- Εκείνα που ζήσαμε έχουν φωλιάσει μέσα μας και πηγαινόρχονται σαν παλίρροια και άμπωτη. Και γρατζουνάνε την ψυχή μου κι όλο μου έρχονται δάκρυα και βουρκώνω και βλέπω μπροστά μου τις φάτσες των γειτόνων μας, μια-μια ξεχωριστή, και γελάω και κλαίω… Βλέπω την μάνα μου να περιμένει στην πόρτα και τον πατέρα μου να ξεμυτίζει από την άλλη γωνία με το γοργό και νευρικό του βηματισμό. Αχ…
[Στιγμιότυπο από την εκδήλωση με την ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ, που ήταν η κεντρική ομιλήτρια της εκδήλωσης, που έγινε στο Αναγνωστήριο της Παπαχριστοπουλείου Βιβλιοθήκης Αμαλιάδας]
Σκέφτομαι αν θα ήταν αρκετή η ανάγνωση της ιστορίας για να καταλάβουμε μια εποχή!! Κι αναρωτιέμαι
αν θα πρέπει να διαβάσουμε τη λογοτεχνία της για να την καταλάβουμε… Με το
βιβλίο μου αυτό, θέλησα απλώς να διασώσω ό,τι κράτησα από τις συζητήσεις και με
ανθρώπους που πια δεν υπάρχουν. Tο ξέρουμε, ότι χωρίς μνήμη δεν είμαστε τίποτα. Οι νέες γενιές είναι
πολλά που δεν ξέρουν και είναι κρίμα να τ’ ασπρίζει ανώνυμα ο Χρόνος κάπου έξω
πια κι από το χώμα. Δεν πρέπει να είμαστε οι φονιάδες της Μνήμης. Δυστυχώς
νιώθω ότι ο εικονοκλαστικός οίστρος της νεολαίας, ασυνείδητα ίσως, αυτό το
επίκεντρο έχει: την εξόντωση και της έννοιας ακόμα μνήμη!!!
Με όσα έγραψα, έκανα έναν μεγάλο χρονικό διασκελισμό για να ξαναδούμε
πιο προσεκτικά την ιστορία μας, τους ανθρώπους και τα πάθη τους, τον τόπο μας
που πολλά υπέφερε. Είναι βέβαιο ότι όλοι έχουμε να διηγηθούμε μιαν ιστορία, για
την οικογένειά μας, το χωριό μας, την πόλη μας, τα βάσανά μας.
Νιώθω μιαν ικανοποίηση που οι ιστορίες μου έχουν αναφορά στη Δάφνη ή
Δάμιζα, στο Μπεζαΐτι ή Κεραμιδιά, στο Χάβαρι, στην Αμαλιάδα… Είναι ονόματα που μας ορίζουν, κι έχουν ρίξει μέσα
μας βαθιά τις ρίζες. Δεν υπάρχουμε χωρίς
τον τόπο μας που μας διαμόρφωσε.
Ήμουν παιδί, 6-7 χρονώ, δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, ένα καλοκαίρι, που
είχα βρεθεί με τον πατέρα μου εδώ στην Αμαλιάδα. Ήταν Κυριακή. Κι εκεί που περίμενα τον πατέρα
μου να τελειώσει τις δουλειές του, εγώ έπινα μια λεμονάδα στου Κίντου το
μαγαζί, που τότε ήταν στέκι γενικώς, εδώ στη Σοχιά. Και το θαύμα ξέρετε ποιο
ήταν; Άκουσα για πρώτη φορά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», στη διαπασών. Μαγεύτηκα.
Ένιωσα ότι μια μεγάλη πέτρα μπήκε στη θέση της και φαντάστηκα ένα μεγάλο
οικοδόμημα. Αυτό το τραγούδι από τότε το ακούω πάντα στη διαπασών. Και πρέπει
να πω ότι ανάμικτα συναισθήματα με κατακλύζουν. Δεν μπορώ να προσδιορίσω
ακριβώς, αλλά νιώθω κάτι σα νοσταλγία, σαν λύπη, σαν πίκρα, σα να μου έχει
φύγει κάτι που δεν μπορώ ξανά να το αποκτήσω, σαν έρωτας που ποτέ δεν
συνάντησα... Έκτοτε οι Κυριακές μου ήσαν ακατάλυτα δεμένες με το τραγούδι αυτό
του Τσιτσάνη και δεν μπόρεσα ποτέ να τις απομονώσω, και με την Αμαλιάδα!!!
ΠΡΕΠΕΙ να υπογραμμίσω ότι στην πραγματικότητα οι ιστορίες μου δεν είναι
ιδιωτικές αλλά είναι ίδιες με τις ιστορίες χιλιάδων Ελλήνων που πέρασαν από τα
καυδιανά δίκρανα της νεοελληνικής περιπέτειας και κατάφεραν να επιβιώσουν
ελπίζοντας σ’ ένα φωτεινό μέλλον. Και η νεοελληνική περιπέτεια έχει πολλούς
σταθμούς, πίκρες, ταλαιπωρίες, σκοτωμούς, βασανιστήρια, δικτατορίες, πολέμους,
γερμανική κατοχή, εμφυλίους…
Η εμπειρία πάντως κατέδειξε τη σφαλερότητα μερικών θεωρητικών
προεξοφλήσεων που ήταν αδύνατον να διαπιστωθούν χωρίς την τριβή των ιδεών με τα
πράγματα. Η ιδεολογική ακαμψία, όταν περνά από το στάδιο τούτο του
πειραματισμού και παραμένει ακαμψία, αρνούμενη μερικές καταστάσεις [υλικές,
ψυχολογικές ή άλλες], αρνούμενη δηλαδή την ανθρώπινη φύση και τις ενστικτώδεις
ροπές που έχουν τη βεβαίωση της υπόστασής τους από τα πανάρχαια χρόνια, και που
επικράτησαν πάντοτε εναντίον κάθε βιασμού, τότε σημαίνει ότι η ιδεολογική
ακαμψία επιχειρεί τα απάνθρωπα. Και τα απάνθρωπα δεν έχουν ποτέ ζωή ανθρώπινη. Οι
ιδέες δηλαδή, για να επιζήσουν οι ίδιες, χρειάζεται να εμπλουτισθούν με το
ανθρώπινο στοιχείο που τους λείπει ή που έχουν παραγνωρίσει.
Κι εδώ να σημειώσω ότι η κλασική ελληνική λογοτεχνία δεν περιστρέφεται
γύρω από το άτομο. Είναι ουσιαστικά πολιτική λογοτεχνία. Κι όταν λέω πολιτική
αυτό σαφώς και δεν έχει σχέση με την έννοια της προπαγάνδας ιδεών ή κομμάτων,
αλλά έχει άμεση συνάφεια με τα θέματα της δημόσιας ζωής.
Πάντως, πιστεύω ότι η λογοτεχνία στη γενική της έκφραση είναι το μόνο
σίγουρο μέσο για να ανατάμουμε και να κατανοήσουμε κοινωνίες – ήθη, πνεύμα,
ψυχολογικό κλίμα – παρωχημένων εποχών. Κάθε εποχή προσδιορίζεται από τις
ιστορικές της συντεταγμένες. Τοποθετείται κάτω από τον άλφα ή βήτα αστερισμό,
επειδή τα περασμένα, αυτά που τώρα διαδραματίζονται και οι κατευθύνσεις που
τους δίνονται από υπεύθυνα πρόσωπα, τη διαμορφώνουν είτε έτσι είτε αλλιώς.
Κι επειδή ζούμε σε μια εποχή συνωστισμού κι εξαπολυμένης σε μεγάλη
κλίμακα αυθαιρεσίας, πρέπει να μην χάνουμε το μυαλό μας. Η χώρα μας δυστυχώς
είναι μικρή και πάντοτε δολιχοδρομούσε ανάμεσα στις συμπληγάδες των Μεγάλων
Δυνάμεων και η προσαρμογή της σε ήρεμες καταστάσεις δεν ήταν ποτέ εύκολη.
Όμως ως Έλληνες είμαστε καταδικασμένοι να επιβιώσουμε και θα
επιβιώσουμε, αρκεί να ομονοήσουμε, ν’ αφήσουμε στην άκρη τις έχθρες, να βρούμε
όσα μας ενώνουν και να προχωρήσουμε.
Αυτό που με απασχολούσε ήταν η έγνοια της τακτοποίησης ενός χρέους. Κι
αυτό τι είναι;;; Είναι σαν μια φιάλη ριγμένη στο πέλαγος για να την βρουν οι
συνάνθρωποί μας και ιδιαίτερα σ’ αυτούς τους δύσκολους και αβέβαιους καιρούς. Πρέπει
να δώσουμε στο μέλλον μας ένα σχήμα, μια γραμμή, και πάνω σ’ αυτήν να
βαδίζουμε.
ΥΓ. Πρόκειται για απόσπασμα της ομιλίας μου στην εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου μου ΕΙΣΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ ΡΕ που έγινε στην Αμαλιάδα.
No comments:
Post a Comment