Thursday, August 6, 2015

ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥ




ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ

Είναι ακόμα πρωί όταν καταφθάνεις με την οικογένειά σου στη γνωστή παραλία της νότιας Κρήτης. Η θάλασσα, κατά περίεργο τρόπο, είναι σήμερα γαλήνια. Σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο τις μέρες του Αυγούστου. Τεράστια κύματα έρχονται συνήθως από μακριά και πέφτουν με δύναμη στην ακτή, ανακατεύοντας τα φύκια.
Η ατμόσφαιρα είναι διάφανη. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζουν με ευκρίνεια τα Παξιμάδια. Ιδανικές συνθήκες για ένα απολαυστικό μπάνιο.
Μετά την τακτοποίηση των πραγμάτων στη σκιά κάποιου αρμυρικιού, βγάζεις γρήγορα τα ρούχα σου. Σου περνά κάποια από το μυαλό ότι πρέπει να βάλεις αντηλιακό αλλά είναι νωρίς ακόμη. Τρέχεις γρήγορα προς τη θάλασσα. Ξέρεις μια συγκεκριμένη δίοδο, από την οποία αποφεύγεις τη βραχώδη ακτή, και βουτάς στη θάλασσα.

Το παγωμένο νερό δροσίζει αμέσως το κορμί σου. Κινητοποιεί τις αισθήσεις σου. Με λίγες απλωσιές απομακρύνεσαι γρήγορα από την ακτή. Ο βυθός της θάλασσας είναι βαθυγάλαζος. Όπως και τότε, που έκανες τα πρώτα μακροβούτια σου σε αυτόν, πριν από σαράντα επτά χρόνια. Πότε πέρασαν αυτά δεν το κατάλαβες. Σου φαίνονται σαν να ήταν χθες.

Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, γυρίζεις και κοιτάς προς την πλευρά της. Αριστερά, στο βάθος του ορίζοντα, διακρίνεται ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη. Κάποια ίχνη χιονιού μόλις και φαίνονται στη «Σέλα του Διγενή». Στο κέντρο, ευθεία μπροστά σου, η αρχαία πόλη. Αποκαλύφθηκε, κάτω από την άμμο, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Δεξιά, στο βάθος, το βραχώδες ακρωτήριο της Νύσου. Σε κοντινή απόσταση από αυτό, η βραχονησίδα Βόλακας.
Στην παραλία, ο κόσμος είναι ακόμα λιγοστός. Μέσα στη θάλασσα, ελάχιστοι. Σε κοντινή απόσταση από εσένα, η γυναίκα σου. Προσπάθησε να σε ακολουθήσει αλλά φοβήθηκε να απομακρυνθεί και τώρα γυρίζει προς τα ρηχά. Κοντά της κολυμπά γρήγορα η κόρη σου. Ξοπίσω της, την ακολουθεί ο γιος σου που, μάταια, προσπαθεί να τη συναγωνιστεί.

Το μέρος είναι συνδεδεμένο με ένα από τα πιο ευτυχισμένα καλοκαίρια της ζωής σου. Δυο εβδομάδες είχαν κρατήσει εκείνες οι διακοπές. Ιούλιος μήνας ήταν.
Αφαιρείσαι για λίγο. Έντονες αναμνήσεις ξεχύνονται στο μυαλό σου, «όπως από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι π’ ολοένα βουλιάζει», γράφει ο Άγγελος Σικελιανός.
Προσπαθείς να εντοπίσεις πού ήταν η θέση της καλύβας που είχε κατασκευάσει ο πατέρας σου και μένατε οικογενειακώς. Κοιτάς προσεκτικότερα τον βράχο, από όπου έκανες τα μακροβούτια σου και ανακάλυπτες έκπληκτος τα μυστήρια του βυθού. Θυμάσαι τις ατέλειωτες περιπλανήσεις σου στους διαδρόμους του Γερμανικού Πολυβολείο, σκαμμένου στον ανατολικό βράχο, με το σκουριασμένο πολυβόλο του στραμμένο στον κόλπο της Μεσαράς. Και το ηλιοβασίλεμα, θυμάσαι, ήταν από τα ομορφότερα πράγματα που είχες δει ώς τότε. Ο ήλιος, κατακόκκινος, να κρύβεται με ντροπή πίσω από τα ρεθεμνιώτικα βουνά. Στη συνέχεια, απλωνόταν η σιγή. Χάρηκες πολύ όταν έκανε την ίδια ακριβώς διαπίστωση πρόπερσι η κόρη σου.
Τις βεγγέρες, μέσα στο μισοσκόταδο, οι συζητήσεις των μεγάλων περιλάμβαναν κάθε είδους θέματα. Κυριαρχούσαν οι παλιές ιστορίες για πρόσωπα και πράγματα του χωριού. Τα γέλια, από τις ευτράπελες ιστορίες, ήταν ασταμάτητα. Κάποιες, μισές κουβέντες, γίνονταν και για την πολιτική κατάσταση. Τις στιγμές εκείνες η συζήτηση γινόταν ψιθυριστά κι εσύ αναρωτιόσουν για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό. Στο τέλος, όταν αποκαμωμένος έπεφτες για ύπνο στην άκρη σχεδόν της θάλασσας, έβλεπες τον ουρανό σαν ένα γιγάντιο θόλο. Υπολογίζεις σε ποιο σημείο της παραλίας γέννησε κάποιο βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, μια χελώνα τα αυγά της. Πελώρια φάνηκε στα παιδικά σου μάτια καθώς περνούσε αργά από δίπλα σου.
Οι μέρες πέρασαν αστραπιαία, χωρίς να το καταλάβεις. Δεν ήταν λίγο πράγμα να έχεις τη θάλασσα μπροστά στα πόδια σου…

Στρέφεις τα νώτα σου προς την ακτή και απομακρύνεσαι ακόμη περισσότερο. Κοντεύεις να φθάσεις στην Παπαδόπλακα. Το ύψος της, υπολογίζεις, είναι εμφανώς μικρότερο, σε σχέση με το παρελθόν. Από κάποια στιγμή και ύστερα σου έχει γίνει έμμονη ιδέα πως συνδέεται με τους στίχους 293-298 της Γ Ραψωδίας της «Οδύσσειας» του Ομήρου.
Μόλις ακούς από την παραλία κάποιες γνώριμες φωνές. Κοιτάς προσεκτικότερα. Η γυναίκα σου και τα δύο παιδιά σου, ανησυχώντας προφανώς για σένα, σου κάνουν νόημα ότι έχεις απομακρυνθεί πολύ και πρέπει να αρχίσεις να επιστρέφεις.
Χαμογελάς από ευτυχία βλέποντας αγαπημένα σου πρόσωπα. Βάζεις τα δυνατά σου και ρίχνεις λίγες ακόμα απλωσιές. Δεν έχεις απολαύσει, αν και πρέπει να έχει περάσει αρκετή ώρα, τη θάλασσα.
«Τελικά, ούτε και σήμερα θα καταφέρω να ακουμπήσω την Παπαδόπλακα», σιγοψιθυρίζεις. «Ίσως αυτό γίνει την επόμενη φορά». «Με αυτήν την προσμονή», σκέφτεσαι, «κοντεύουν να συμπληρωθούν πέντε δεκαετίες».

Μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης, καθώς δεν θέλεις ν’ αποχωριστείς παλιές αγαπημένες εικόνες, παίρνεις τον δρόμο του γυρισμού.

No comments: