ΟΛΟΙ θα ένιωσαν το βάρος του χρόνου που έφυγε... Κι έφυγε αργοπορημένος, όπως οι αρρώστιες που υποτροπιάζουν. Έχω την εντύπωση, παρά τις αισιόδοξες ευχές και τα ζορισμένα χαμόγελα, ότι ο καινούργιος χρόνος ανατέλλει σπαθίζοντας τον ορίζοντα με κρύο φως!!!
Έτσι κι εγώ, τούτες τις βροχερές και παγωμένες μέρες, στο μεταίχμιο δυο χρόνων, κι ενώ ο χειμώνας έχει γείρει για τα καλά πάνω στη χώρα και πάνω μας, παίρνω με το νου τους παλιούς δρόμους που έζησα παιδί. Κι εκεί που κάποτε το βήμα δρασκελούσε σβέλτο δρόμους και πεζοδρόμια και πλατείες, τώρα πορεύεται βαρύ, αλλά η καρδιά φτερουγάει. Αναζητώ τους ίσκιους του πατέρα και της μάνας και ψάχνω να βρω τ' αδέρφια μου με τις φωνές και τις αγωνίες τους, τους γείτονες και τον γιορταστικό διάκοσμο της πολιτείας μας.
Έτσι κι εγώ, τούτες τις βροχερές και παγωμένες μέρες, στο μεταίχμιο δυο χρόνων, κι ενώ ο χειμώνας έχει γείρει για τα καλά πάνω στη χώρα και πάνω μας, παίρνω με το νου τους παλιούς δρόμους που έζησα παιδί. Κι εκεί που κάποτε το βήμα δρασκελούσε σβέλτο δρόμους και πεζοδρόμια και πλατείες, τώρα πορεύεται βαρύ, αλλά η καρδιά φτερουγάει. Αναζητώ τους ίσκιους του πατέρα και της μάνας και ψάχνω να βρω τ' αδέρφια μου με τις φωνές και τις αγωνίες τους, τους γείτονες και τον γιορταστικό διάκοσμο της πολιτείας μας.
Βλέπω με τα μάτια της ψυχής ανθρώπους να τρέχουν βιαστικοί, λες για να κρύψουν το λάφυρο της ευτυχίας τους που δεν είναι άλλο παρά μια ζεστή ανάσα, ένα χαμόγελο, το μύρο ενός κόρφου που θα το πιεί ο παγωμένος αέρας. Πλησιάζω στην ταβερνούλα του κυρ Γιώργη και εκεί τρεις τέσσερις ηλικιωμένοι, μόνοι, κάτι τρώνε και πίνουν το χύμα κρασί. Α, να και δυο που παίζουν τάβλι. Και το πουλάκι στο κλουβί πηδάει από το ένα σύρμα στο άλλο και κάτι λέει, σκορπώντας τις νότες του στον αέρα...
Το ψιλόβροχο πέφτει στα ροκανισμένα από τα δόντια του χρόνου πεζοδρόμια κι εγώ αργά-αργά σέρνω το βήμα μου προς το σπίτι που μεγάλωσα... Ξαφνικά κάτι με σκούντηξε και προσπέρασε. Σα να ξύπνησα από ύπνο. Κοίταξα γύρω. Ήταν ίσκιος. Κοντοστάθηκα κι έκανα ν' απλώσω το χέρι και να βάλω μια φωνή... Κι ένιωσα προς στιγμή να βγαίνουν από τα χείλη μου συλλαβές δίχως νόημα, συλλαβές δίχως ήχο. Συνεχίζω το δρόμο μου, δίχως να γυρίσω πίσω το κεφάλι. Απλώς προσπαθώ ν' ακούσω το κελάηδημα του πουλιού στην ταβερνούλα...
No comments:
Post a Comment