Friday, May 8, 2015

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ




ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΗΣ ΛΙΘΙΝΟΣ

Πριν από λίγες μέρες, για μία ακόμη φορά, τιμήθηκε η εκτέλεση την Πρωτομαγιά του 1944 διακοσίων πατριωτών στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.
Η θυσία των διακοσίων αγωνιστών καταγράφτηκε από πολύ νωρίς στη συλλογική συνείδηση και τιμήθηκε με τον δέοντα σεβασμό από τις νεότερες γενιές. Επανειλημμένα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Σημαντικοί ποιητές, όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Φώτης Αγγουλές και η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, έγραψαν συγκινητικά ποιήματα. Το ίδιο συνέβη και με την τέχνη. Γνωστότατη είναι η ξυλογραφία του χαράκτη Τάσσου (Αλεβίζου), «Πρωτομαγιά του 1944».

Πρόσφατα, μάλιστα, η αναγνώριση της θυσίας τους έγινε με τον πιο επίσημο τρόπο. Αμέσως μετά την ορκωμοσία του, στις 26 Ιανουαρίου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατευθύνθηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και απέτισε φόρο τιμής στη μνήμη τους.

Τα γεγονότα, που οδήγησαν στην εκτέλεση, είναι γνωστά σε όλους. Στις 27 Απριλίου 1943, στην περιοχή των Μολάων Λακωνίας, διμοιρία του 8ου Συντάγματος του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό του Ελληνικού Στρατού Μανώλη Σταθάκη, επιτέθηκε εναντίον του διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών υποστρατήγου Φραντς Κρεχ και της συνοδείας του, τους οποίους και σκότωσαν. Οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής, σε αντίποινα, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην εκτέλεση διακοσίων κρατουμένων. Παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν από διάφορες πλευρές προχώρησαν τελικά στην απεχθή κίνησή τους το πρωί της 1ης Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Οι σοροί των εκτελεσθέντων με οπλοπολυβόλα μεταφέρθηκαν στον Γ΄ Νεκροταφείο όπου και τάφηκαν. Οι περισσότεροι από τους εκτελεσθέντες ήταν μέλη του Κ.Κ.Ε. και του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Υπήρχαν όμως και ορισμένοι Αρχειομαρξιστές αλλά και Τροτσκιστές.
Δεν είναι πάντως ευρέως γνωστό πως σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τον θάνατο των περισσότερων από τους διακόσιους αγωνιστές φέρει ο Γιάννης Ιωαννίδης, ηγετικό τότε στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Όλα ξεκίνησαν στις Φυλακές της Ακροναυπλίας, στις οποίες είχαν εγκλειστεί από το δικτατορικό καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου κομουνιστές διαφόρων αποχρώσεων. Στην πλειονότητά τους ήταν μέλη του Κ.Κ.Ε. Γραμματέας της Κομματικής Επιτροπής Ακροναυπλίας ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης. Υπήρχαν όμως και αρκετοί τροτσκιστές, με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο, πρώην γραμματέα του Κ.Κ.Ε. και ιδρυτή το 1938 της Ενιαίας Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας. Η συμβίωση φυλακισμένων Κομουνιστών και Τροτσκιστών αποδείχθηκε δύσκολη υπόθεση. Ουσιαστικά, οι δεύτεροι, είχαν τεθεί κάτω από καθεστώς απομόνωσης.

Με την έναρξη του Πολέμου, πολλοί φυλακισμένοι και από τις δύο πτέρυγες, με υπόμνημα που συνέταξαν, ζήτησαν να πολεμήσουν στο μέτωπο της Αλβανίας, αλλά οι μεταξικές αρχές αρνήθηκαν την προσφορά τους. Σε μια πρωτοφανή μάλιστα κίνηση δουλοπρέπειας, φρόντισαν να παραδώσουν όλους τους πολιτικούς κρατούμενους της Ακροναυπλίας στους Γερμανούς, μόλις εκείνοι κατέλαβαν την Ελλάδα. Λίγο πριν από την παράδοση, ο Παντελής Πουλιόπουλος, μαζί με πολλούς άλλους συντρόφους του, αναζήτησαν τρόπους απόδρασής τους. Το σχέδιο ωστόσο ματαιώθηκε, ύστερα από παρέμβαση του Γιάννη Ιωαννίδη, που υποστήριξε πως υπήρχε κίνδυνος καταστολής της απόδρασης από τους δεσμοφύλακες.

Η στάση του συνιστούσε βαρύτατο ατόπημα αφού στερείτο βάσης. Αξίζει να σημειωθεί πως, το ίδιο χρονικό διάστημα, εκατοντάδες εξόριστοι κομουνιστές δραπέτευσαν ανενόχλητοι από τα νησιά εξορίας τους για να αποφύγουν τη σύλληψή τους από τα κατοχικά στρατεύματα.
Διάφορες μαρτυρίες έχουν δημοσιευτεί για το ιδιαίτερα κρίσιμο αυτό ζήτημα. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές λεπτομέρειες για τα γεγονότα εκείνων των κρίσιμων ημερών διασώζει ο γνωστός λογοτέχνης Γιάννης Μανούσακας, φυλακισμένος κι αυτός στην Ακροναυπλία το ίδιο διάστημα, στο βιβλίο του «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα)» (Αθήνα, Δωρικός, 1978). Όπως έχει παρατηρήσει, η κομματική ηγεσία, ήταν εντελώς ξεκομμένη από την τότε πραγματικότητα. Ερμηνεύοντας τη στάση του Γιάννη Ιωαννίδη, την αποδίδει στην πεποίθησή του πως οι φυλακισμένοι θα απελευθερώνονταν από τους Γερμανούς, με βάση τη Γερμανοσοβιετική Συνθήκη, που είχαν υπογράψει στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και Βιατσεσλάβ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ.

Η μη απελευθέρωση των φυλακισμένων της Ακροναυπλίας είχε ολέθριες συνέπειες για αυτούς στη συνέχεια. Από τις κατοχικές δυνάμεις μεταφέρθηκαν εξακόσια περίπου άτομα σε διάφορες φυλακές της χώρας (Κατούνα Αιτωλοακαρνανίας, Στρατόπεδο Λάρισας, Στρατόπεδο Χαϊδαρίου κ.ά.). Εκεί, ορισμένοι πέθαναν από την πείνα, ενώ οι περισσότεροι εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατά τη διάρκεια της Κατοχής (ανάμεσά τους ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος).

Έχει υπολογιστεί πως, οι Ακροναυπλιώτες που σκοτώθηκαν την Κατοχή, ανέρχονταν στους 304. Ένας μεγάλος αριθμός τους, ήταν μεταξύ εκείνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, την Πρωτομαγιά του 1944. Ο Βασίλης Γ. Μπαρτζιώτας στο βιβλίο του «Κι’ άστραψε φως. Η Ακροναυπλία» (Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1977) σημειώνει πως από τους 200 εκτελεσθέντες οι 135 προέρχονταν από την Ακροναυπλία.

Ιδιαίτερα αντιφατική, σε σχέση με τη στάση που είχε τηρήσει, ήταν η πορεία του Γιάννη Ιωαννίδη μετά τη μεταφορά από τις κατοχικές δυνάμεις των εξακοσίων περίπου εγκλείστων της Ακροναυπλίας σε διάφορες φυλακές της χώρας. Ο ίδιος, το 1942, συνοδευόμενος από 17 άλλους φυματικούς, μεταφέρθηκε για νοσηλεία, στο σανατόριο της Πέτρας Πιερίας, στον Όλυμπο. Πριν από την αναχώρησή του, όρισε γραμματέα της Καθοδήγησης στην Ακροναυπλία τον Βασίλη Μπαρτζιώτα. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, και αφού η Συμφωνία Ρίμπεντροπ – Μόλοτοφ αποτελούσε από τις 22 Ιουνίου 1941 παρελθόν, ύστερα από την επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, απέδρασε από το σανατόριο με τη βοήθεια του ΕΑΜ Κατερίνης. Στη συνέχεια, θα έλθει στην Αθήνα και θα καταλάβει θέση στη Νέα Κεντρική Επιτροπή και στο Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. Το επόμενο χρονικό διάστημα, μαζί με τον Γιώργη Σιάντο, θα αποτελέσουν το ηγετικό δίδυμο του Κόμματος.

Την περίοδο της εκτέλεσης των διακοσίων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, κατά τραγική ειρωνεία, ο Γιάννης Ιωαννίδης διέθετε τεράστια εξουσία καθώς κατείχε την πανίσχυρη θέση του Οργανωτικού Γραμματέα του Κ.Κ.Ε. Έτσι, χωρίς ίχνος ντροπής, αναζητούσε τρόπους, κινητοποιώντας οργανώσεις του Ε.Α.Μ. και της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του Κ.Κ.Ε., προκειμένου να αποφευχθεί η εκτέλεση και να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι, κάτι που δεν έγινε. Πέρασε άραγε από το μυαλό του τότε πως, αν είχε συμπεριφερθεί διαφορετικά δύο χρόνια πριν, δεν θα υπήρχε τώρα κίνδυνος να χυθεί άδικα τόσο αίμα; Η απάντηση στο ρητορικό ερώτημα είναι αρνητική. Η αυτοκριτική για αυτόν, όπως και για πολλά άλλα ηγετικά στελέχη εκείνης της περιόδου του Κόμματος, αποτελούσε άγνωστη λέξη.

Ο Γιάννης Ιωαννίδης, προς το τέλος της ζωής του, προσπάθησε να δικαιολογήσει τη στάση που είχε επιδείξει το 1941. Οι ερμηνείες ωστόσο που έδωσε στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Αναμνήσεις. Προβλήματα της πολιτικής του ΚΚΕ στην Εθνική Αντίσταση 1940-1945» (Αθήνα, Θεμέλιο, 1979), δεν έπεισαν κανένα.

Αν λοιπόν είχε πραγματοποιηθεί το σχέδιο απόδρασης του 1941, οι εξακόσιοι περίπου έγκλειστοι της Ακροναυπλίας θα είχαν διασωθεί και με τη δράση τους θα πρόσφεραν το επόμενο χρονικό διάστημα σημαντικές υπηρεσίες στον αντιστασιακό αγώνα εναντίον των κατοχικών δυνάμεων.
Δυστυχώς, άλλες ήταν οι αποφάσεις της κομματικής ηγεσίας του χώρου, η οποία φέρει ακέραια την ευθύνη για τα όσα τραγικά επακολούθησαν.

No comments: