ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ
Κάθε καλοκαίρι, όταν προγραμματίζω την πρώτη έξοδό μου στο
Αιγαίο, το μυαλό μου αμέσως στρέφεται στον Ζήσιμο Λορεντζάτο. Ορισμένα κείμενά
του, που τα πρωτοδιάβασα στα γυμνασιακά μου χρόνια, με έχουν σημαδέψει.
Ξεχωριστή θέση, ανάμεσά τους, κατέχει το βιβλίο του «Στου
τιμονιού το αυλάκι».
Είναι από το ωραιότερα ταξιδιωτικά κείμενα που έχω διαβάσει.
Όλος ο κόσμος του Αιγαίου, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μέσα από τη
ματιά ενός μεγάλου τεχνίτη της γραφής. Η ανάγνωσή του συνιστά ανεξάντλητη πηγή
συγκινήσεων. Συνεχώς ανακαλύπτω καινούργια πράγματα. Κάποιες λεπτομέρειες, στις
οποίες, άλλοτε, δεν είχα δώσει σημασία.
Αποτελεί απαραίτητο βιβλίο, μεταξύ διαφόρων άλλων, που
μπαίνουν στο σακίδιο πριν από την αναχώρηση. Η πρώτη έκδοση του 1983, με δεκάδες
παρατηρήσεις στα περιθώρια κάθε σελίδας από τα απανωτά διαβάσματα, έχει προ
πολλού αποσυρθεί. Ορισμένα φύλλα του είχαν ξεκολλήσει και συχνά τα έπαιρνε ο
αέρας με κίνδυνο να χαθούν. Έτσι, για λόγους ευκολίας, υποχρεώθηκα να αγοράσω
την ανατύπωση του 1990. Κι αυτή, όμως, άρχισε να γεμίζει γρήγορα με νέες
σημειώσεις.
Από την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου, στο τέλος των φοιτητικών
μου χρόνων, με είχε εντυπωσιάσει η περιγραφή της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο
συγγραφέας στις 14 Ιουνίου 1975 στη Φολέγανδρο (σ. 38-55):
«...Φουντάραμε αρόδο στην αγκάλη Άγιος Νικόλαος,
κολυμπήσαμε, ξεμεσημεριάσαμε, το απόγευμα μπήκαμε στο λιμάνι της Φολέγανδρος
και ανεβήκαμε στο διπλό χωριό, ένα από τα ωραιότερα στις Κυκλάδες. Το βράδι
ζυμωτό ψωμί, ρετσίνα σπιτικιά, κατσίκι στα κάρβουνα, σκόρδο, ντοματοσαλάτα με
κρεμμύδι, γιδίσιο τυρί, αυγά μάτια με λάδι – ο πολιτισμός μας στα μονιμότερα
συστατικά του. Η κηπουρική ένα με την ψαρική, αυτή ένα με την αρχιτεκτονική,
αυτή ένα με την υφαντική και όλα ένα με τη θρησκεία, με τη γλώσσα, με τον κύκλο
της ζωής και του θανάτου, με τον ουρανό και τη γη. Ο κρίκος ατόφιος: φίδι
ουροβόρο. Κανένα κυκλαδίτικο χωριό για μένα σαν τη Φολέγανδο, τέτοια αρχοντιά,
ταπείνωση, πάστρα (και είναι τα περισσότερα ανάλογα). Μερικά μαγαζιά και σπίτια
ξέχωρα.
Μερικές φυσιογνωμίες αξέχαστες, καθώς εκείνη η λιανοκόκαλη μαντιλωμένη
γριούλα με τα μενεξεδένια μάτια και το κοριτσίστικο πρόσωπο, που με ρώτησε στο
κεφαλόσκαλο του σπιτιού της. “Σας αρέσει το νησάκι μας;”. Ανέγγιχτο νησί, νησί
του μέτρου σε όλα· τελειότητα που της αρέσει να μη φαίνεται και μήτε το ξέρει,
για τούτο και δεν κατέχει απλά και μόνο τη γνώση, αλλά είναι γνώση. Μακαρισμένοι όσοι κρατούν τέτοια μυστικά, πιστοί στο
λόγο της ζωής τους...».
Συγκινήθηκα, διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές. Αποδίδουν
ακριβώς την εικόνα των περισσότερων νησιών των Κυκλάδων.
Στάθηκα, ιδίως, σε εκείνες που αναφέρονται στο λιτό βραδινό
γεύμα. Αμέσως τις υπογράμμισα. Για μέρες δεν έφευγαν από το μυαλό μου. Δεν ξέρω
για ποιο λόγο συνέβη αυτό. Ίσως, επειδή μου θύμιζαν μια ανάλογη ατμόσφαιρα των
παιδικών χρόνων μου, σε ένα χωριό της νότιας Κρήτης. Με μετέφεραν σε ένα άλλο
κόσμο, που είχε ήδη αρχίσει να θαμπώνει.
Χάρηκα όταν, συζητώντας κάποτε για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο με
τον Μενέλαο Παρλαμά, έναν πνευματικό άνθρωπο του Ηρακλείου, συμπέσαμε στην
άποψη πως, το συγκεκριμένο εδάφιο, είναι από τα ομορφότερα του βιβλίου.
Συχνά το έφερνα στο μυαλό μου τα χρόνια που ακολούθησαν,
όταν ταξίδευα με την οικογένειά μου στα νησιά του Αιγαίου. Ύστερα από
ατέλειωτες περιδιαβάσεις στα στενά των μικρών χωριών τους, ερχόταν η ώρα του
φαγητού και για ώρα αναζητούσαμε ένα ταπεινό εστιατόριο που θα πρόσφερε
γευστικές τοπικές συγκινήσεις. Μάταιος ο κόπος. Αυτά είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Τη θέση τους είχαν καταλάβει εκσυγχρονισμένα εστιατόρια με τυποποιημένα φαγητά.
Ήταν η περίοδος της πλαστής οικονομικής ευμάρειας. Οι
μεγάλες αίθουσες των νησιωτικών εστιατορίων, έσφυζαν από κόσμο. Δεν υπήρχε
ανεκμετάλλευτη γωνία. Πιάτα, με τα πιο απίθανα φαγητά, καταλάμβαναν κάθε
επιφάνεια τραπεζιού. Τα περισσότερα, δεν τα άγγιζε κανένας από τη συντροφιά. Οι
παραγγελίες για αστακομακαρονάδες, ένδειξη ενός αφόρητου νεοπλουτισμού,
διαδέχονταν η μία την άλλη. Μόνο έτσι καθιερωνόσουν κοινωνικά στον περίγυρό
σου.
Ύστερα από την κατάρρευση της συγκεκριμένης αντίληψης, που
τόσα δεινά επισώρευσε σε κάθε πτυχή της ζωής μας, μήπως ήλθε η ώρα να
ανακαλύψουμε ξανά την ομορφιά της απλότητας;
No comments:
Post a Comment