η βροχή για μένα είναι ανάσες ανακούφισης, είναι ένας διάλογος σιωπηλός. Σα να μου πιάνει κουβέντα και να μου λέει τα μυστικά του κόσμου. Κι εγώ δεν χρειάζεται να καταβάλω μεγάλη προσπάθεια να τ' ακούσω. Απλώς έχω τεντωμένες τις κεραίες μου και πιάνω στο φτερό τα σήματα που μου στέλνει.
Μια νεαρή γυναίκα τυλιγμένη στο παλτό της τρέχει να καλυφθεί κάτω από το στέγαστρο, στη στάση των λεωφορείων. Αραιή η κίνηση των αυτοκινήτων. Τα φωτάκια με τα χριστουγεννιάτικα δεντράκια και τους αγιοβασίληδες στα μπαλκόνια αναβοσβήνουν. Τα περιστέρια της γειτονιάς έχουν λουφάξει. Ξημερώνει.
No comments:
Post a Comment