- Αφιερωμένο
στη φίλη μου, την Ελένη Σκάβδη, μια από
τις πιο ευαίσθητες δημοσιογραφικές
πένες που τιμά και τη δημοσιογραφία κι
εμένα που μ' έχει φίλο της... Με αφορμή
την όμορφη εκδήλωση που οργάνωσε στην
Αμαλιάδα, για τον αγαπημένο μας συγγραφέα,
τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.
Είναι
φορές που νιώθω σαν άτι που καλπάζει,
σα να πατά πάνω σε διαδοχικά αόρατα
σκαλοπάτια, ν' ανυψώνεται κάπου-κάπου
με αλλεπάλληλα πηδήματα ψηλά, φτάνοντας
εκεί όπου δεν υπάρχει παρά μονάχα ουρανός
και τίποτ' άλλο.. Έτσι θέλω να απλώνεται
γύρω μου το χάος κι εγώ ανεμπόδιστα να
προχωρώ, να σχεδιάζω, να ζωγραφίζω, να
τραγουδώ και να χτίζω...
Η αλήθεια
είναι ότι θέλω χώρο, άπλα, να χτίσω τη
δική μου πόλη. Θα μου πείτε, τι κάνω
τώρα!! Απλώς, χαράζω μολυβιές στην τύχη,
σύμφωνα με τον ακατάστατο ρυθμό της
μνήμης, που τρεκλίζοντας, ψάχνει να
ορθοποδήσει ανάμεσα σε εικόνες, μουσικές,
κινήσεις, αγκαλιές, γέλια και υπαινιγμούς
και μου βγάζει μπροστά ένα θολό τζάμι
κι έτσι προσπαθώ να διακρίνω τα
τρεμουλιαστά καρεδάκια που δείχνει
στον τοίχο η μνήμη.
Και βλέπω μια μουγγή
θεωρία, τ' αδέρφια, τους γονείς, τους
φίλους που παίξαμε μαζί, τους γειτόνους
που φτιάξανε τη ζωή μιας γειτονιάς τότε
που οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους
και φώναζαν και χαίρονταν.
Και βλέπω το
κορίτσι που αγάπησα, να περπατά σεμνά,
να μου ρίχνει κλεφτές ματιές και να
στρίβει στη γωνία του σχολείου...
Είναι
οι μυρωδιές από τον φούρνο – τα κουλούρια,
τα γλυκά του ταψιού κι ένα σωρό βουτήματα
που μπλέκουν με την μυρωδιά του ζεστού
φαγητού. Στην σιδερόπορτα της αυλής η
μάνα να σκουπίζει τα χέρια της στην
ποδιά και μετά να μου κάνει νόημα να πάω
γρήγορα στο σπίτι. Όμως θα σταθώ για
πολλοστή φορά μπροστά στη βιτρίνα του
μικρού βιβλιοπωλείου της γειτονιάς μου
και η ματιά θα καρφωθεί ξανά σε δυο
βιβλία που όλως περιέργως ήθελα να τ'
αγοράσω αλλά δεν είχα λεφτά. Και τότε
πού να περισσέψουν;;;
Παράξενο δεν μπορώ
να πω ότι ήταν που με τραβούσε ο τίτλος
του βιβλίου του Λασκαράτου “Ιδού ο
άνθρωπος”. Είχα διαβάσει στον “Ήλιο”
ότι σ' αυτό το βιβλίο ο Λασκαράτος μιλούσε
για τους ανθρώπινους χαρακτήρες... Το
άλλο ήταν οι “Ασθενείς και οδοιπόροι”
του Γιώργου Θεοτοκά, ένας συγγραφέας
που πολύ αγάπησα. Τελικά μη νομίζετε
ότι μου έμειναν απωθημένα. Εκείνα τα
Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά είπα
τα κάλαντα, όπως πάντα κάναμε τα παιδιά,
και με τα λεφτά που μάζεψα αγόρασα και
τα δυο βιβλία. Και τα έχω ακόμη σαν δυο
εικονίσματα...
Τώρα, θα
σκεφτείτε ότι αθεράπευτη είναι η μανία
μας να νομίζουμε ότι όλα αρχίζουν και
τελειώνουν σε μιαν ηθογραφική περιγραφή
των εικόνων που ξεδιπλώθηκαν στα μάτια
μας. Αλλά θα σας πω ότι τότε ήταν που
εμείς τα παιδιά ψάχναμε γύρω μας κι ας
ήμασταν χαμένοι στην αγωνία των μεγάλων
να ορθοποδήσουν, να στήσουν τις δουλειές
τους, να ξεφύγουν από την κατάρα της
φτώχειας και να μη λογαριάσουν τη μανία
του αστυφύλακα που σε κοίταζε περίεργα
για να δει τι εφημερίδα αγοράζεις ή να
μη φωνάξεις δυνατά και σ' ακούσει ο
θυρωρός που ήταν χαφιές και ρουφιάνος.
Η πόλη
που ξαναχτίζω είναι η πόλη των παιδικών
μου χρόνων, στο Μεταξουργείο, σε μια
κρίσιμη στροφή της ελληνικής κοινωνίας,
όταν ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους για
να επικοινωνήσει, να φωνάξει, να
διεκδικήσει, γιατί ήθελε ν' αλλάξει τη
ζωή του. Εγώ ακολουθούσα τ' αχνάρια του
πατέρα μου που ήταν βαθιά δημοκρατικός
κι όταν μπορούσα πήγαινα μαζί του στο
κέντρο της Αθήνας, στις κινητοποιήσεις.
Αλλά, η μέσα ματιά μου ήταν στραμμένη
στα βιβλία. Δεν ήταν εύκολο σ' εκείνη
την πολιτική και κοινωνική ανεμοζάλη,
να προσανατολιστώ σε ό,τι αγαπούσα: στα
βιβλία! Ήταν όμως ζωντανοί οι ίσκιοι
που έδιναν ανάστημα στον δικό μου
ορίζοντα. Ήθελα να μη χαθώ στην
κοσμοπλημμύρα, να μην πέσω κι εγώ
θερισμένος κι αναπολόγητος στο σύνορο
της χίμαιρας. Τώρα τα σκέφτομαι αυτά.
Τότε κάτι ψυχανεμιζόμουν αλλά δεν ήταν
εύκολο να το προσδιορίσω. Η περπατησιά
ήταν απροσδιόριστη και λίγο ζαλισμένη.
Από τα
βάθη του μυαλού, ωστόσο, ξεπροβάλλουν
κι άλλες εικόνες, μνήμες, υπάρξεις, που
τα λένε σχεδόν άφωνα, με τη θωριά τους
μονάχα, χωρίς σχόλια. Το σχολείο, οι
συμμαθητές, οι δάσκαλοι, ο δρόμος, και
ξανά ολόκληρη η γειτονιά κι ο Άη Γιώργης.
Α, να κι ο πατέρας, βιαστικός και φουριόζος,
βγαίνει από το σπίτι. Πάει στην επιχείρησή
του. Η μάνα πάλι στην εξώπορτα να τον
κοιτάζει που χάνεται στο βάθος του
δρόμου...
Εικόνες ζεστές, καλά φυλαγμένες
στον κόρφο, για να μη χάνονται οι ρίζες,
να ξεγελάμε τον χρόνο, και οι μνήμες να
γονιμοποιούν το νου, δηλαδή να δίνουν
ζωή, ακόμα και σ' έναν αυριανό αντίλογο.
Γιατί το κάθε παιδί είναι ο επίδοξος
αντίλογος του πατέρα, χωρίς να ξεφορτώνεται
τις μνήμες εκείνου. Και ο άνθρωπος και
ο κόσμος όλος και οι πόλεις δεν μπορούν
ζήσουν δίχως μνήμες. Και οι μνήμες είναι
η ανησυχία, οι αγώνες, το αίμα των
ανθρώπων, η εφιαλτική ίσως πινακοθήκη
όλων αυτών που πάλεψαν, χτυπήθηκαν,
μάτωσαν, και προσπάθησαν να αχρηστέψουν
το χρόνο. Όπως λέει με τον τρόπο του ο
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος: “Αυτά που
μένουν”!!
Αυτά που
μένουν, λοιπόν, είναι που χτίζουν πόλεις,
που κρατάνε όρθιους τους ανθρώπους, που
τους δίνουν ζωή, αισθήσεις, δύναμη,
πάθος. Μπορεί οι άνθρωποι να έχουμε την
άγνοια της ιστορικής οικονομίας, αλλά
δεν παύουμε να ζούμε με κάποιες
ψευδαισθήσεις, που τις θέλουμε, τις
αγαπάμε, τις περιφρουρούμε.