[στον αξέχαστο φίλο μου Βαγγέλη Αθανασόπουλο (1946-2011), που μου γνώρισε τον Μπεν Όκρι]
Πήγα μέσα μέσα, ήπια νερό και κάθισα σ' έναν πάγκο. Οι σφυριές του μαραγκού μου έφερναν τρομερό πονοκέφαλο. Κάθε φορά που σήκωνε ψηλά το σφυρί του, μου φαινόταν πως θα το κατέβαζε στο κεφάλι μου. Βγήκα από την ταβέρνα και κάθισα έξω, στην άμμο. Κοίταζα τον κόσμο που περνούσε. Κανένας δεν έμπαινε στην ταβέρνα.
Ούτε που την κοίταζαν. Το σκοτάδι απλωνόταν σιγά-σιγά από το δάσος. Ο αέρας έγινε πιο δροσερός. Τα πουλιά έκαναν βόλτες γύρω από τα δέντρα.Τα έντομα ήταν πλήθος εκείνο το βράδυ. Κανένας δεν πρόσεχε την ταβέρνα, επειδή ακριβώς ήταν πιο χτυπητή. Ένιωσα πως βρισκόμουν στο όριο της πραγματικότητας. Η ταβέρνα της Μαντάμ Κότο έμοιαζε σαν μια παράξενη νεραϊδοχώρα μέσα στον πραγματικό κόσμο, μια νεραϊδοχώρα που δεν την έβλεπε κανένας...
Ούτε που την κοίταζαν. Το σκοτάδι απλωνόταν σιγά-σιγά από το δάσος. Ο αέρας έγινε πιο δροσερός. Τα πουλιά έκαναν βόλτες γύρω από τα δέντρα.Τα έντομα ήταν πλήθος εκείνο το βράδυ. Κανένας δεν πρόσεχε την ταβέρνα, επειδή ακριβώς ήταν πιο χτυπητή. Ένιωσα πως βρισκόμουν στο όριο της πραγματικότητας. Η ταβέρνα της Μαντάμ Κότο έμοιαζε σαν μια παράξενη νεραϊδοχώρα μέσα στον πραγματικό κόσμο, μια νεραϊδοχώρα που δεν την έβλεπε κανένας...
Άρχισα να πετάω πέτρες στην ταμπέλα. Κι ύστερα πέταξα πέτρες στην μπλε πόρτα και την κουρτίνα από πολύχρωμες πλαστικές λουρίδες. Η Μαντάμ Κότο βγήκε έξω και ειπε:
"Ποιος πετάει πέτρες;"
"Το κορίτσι", είπα εγώ.
"Πού είναι;"
"Το 'βαλε στα πόδια".
Η Μανταμ Κότο μου έριξε μια μοχθηρή ματιά, άγγιξε τις άσπρες χάντρες της και ξαναπήγε να πλύνει τα πιάτα της. Εγώ έμεινα μπροστά σστην ταβέρνα και κοίταζα ο σκοτάδι που κυλούσε από το δάσος και σιγά-σιγά κατάπινε τον υπόλοιπο κόσμο. Μια κουκουβάγια έκρωξε από μακριά. Ένα πουλί σφύριζε αδιάκοπα. Το σκοτάδι ξυπνούσε τος ήχους του δάσους...
No comments:
Post a Comment