ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ
ΛΙΘΙΝΟΣ
Δεν μπορούσες να το
φανταστείς. Παρότι έφτασες δύσθυμα στα γνώριμα μέρη –πρώτη φορά συνέβαινε αυτό
τα τελευταία χρόνια– καλοτυχίζεις τώρα εαυτό σου για την πρωτοβουλία σου να
απομακρυνθείς για λίγο από τη μεγάλη πόλη.
Ο λόγος; Η αγαλλίαση
που αισθάνθηκες τούτο το πρωινό.
Μόλις είχες ξυπνήσει,
ύστερα από έναν απολαυστικό ύπνο, όταν άκουσες τον γνώριμο ήχο. Χανόταν στο
βάθος του χρόνου. Δεν τον είχες, πάντως, ποτέ λησμονήσει.
Αστραπιαία βρέθηκες
στην αυλή του πατρικού σου ώστε να δεις από κοντά το θέαμα.
Έφταναν τα πρώτα
χελιδόνια στο χωριό!
Πετώντας εδώ και εκεί,
διέσχιζαν με ταχύτητα τον ουρανό, ανοιγοκλείνοντας χαριτωμένα τις ψαλιδωτές
ουρές τους. Με τα τιτιβίσματά τους έδειχναν σαν να ήθελαν να ενημερώσουν τον
πληθυσμό για την άφιξή τους. Κάποια, εμφανώς κουρασμένα από το μακρινό ταξίδι,
είχαν βρει ήδη καταφύγιο στα ηλεκτρικά σύρματα του δρόμου. Κοιτώντας ολόγυρα,
προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στις συνθήκες του χώρου.
Μια απέραντη ευτυχία
ένιωσες να σε τυλίγει από τις σκηνές που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια σου.
Πολλές φορές, στο
μακρινό παρελθόν, σε διακατείχαν ανάλογα συναισθήματα…
Με αδημονία, περίμενες
με την αδελφή σου τον ερχομό των χελιδονιών, τις πρώτες μέρες του Απριλίου. Κι
όταν αυτά έφταναν, αφιερώνατε ώρες, θαυμάζοντας τις γρήγορες κινήσεις τους. Από
κοντά, παρακολουθούσαν το μοναδικό θέαμα και οι γονείς σας.
«Μπήκαμε πια στην
άνοιξη», έλεγαν, και η ικανοποίηση ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Η άφιξή τους δήλωνε
τον τερματισμό ενός ακόμη δύσκολου χειμώνα. Σε όσους στάβλους του χωριού τα
χελιδόνια είχαν φτιάξει φωλιές, οι ιδιοκτήτες τους είχαν διπλή χαρά. Άνοιγαν
διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα για να υποδεχθούν τους μικρούς επισκέπτες
τους. Οι οποίοι, αφιέρωναν τις πρώτες μέρες παρουσίας τους, στις
μικροδιορθώσεις τυχόν ζημιών που είχαν υποστεί οι κατοικίες τους. Δημιουργούσαν
ωστόσο και άλλες σε καινούργια σημεία.
Τους επόμενους μήνες
ζούσαν σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον. Κι όταν το εγκατέλειπαν, στις αρχές
φθινοπώρου, μία παράξενη σιωπή απλωνόταν σε όλη την περιοχή. Οι ντόπιοι,
μεγάλοι και μικροί, μελαγχολούσαν. Είχαν χάσει μια ευχάριστη συντροφιά.
Τι τύχη κι αυτή φέτος!
Σιγοψιθυρίζεις, με εμφανή ικανοποίηση.
Βάζεις το δεξί σου
χέρι αγνάντια στον καυτερό ήλιο, συνεχίζεις να απολαμβάνεις τις χαριτωμένες
κινήσεις των ασπρόμαυρων φίλων σου, και θυμάσαι...
Πολλά χρόνια πέρασαν
από τότε που είχες ξαναζήσει μία τέτοια μέρα, σκέφτεσαι, και συγκινείσαι...
No comments:
Post a Comment