Η ύπαρξη των εθνών και η συνέχειά τους
στηρίζεται, κατά ένα μεγάλο ποσοστό,
στη λεγόμενη ιστορική μνήμη. Για μας τους
Έλληνες αυτή, η ιστορική μνήμη, έχει
βαρύνουσα σημασία. Για το ποιόν,
για το είδος, για το ειδικό βάρος της
ιστορικής μας μνήμης ως έθνους μιλούν
τα απαράμιλλα επιτεύγματα από την
αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.
Φυσικά ένας
λαός, όπως ο ελληνικός, έχει αποδείξει
ότι έχει το θάρρος και το καθήκον απέναντι
του εαυτού του, να μη στέκει μονάχα και
να πανηγυρίζει μπροστά στα ευτυχισμένα,
στα δοξασμένα, στα μεγαλειώδη ορόσημα
της πορείας του, αλλά να στέκει προσεκτικά
και με βαθιά περισυλλογή μπροστά στα
τραγικά, στα οδυνηρά, στα δακρυσμένα
ορόσημα του χαλασμού.
Μια τέτοια
επέτειος, γεμάτη αίμα και δάκρυα, μας
καλεί την περίοδο τούτη σε περισυλλογή
και συγκέντρωση. Κλείνουν
εκατό χρόνια από την καταστροφή του
Μικρασιατικού Ελληνισμού, τη μεγαλύτερη
καταστροφή του νεότερου ελληνισμού.
Ελληνισμός
δυόμισι και πλέον χιλιάδων χρόνων,
ελληνισμός δυόμισι και πλέον εκατομμυρίων
ψυχών, γνήσιος και γερός ελληνισμός, σε
πολλές περιπτώσεις αμιγέστερος από τον
παλαιοελλαδίτικο, γιατί σε ορισμένες
περιοχές δεν υπέστη καμιά πρόσμιξη με
κανένα ξένο φύλο, ελληνισμός που μπορούσε
να ήταν το καμάρι του έθνους, γιατί ήταν
πολύ άξιος, πολύ εργατικός, και σαν πιο
νέος, πιο ξεκούραστος… ξεριζώθηκε,
χάθηκε, σκόρπισε, πνίγηκε, κάηκε,
μαρτύρησε, σύρθηκε στους δρόμους.
Κι ένα θλιβερό
πρωί, ένα θλιβερό φθινοπωρινό πρωί,
ξεβράστηκε και σωριάστηκε δεκατισμένος,
ελεεινός, ερείπιο ψυχικό και σωματικό,
στα λιμάνια της Στερεάς και του Μοριά
και της Μακεδονίας. Στα τόσα
χρόνια που πέρασαν, από τ’ αποκαΐδια
της καταστροφής βγήκανε καρποί και
άνθη. Ενάμισι
εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολής έσμιξαν
το αίμα τους και τον ιδρώτα τους με τα
έξι εκατομμύρια των εδώ Ελλήνων σ’ ένα
κοινό αγώνα ειρήνης και προόδου.
ΟΜΩΣ δεν
μπορούμε να ξεχάσουμε την ανείπωτη
εθνική συμφορά του Αυγούστου του 1922. Και δεν μπορεί
να ξεχαστεί η αγαπημένη γη της Ιωνίας
όταν παραδόθηκε στον όλεθρο, και η
Σμύρνη, η αλησμόνητη πρωτεύουσά της,
έγινε παρανάλωμα της φωτιάς. Δεν μπορεί
και δεν πρέπει να ξεχαστεί από τις
ερχόμενες γενιές, η φριχτή κόλαση της
προκυμαίας, τότε που οι φλόγες έζωσαν
από παντού της νύφη της Ιωνίας και τη
μετέβαλαν σε ερείπια. Μέσα από τον
αφανιστικό εκείνο σεισμό, τη σφαγή και
τη λεηλασία, υψώθηκε μια απαράμιλλη
εθνική μορφή.
Είναι ο
Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος,
που το μαρτύριό του για βωμούς και εστίες
θα μείνει υψηλό πρότυπο πίστης στο Θεό,
φιλοπατρίας και αυτοθυσίας.
Έχει κανείς
την εντύπωση πως στην περίπτωσή του
έχουν εφαρμογή οι προφητικές φράσεις
της Αποκαλύψεως του Ιωάννου:
Τω αγγέλω
της εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον… γίνου
πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι τον
στέφανον τη ζωής!!!
Τον επισκοπικό
θρόνο της Σμύρνης τον είχαν κοσμήσει
κατά καιρούς ιεράρχες αξιολογότατοι
και για την παιδεία τους και για τη δράση
τους.
Ένας από
αυτούς ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Γρηγόριος ο Ε΄, του οποίου η ζωή στα 1821
σφραγίστηκε με το μαρτυρικό τέλος του
στην Κωνσταντινούπολη.
Στη Σμύρνη,
στα 1910 κλήθηκε και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης
που γεννήθηκε στα Τρίγλια της Βιθυνίας
στα 1867 και στα 1897 τον βρίσκουμε Μεγάλο
Πρωτοσύγκελο των Πατριαρχείων.
Στα 1902
ψηφίζεται Μητροπολίτης στη Δράμα, όπου
ανέπτυξε εθνική και φιλανθρωπική δράση,
την οποία συνέχισε και στη Σμύρνη.
Με την κήρυξη
του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στα 1914 ο
Χρυσόστομος εξορίζεται από τη Σμύρνη
στην Κωνσταντινούπολη.
Τότε έγραψε
βιβλίο με τον τίτλο “Ο Ελληνισμός της
Μικράς Ασίας και η νέα Τουρκία”, όπου
περιγράφει αδρά τους διωγμούς του
Μικρασιατικού Ελληνισμού από τους
Τούρκους.
Με τη λήξη
του μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου στα 1918
ο Χρυσόστομος ξαναγυρίζει στη Σμύρνη,
από όπου κατόρθωσε να απομακρύνει τον
Τούρκο στρατηγό Νουρεντίν, ο οποίος
επέπρωτο τέσσερα χρόνια αργότερα, στα
1922, να είναι ο αιμοσταγής δήμιός του.
Από τη μέρα
που άρχισε η επίθεση των Τούρκων, στις
13 Αυγούστου, ο Χρυσόστομος ζει έντονα
τις στιγμές της καταδρομής της τύχης
του έθνους.
Θέλει να
τονώσει το φρόνημα του λαού και ως μέσον
έχει την προσευχή και τη δραστηριότητα
προς κάθε κατεύθυνση.
Στις 16
Αυγούστου τελεί παράκληση στο ναό της
Αγίας Φωτεινής και με ομιλία του
ενθαρρύνει το φοβισμένο ποίμνιό του. Οι ώρες και
οι μέρες που ακολουθούν είναι δραματικές. Και οι μέρες
της ζωής του Χρυσοστόμου από τις 19
Αυγούστου είναι μετρημένες. Ήσαν ακριβώς
οκτώ. Ας τον
παρακολουθήσουμε, όσο μπορούμε, έως τις
27 Αυγούστου, που μαρτύρησε.
Όλο αυτό το
τραγικό οκταήμερο παραμένει ακοίμητος
υπερασπιστής του ποιμνίου του και
ολόκληρου του πληθυσμού της Μικράς
Ασίας, που συνεχώς φτάνει στη Σμύρνη,
χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, απροστάτευτος
και αβοήθητος.
Στις 21
Αυγούστου, όπως και στις επόμενες μέρες,
ο Χρυσόστομος προσφέρει ό,τι μπορεί
στις χιλιάδες των προσφύγων που διαρκώς
συρρέουν στη Σμύρνη.
Ενώ οι
αρμοδιότεροι έφευγαν πανικόβλητοι,
μόνος ο Μητροπολίτης Σμύρνης καθησυχάζει
τον έντρομο πληθυσμό και φροντίζει για
την πρόχειρη τροφοδοσία του.
Πηγαίνει
στον πρόξενο της Αγγλίας και τον ικετεύει
να λάβει προστατευτικά μέτρα για τους
Χριστιανούς. Ύστερα στον
Άγγλο ναύαρχο που βρισκόταν στη Σμύρνη. Οι ξένοι όμως
δεν έδιναν καμιά προσοχή. Ο Χρυσόστομος
εκλιπαρεί μάταια.
Στις 18 και
19 Αυγούστου θα στείλει δυο αγωνιώδη
γράμματα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Μελέτιο Μεταξάκη και στις 23 Αυγούστου
στέλνει άλλο ένα γράμμα όπου αφού πρώτα
μιλάει “δια τας μεγάλας και αθεραπεύτους
συμφοράς του Χριστιανισμού της Μικράς
Ασίας”, γράφει:
“Μη δυνάμενος
δια χάρτου και μέλανος να περιγράψω
την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν
κατάστασιν, έκρινα εύλογον να προτείνω…
έστω και κατά την δωδεκάτην ώραν, αν
είναι δυνατόν να γίνει τι δια την
θεραπείαν της καταστροφής”
Και αυτά
γράφονταν στις 23 Αυγούστου, όταν οι
Τούρκοι ήσαν σχεδόν έξω από την πόλη
της Σμύρνης. Την ίδια μέρα
έστειλε κι ένα άλλο γράμμα προς τον
Ελευθέριο Βενιζέλο. Έκλεινε,
φαίνεται, ένας δραματικός κύκλος. Όπως άλλωστε
τηλεγραφούσε ευφρόσυνα, τον Μάιο του
1919, στον Βενιζέλο σε στιγμές αγαλλίασης
για την απελευθέρωση της Ιωνίας, έτσι
τώρα του έστελνε τα πένθιμα μηνύματα
της πανωλεθρίας.
Πήγε ο ίδιος
στο αμερικανικό προξενείο και παρέδωσε
στον πρόξενο Χὀρτον το γράμμα για να
το ταχυδρομήσει εκείνος με ασφάλεια
στον Βενιζέλο στο Παρίσι. Ο Χόρτον, που
έγραψε βιβλίο με τον τίτλο “Η συμφορά
της Σμύρνης”, περιγράφει τις στιγμές
εκείνες του δεσπότη:
“Ο Χρυσόστομος
ήταν κάτωχρος. Η σκιά του θανάτου, που
τον άγγιζε, απλωνόταν στη μορφή του”.
Σε όλους, που
του πρότειναν και την ημέρα εκείνη και
πρωτύτερα και έως τις τελευταίες στιγμές
της ζωής του, επίμονα μάλιστα, να φύγει
για να σωθεί από τους βασανισμούς που
τον περίμεναν, απαντά:
“Υποχρέωσις
του καλού ποιμένος είναι να παραμένει
εις το ποίμνιόν του”
Κάθε τέτοια
πρόταση την απορρίπτει χωρίς συζήτηση. Είναι “ο
ποιμήν ο καλός”, ο οποίος “την ψυχήν
αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων”
(Ιωάννης, ι΄, 11).
Από τις 25
Αυγούστου η Σμύρνη είναι ανυπεράσπιστη. Είναι στη
διάθεση των Τούρκων… Οι δικοί μας
φεύγουν. Οι ξένοι
εγκληματικά αδιαφορούν.
Στις 26
Αυγούστου από το Ελληνικό Διοικητήριο
κατεβαίνει η Γαλανόλευκη. Την άλλη μέρα
στη θέση της θα κυματίζει η Ημισέληνος.
Το Σάββατο,
27 Αυγούστου 1922, ο Χρυσόστομος λειτούργησε
για τελευταία φορά στην Αγία Φωτεινή. Ζωντάνευε
έτσι τη στερνή λειτουργία του θρύλου
της Αγιά-Σοφιάς στην άλωσή της. Ύστερα, στο
προαύλιο της Αγίας Φωτεινής μοιράζει
ψωμί, ρύζι κι ελιές στους πρόσφυγες.
Την ίδια μέρα
έφτασε έξαλλος ο στρατός του Νουρεντίν.
Ο ίδιος ωμός και απηνής έφτασε στη Σμύρνη
το απόγευμα. Θυμήθηκε
αμέσως τον Χρυσόστομο, τον παλιό προσωπικό
εχθρό του, τον οποίο ήθελε από χρόνια
να εκδικηθεί. Διέταξε τη
σύλληψή του και τον παρέδωσε το ίδιο
βράδυ στον μαινόμενο τουρκικό όχλο που
τον υποδέχθηκε μανιασμένος και χτυπώντας
τον ανελέητα. Τον πήγαν
στις τουρκικές συνοικίες, όπου τον
θανάτωσαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο.
Ο Μιχάλης
Ροδάς στο βιβλίο του “Η Ελλάδα στη
Μικράν Ασία” γράφει:
“Το πλήθος
του εξέσκισε τα ράσα, του έκοψε τα γένια
και τα μαλλιά, του πήρε το εγκόλπιο και
τον χρυσό του Σταυρό, τον έσυρε ώς τον
Τουρκομαχαλά, και εκεί ένας μελαψός
Τούρκος της Συρίας του έδωσε μια μαχαιριά
και τον αποτελείωσε… Η θυσία του
Χρυσοστόμου Σμύρνης φώτισε ολόκληρο
το Μικρασιατικό δράμα”.
Τα άγρια
πλήθη τον κατατεμάχισαν και τον
κατακρεούργησαν. Οι περιγραφές
του μαρτυρίου από Έλληνες και ξένους
ήταν αρκετές για την κατάρριψη κάποιων
ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την
αγιότητα του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος
πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και
δημίους του...
Το αιματηρό
δράμα της Σμύρνης περιμένει τον μελλοντικό
κορυφαίο ποιητή, που θα του αφιερώσει
ένα πελώριο και ρωμαλέο έπος. Το θέμα είναι
Αισχύλειο. Αλλά ο ίδιος
αυτός ποιητής δεν θα σταθεί μονάχα στο
ατύχημα. Θα προχωρήσει
πιο πέρα για να υμνήσει την ακατάβλητη
και αδιάλειπτη δύναμη του Ελληνισμού,
και των ανθρώπων εκείνων που με τη θυσία
τους στάθηκαν φάροι ελπίδας για τον
τόπο μας.
Το συγγραφικό
πόνημα του Γιάννη Εμίρη είναι ένα βήμα
προς την απόδοση τιμών σ’ εκείνους που
στάθηκαν φωτεινά σημάδια σ’ ένα κόσμο
διαλυμένο, που αναζητεί την ελπίδα για
να χαμογελά, ευχαριστώντας το Θεό για
τα καλά της δημιουργίας του.
Επιπλέον το
θαυμαστό βιβλίο του Γιάννη παρουσιάζει
ακριβώς “σημεία προσανατολισμού”, για
τη σκληρή εποχή μας, ανθρώπους που έζησαν
σε δύσκολους καιρούς και το παράδειγμά
τους ενέπνευσε τους απλούς πιστούς.
Η αναφορά
του στον Χρυσόστομο Σμύρνης είναι
εκτενής και ξεδιπλώνει όλα τα περιστατικά
της ζωής του χαρισματικού άγιου Ιεράρχη,
ο οποίος στάθηκε ακλόνητος ως ποιμένας
και πνευματικός καθοδηγητής.
Όλοι οι άγιοι
που έζησαν στον 20ό αιώνα – όπως στην
εισαγωγική συνέντευξη στο βιβλίο,
σημειώνει χαρακτηριστικά ο σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
– απέδειξαν με τη ζωή τους ότι και στην
εποχή μας “ζει Κύριος” και ότι η αγιότητα
δεν αποτελεί ιδίωμα μόνο παλαιών εποχών.
Δεν μας έχει εγκαταλείψει ακόμη ο Θεός.
Αυτή είναι η ανεκτίμητη παρακαταθήκη
τους.
Και ο
Χρυσόστομος Σμύρνης, με τη θυσία του,
απέδειξε αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή η
πίστη και οι ιδέες ούτε πεθαίνουν ούτε
νικιούνται ποτέ.
Και για να
κλείσω αυτή την παρέμβασή μου, θέλω να
υπογραμμίσω την αξία του βιβλίου που
μας παρέδωσε ο Γιάννης Εμίρης.
Είναι ένα
βιβλίο κυριολεκτικά πρωτότυπο και
μοναδικό στη σχετική βιβλιογραφία και
επιπλέον χρήσιμο για κάθε πιστό, για
κάθε Έλληνα, που πρέπει να διατηρεί
άσβεστη την ιστορική μνήμη.