Δεν τους έφτανε η εφημερίδα και τα ραδιόφωνα, τώρα συνασπίστηκαν και πάνε να κατακτήσουν και τη μπλογκόσφαιρα. Μερικοί δημοσιογράφοι της εφημερίδας Ελευθεροτυπία έχουν πλέον και "κοινό" μπλογκ κι εκεί είναι οι διευθύνσεις τους. Μη θυμώνετε! Δε νιώθω καμιά απειλή, ούτε νομίζω ότι μπορούν να απειλήσουν τους "ανεξάρτητους" μπλόγκερ. Ο καθένας μπορεί ασφαλώς να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά, ρε παιδιά, μου θυμίζετε, από μια άλλη άποψη όμως, το "κοινόβιο" του μακαρίτη του Χάκκα... Θα μου πείτε ενδεχομένως ότι λόγου χάρη θέλετε να αυξήσετε το κοινό σας. Κι εγώ τι θέλω; Ο Χάκκας απαντά με τον τρόπο του:
Τι θέλω και επιδιώκω επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους; Τι χρειάζεται το κοινόβιο τώρα; Γιατί δε συμπεριφέρομαι όπως ο οποιοσδήποτε Ευτύχιος;
[Πώς ισορροπεί; Από πού γατζώνεται αυτός; Γιατί στραβοκουμπώνει την καμπαρντίνα του; Πώς και δεν του παίρνει ο αέρας το πλατανόφυλλο; Γιατί έβλεπα πως ήταν κι αυτός αποκομμένος, δεν υπήρχε ομφάλιος λώρος, και τα καλώδια που περνούσαν ψηλά άλλος ο ρόλος τους. Η μόνη σύνδεση που είχε ήταν με τον ίδιο τον εαυτό του...] [...] Ντε, βρε κοπρόσκυλο, μίλα για κοινούς ανθρώπους... Ο φίλος του ο Φαίδων έλεγε: "Όσο γράφω ποιήματα μπορώ να κάνω και χωρίς φίλους. Όταν σταματάω με πνίγει η μοναξιά"! Κι εγώ το ίδιο, όσο γράφω... Στο μπλογκ... Δεν έχω εφημερίδα, ούτε εκπομπή σε ραδιόφωνο και τηλεόραση (όπως αρκετοί από την Ελευθεροτυπία που μπορούν και να γράφουν και να μιλάνε και να τραγουδάνε (όπως πολλές φορές το έκανε ο Φυντανίδης σε τηλεοπτικές εκπομπές). Μου απόμεινε το μπλογκ. Και τα "Δρώμενα" που τα πληρώνω πολύ ακριβά. Κι αυτό το τελευταίο δεν ενδιαφέρει κανέναν. Και φυσικά δεν με νοιάζουν οι παρέες που τσακώνονται (και στα μπλογκ) και κοιτάει πώς ο ένας θα εξουθενώσει τον άλλον, που βουτάνε ολόσωμοι σε λογοτεχνικές μιζέριες και κάνουν, ως πρόβατα, τους οπαδούς του ενός και του άλλου. Πόσες φορές όμως αποζήτησα την παρέα του Λάκη που τώρα είναι χαμένος στις παραισθήσεις του, γιατί καθόμασταν ώρες ατέλειωτες πάνω στη γέφυρα κι από κάτω περνούσε ο Ηλεκτρικός και φωνάζαμε για ν' ακουστούμε... Αλλά και την παρέα της Χρυσούλας που ήθελε το γαμπρό στο ύψος της και δεν έβρισκε, της Ντίνας που κι αυτή το ίδιο ήθελε αλλά ήταν πανύψηλη, της Μαρίνας, του Λουκά και του Τριαντάφυλλου. Όμως ήταν ωραία ν' ακουμπάει ο ένας επάνω στον άλλον, έτσι που στριμωχνόμασταν στο στενό σαλονάκι, συγκροτούσαμε ένα κοινόβιο πέρα από τέχνη, κυρίως όταν η κουβέντα έφτανε στα χρόνια της εφηβείας, σε κάτι λονγκ πλέι μπουρδελότσαρκες, πώς παρά λίγο να παντρευτεί κάποιος επάνω στην κάψα του, και τότε απλώνονταν μια ζεστασιά ανάμεσά μας και δε λέγαμε να το διαλύσουμε, ούτε ταβέρνα ούτε άλλο στέκι μας έκανε καρδιά τέτοιες ώρες. Επιτέλους, ήμασταν κι εμείς μια ομάδα, αυτό που μας στερήσαν για χρόνια, κάθε φορά που προσπαθήσαμε να βρεθούμε μαζί μέσα από κάποια κοινή υπόθεση μας τσάκισαν, μας ρίξανε πίσω πάνω στα βράχια. Ό,τι λέγαμε να πιστέψουμε κάπου, εκείνο γινόταν ή το κάναν οι άλλοι αφρό, σαπουνόφουσκες, χάνονταν μέσα στα χέρια μας, δεν υπήρχε πια όραμα και μέναμε μόνοι...
[Πώς ισορροπεί; Από πού γατζώνεται αυτός; Γιατί στραβοκουμπώνει την καμπαρντίνα του; Πώς και δεν του παίρνει ο αέρας το πλατανόφυλλο; Γιατί έβλεπα πως ήταν κι αυτός αποκομμένος, δεν υπήρχε ομφάλιος λώρος, και τα καλώδια που περνούσαν ψηλά άλλος ο ρόλος τους. Η μόνη σύνδεση που είχε ήταν με τον ίδιο τον εαυτό του...] [...] Ντε, βρε κοπρόσκυλο, μίλα για κοινούς ανθρώπους... Ο φίλος του ο Φαίδων έλεγε: "Όσο γράφω ποιήματα μπορώ να κάνω και χωρίς φίλους. Όταν σταματάω με πνίγει η μοναξιά"! Κι εγώ το ίδιο, όσο γράφω... Στο μπλογκ... Δεν έχω εφημερίδα, ούτε εκπομπή σε ραδιόφωνο και τηλεόραση (όπως αρκετοί από την Ελευθεροτυπία που μπορούν και να γράφουν και να μιλάνε και να τραγουδάνε (όπως πολλές φορές το έκανε ο Φυντανίδης σε τηλεοπτικές εκπομπές). Μου απόμεινε το μπλογκ. Και τα "Δρώμενα" που τα πληρώνω πολύ ακριβά. Κι αυτό το τελευταίο δεν ενδιαφέρει κανέναν. Και φυσικά δεν με νοιάζουν οι παρέες που τσακώνονται (και στα μπλογκ) και κοιτάει πώς ο ένας θα εξουθενώσει τον άλλον, που βουτάνε ολόσωμοι σε λογοτεχνικές μιζέριες και κάνουν, ως πρόβατα, τους οπαδούς του ενός και του άλλου. Πόσες φορές όμως αποζήτησα την παρέα του Λάκη που τώρα είναι χαμένος στις παραισθήσεις του, γιατί καθόμασταν ώρες ατέλειωτες πάνω στη γέφυρα κι από κάτω περνούσε ο Ηλεκτρικός και φωνάζαμε για ν' ακουστούμε... Αλλά και την παρέα της Χρυσούλας που ήθελε το γαμπρό στο ύψος της και δεν έβρισκε, της Ντίνας που κι αυτή το ίδιο ήθελε αλλά ήταν πανύψηλη, της Μαρίνας, του Λουκά και του Τριαντάφυλλου. Όμως ήταν ωραία ν' ακουμπάει ο ένας επάνω στον άλλον, έτσι που στριμωχνόμασταν στο στενό σαλονάκι, συγκροτούσαμε ένα κοινόβιο πέρα από τέχνη, κυρίως όταν η κουβέντα έφτανε στα χρόνια της εφηβείας, σε κάτι λονγκ πλέι μπουρδελότσαρκες, πώς παρά λίγο να παντρευτεί κάποιος επάνω στην κάψα του, και τότε απλώνονταν μια ζεστασιά ανάμεσά μας και δε λέγαμε να το διαλύσουμε, ούτε ταβέρνα ούτε άλλο στέκι μας έκανε καρδιά τέτοιες ώρες. Επιτέλους, ήμασταν κι εμείς μια ομάδα, αυτό που μας στερήσαν για χρόνια, κάθε φορά που προσπαθήσαμε να βρεθούμε μαζί μέσα από κάποια κοινή υπόθεση μας τσάκισαν, μας ρίξανε πίσω πάνω στα βράχια. Ό,τι λέγαμε να πιστέψουμε κάπου, εκείνο γινόταν ή το κάναν οι άλλοι αφρό, σαπουνόφουσκες, χάνονταν μέσα στα χέρια μας, δεν υπήρχε πια όραμα και μέναμε μόνοι...
No comments:
Post a Comment