- Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Μόλις άρχισε να βρέχει βγήκα στο δρόμο κι ένιωσα να μουσκεύω. Χωρίς ομπρέλα. Εξάλλου δεν βιαζόμουν. Ήθελα να βραχώ, να φύγουν από πάνω μου όσα μ’ ενοχλούσαν. Θα ήθελα ο δρόμος να μην είχε αυτοκίνητα. Κάτι τέτοιες στιγμές αφήνω την φαντασία μου ελεύθερη με τρομερές πιθανότητες να βρεθώ ξαφνικά εκεί στο δρόμο, και να μπω σ’ ένα καφέ, να πιω ένα ποτήρι μπίρα και καθιστός δίπλα στη μπάρα να περιμένω… Η γυναίκα που καθόταν στο παραδίπλα τραπέζι, με κοίταζε κάπου-κάπου, με τα απαλά μάτια της, καπνίζοντας και μετά ριχνόταν στο διάβασμα. Μου φάνηκε πως ετοιμαζόταν να μου χαμογελάσει και τα χείλη της ήταν κατακόκκινα.
Ήμουν ανέκφραστος. Μου χαμογέλασε. Και τότε μου κόπηκαν τα ήπατα. Η ατμόσφαιρα μέσα στο μπαρ ήταν καπνισμένη, ενώ η χαμηλόφωνη μουσική δημιουργούσε μια όμορφη ατμόσφαιρα. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος ηλικιωμένος. Μέχρι να κλείσει η πόρτα άκουσα την ψυχρή βροχή να πέφτει σαν καταρράχτης. Σκέφτηκα ότι μέσα στη νύχτα ο ουρανός θα ήταν ένα απέραντο σάβανο που βάραινε πάνω στην πόλη με μια μουντή απειλή. Να φύγω ή να μείνω;;; Η γυναίκα απέπνεε μια θολή εντύπωση μυστηρίου. Κάποια στιγμή μου έγνεψε κι εγώ σαν υπνωτισμένος σηκώθηκα αργά-αργά και πήγα στο τραπέζι της. Ήμουν ζαλισμένος και αιφνιδιασμένος. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται παρά μονάχα στα μυθιστορήματα. Ένιωσα και τον αέρα, μέσα στο μπαρ, βαρύ από τον καπνό. «Να σου προσφέρω ένα τσάι;», είπα εγώ. «Ευχαρίστως», μου απάντησε. Κατά παράξενη σύμπτωση το μηχάνημα του ιδιοκτήτη άρχιζε να παίζει το Strangers in the night με τον Φρανκ Σινάτρα. Πόσο μου άρεσε αυτό το τραγούδι!!! Και στη στιγμή ένιωσα ότι παιζόταν εκεί για εμάς τους δυο αγνώστους – την γυναίκα κι εμένα.
No comments:
Post a Comment