https://www.timesnews.gr/
- Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Έγραψα για την επιστροφή στο πατρικό και συγκινήθηκα για άλλη μια φορά όταν η φίλη μου, το διάβασε και μου έγραψε ότι έτσι μια μέρα κι εκείνη αποφάσισε να πάει στο χωριό της κι αντίκρισε μια εικόνα απελπισίας. Γκρεμισμένοι τοίχοι, κεραμίδια πεσμένα, σπασμένα τζάμια, πεσμένα δοκάρια... Μονάχα η πρόσοψη είχε μείνει άθικτη, ενώ και η αυλή τριγύρω είχε χαθεί μέσα στα αγριόχορτα που είχαν μεγαλώσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τα σπίτια έχουν ψυχή, που φεύγει κι αυτή μόλις χαθούν εκείνοι που τα κατοίκησαν.
Περπατώντας στην χορταριασμένη αυλή μπορεί να σε συγκινήσει
ένα κουμπάκι που θα βρεις και θα είναι από εκείνα που είχε η μάνα σαν καθόταν
έξω τους καλοκαιρινούς μήνες μπαλώνοντας ή ακόμη κι ένα μολυβάκι από εκείνα που
χρησιμοποιούσε όταν έγραφε τις σημειώσεις στο τετράδιό της. Ίσως σου τραβήξει
την προσοχή και η ξεχασμένη βυσσινιά που ρεύει κι αυτή στο χρόνο, χωρίς
περιποίηση. Πώς να ξεχάσεις το γλυκό του κουταλιού που έφτιαχνε η μάνα κάθε
χρόνο με τα βύσσινα!!! Και η ξεραμένη πορτοκαλιά… Και η αρμαθιά με τα κλειδιά,
και το μαύρο πορτοφολάκι της που έβαζε τα κέρματα.
Κοιτάς εδώ κι εκεί, αλλά νιώθεις τον βαρύ ίσκιο των γονιών.
Είναι οι θλιμμένες αναμνήσεις που σου κόβουν τα πόδια. Συνεχίζεις όμως να
κοιτάζεις αχόρταγα γύρω σου, τις πέτρες, ένα εικόνισμα με την Παναγία
στραπατσαρισμένη από τα χώματα, το μπρίκι του καφέ, μια ξύλινη κουτάλα και πιο
εκεί πεσμένα τα σύρματα που έκλειναν τον κηπάκο με τις ντοματιές, τις
κολοκυθιές και τα άλλα ζαρζαβατικά που η μάνα καλλιεργούσε κι ένιωθε πως
έπαιρνε αξία η ζωή της.
Αυτά και άλλα αν τα συλλέξεις και τα φροντίσεις ίσως
μπορέσουν να σου διηγηθούν τη ζωή τους και συνεπώς τη ζωή των γονιών σου. Γιατί
υπάρχουν πολλά που δεν έμαθες ποτέ κι έμειναν καταχωνιασμένα στα συντρίμμια του
χρόνου.
Αλλά δεν κατάλαβες ότι τα σύννεφα έστελναν μήνυμα για την
επερχόμενη βροχή, που άρχισε κιόλας να πέφτει στον κάμπο. Κι εσύ να μην
φεύγεις, λες και ήσουν καρφωμένος εκεί στην αυλή, δίπλα στα γκρεμίσματα, να
γίνεσαι μούσκεμα, να κλείνεις τα μάτια παλεύοντας να συγκεντρώσεις τη σκέψη σου
μπας και ακούσεις την παρακλητική φωνή της μάνας να σε καλεί μέσα γιατί θα
βραχείς!!! Η βροχή όμως έμπαινε από παντού στο σπίτι – δηλαδή στους γκρεμισμένους
τοίχους κι έψαχνε να βρει ό,τι ήταν ακάλυπτο να πέσει πάνω του, να το
μουσκέψει. Κι έκανε θόρυβο που ήταν σαν ένα κάλεσμα από τα βάθη των χρόνων. Οι λακκούβες
τριγύρω είχαν αρχίσει να γεμίζουν, ρυάκια σχηματίζονταν…
Το νερό σε χτυπούσε στο πρόσωπο και κάθε τόσο με την
ανάστροφη του χεριού σκούπιζες τα μάτια και το μουσκεμένο κεφάλι. Ήταν απλές
κινήσεις γιατί στην ουσία η βροχή ήταν απροσδόκητη και σχεδόν ήταν μάταιη η προσπάθεια
να την αποφύγεις!
Παρότι ένα κατακάθι μελαγχολίας σε δένει με τον τόπο, το
παίρνεις απόφαση να φύγεις τρέχοντας προς το χωριό, να βρεις ένα καφενείο, να
μπεις μέσα και να πιείς… Τι να πιείς; Ας πούμε ένα-δυο κονιάκ, για να ζεστάνεις
τον έσω κόσμο σου που είχε αρχίσει να παγώνει. Ένα σφίξιμο στην καρδιά γιατί με
το που άρχισες να περιφέρεις το βλέμμα στους θαμώνες του καφενείου, έβλεπες
άγνωστα πρόσωπα, τα περισσότερα σιωπηλά, απορροφημένα από την βροχή. Κάποιοι
στέκονταν όρθιοι, περιμένοντας να σταματήσει η βροχή και να φύγουν για το σπίτι
τους. Κοίταζαν πάνω από τις σκεπές των σπιτιών μη τυχόν και φανεί ο ουρανός,
σημάδι πως θ’ άρχιζε να ξαστερώνει…
Κάποια στιγμή η βροχή
σταμάτησε κι εσύ ξανά στο δρόμο για το γκρεμισμένο σπίτι των γονιών σου. Κάτι
ακόμη σε τραβούσε. Ένα τελευταίο βουβό χάδι πάνω στα χαλάσματα.
No comments:
Post a Comment