Monday, May 18, 2015

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ…



Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι έρωτες, μωρό μου…», Ντίνος Χριστιανόπουλος] 

Αυτός καθισμένος βαθιά μες στην πολυθρόνα κοιτούσε στο ταβάνι με το βλέμμα απλανές και περίμενε... Εκείνη στεκόταν κι έδειχνε φανερά ότι ντρεπόταν, είχε αναστολές και μάλλον τα μάγουλά της ήταν κόκκινα περισσότερο από το κανονικό. Το ένιωθε ότι κοκκίνιζε κι επιπλέον αισθανόταν ένα γνώριμο ζεστό κύμα ν’ απλώνεται στο κορμί της. Είχε την εντύπωση ότι ήταν εκτεθειμένη σε δεκάδες μάτια, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ήταν οι δυο τους μέσα σ’ ένα τεράστιο άδειο σπίτι, στην εξοχή. Η νύχτα είχε απλώσει παντού το πέπλο της και μονάχα ακουγόταν ο γκιώνης. Τίποτε άλλο. Ο γκιώνης, η νύχτα, εκείνος, εκείνη και η μοναξιά της…

Πόσες κουβέντες είχαν ανταλλάξει και πάντα αγωνιούσε για τη στιγμή που θα βρίσκονταν κοντά, μόνοι και μακριά από την τυπική καθημερινότητα, που ντύνεται με κάθε λογής φορέματα, λέξεις και μορφασμούς, δικαιολογίες διάφορες και μικρά ψέματα. Τώρα είναι εκεί, μαζί, μια αναπνοή μακριά, κοντά, απλώνει το χέρι της κι εκείνος αργά-αργά το πιάνει και την τραβάει κοντά της. Αφέθηκε, χωρίς αντίσταση. Έτρεμε ολόκληρη, αλλά έκλεισε τα μάτια κι έβλεπε χρώματα να εναλλάσσονται: πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, γαλάζιο, άσπρο… μια χρωματική πανδαισία λουσμένη στο φως.
Έξω ο αέρας σάρωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του κι έψαχνε ανάμεσα στις φυλλωσιές. 


Μετά από τέσσερις μήνες διαδικτυακής επικοινωνίας, κάθονταν τώρα δίπλα-δίπλα και προσπαθούσαν ν’ ανιχνεύσουν χαμόγελα, ματιές, ανταλλάσσοντας χάδια, μέχρις ότου εκείνος άναψε ένα τσιγάρο. Πάντα ήταν φειδωλός στις κουβέντες του. Μονάχα στο διαδίκτυο έγραφε σαν ποταμός που τρέχει ασταμάτητα.
                                                                                                                                     
«Δεν υπάρχει ένας πιο σύγχρονος τρόπος επικοινωνίας μεταξύ μας; Πιο εξελιγμένος από το skype, και από το face book...»
«Μπορεί να υπάρξει…»
«Και πότε θα το ανακαλύψουν;»
«Κάποια στιγμή…»
«Μόνο το ΚΤΕΛ υπάρχει προς το παρόν…»
«Χαχαχα… Δυστυχώς μόνο αυτό είναι που μας φέρνει κοντά…»
«Skype, face book, ΚΤΕΛ: η αγία τριάδα των διαδικτυακών εραστών…»

Η πολιτική και όλα τα συναφή πήγαν περίπατο. Δεν έβρισκαν θέση στο κουβεντολόι τους. Τον κοίταζε κι έδειχνε να μην χορταίνει. Τον κοίταζε και του χάιδευε το πρόσωπο.

«Δεν υπάρχει έρωτας…»
«Τι υπάρχει – πώς λέγεται αυτό που μας έφερε κοντά;»
«Πρέπει να σου ομολογήσω ότι νιώθω υπέροχα τώρα που είσαι κοντά μου. Σα να σε γνώριζα πολλά χρόνια κι έλειπες… Ήρθες και δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω, πώς να συμπεριφερθώ…»
«Ελεύθερα…»
«Μια λέξη είναι αυτή, αλλά είναι κάπως περίπλοκο το θέμα για μένα. Μια σχέση δεν είναι μια απλή συναλλαγή…»
«Ανταλλαγή αισθημάτων πάντως είναι…»
«Ναι…»
«Και… ξέρεις δεν υπάρχει τίποτε ποιο ανόητο από το να θέλεις να εξηγήσεις τα αισθήματά σου. Κι εσείς οι γυναίκες πραγματικά όταν έρχεστε κοντά μας, δεν στέκεστε στο κατώφλι, αλλά σιγά-σιγά εισχωρείτε στις ρίζες μας κι άντε μετά να ξεκολλήσετε…»
«Και με την γυναίκα σου τι θα γίνει;»

Εδώ έπεσε βαθιά σιωπή. Αυτό ήταν το θέμα που θα δημιουργούσε παρεξηγήσεις. Ή τουλάχιστον έτσι γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων, όπου οι σχέσεις δύσκολα διαλύουν τις παρεξηγήσεις και προκαλούν παρενέργειες που σε πρώτη φάση δεν φαίνονται.

Είναι αλήθεια πως όταν αρχίζει η εξερεύνηση του μικρόκοσμου του ενός ή της άλλης χάνεται η μαγεία και μερικές φορές αυτή η εξερεύνηση μοιάζει να ειδοποιεί για παράδοξες εκπλήξεις. Και οι δυο τους ήθελαν να μην το κάνουν αυτό, τουλάχιστον στην πρώτη τους συνάντηση, μετά από τέσσερις μήνες διαδικτυακής επικοινωνίας. Είναι μια ουσιαστικά αλλόκοτη συνάντηση όπου ό,τι χάνει η φαντασία στο απείρως μέγα, το κερδίζει στο απείρως μικρό. Έτσι αφέθηκαν να κοιτάζονται στο πρόσωπο και να χαμογελάνε…

Εκείνη είχε επενδύσει όλες τις επιθυμίες της στην ανάμνηση μιας όμορφης, γλυκιάς συνάντησης  κι έπρεπε να φορτίσει αυτή συνάντηση με κάτι περισσότερο. Αυτή η συνάντηση κάποια στιγμή θα τελειώσει. «Κάνε όσα περισσότερα μπορείς…», σκέφτηκε. Ένιωθε τον χρόνο να την πιέζει. Μέγας εχθρός ο χρόνος… Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι ιδιαίτερο. Διαλογισμοί απλοί, κοινότατοι, μπλέκονταν μες στο κεφάλι της. Έβλεπε τον εαυτό της μέσα σε μια αίθουσα τέχνης, να στέκεται μπροστά σ’ έναν πίνακα και να διερευνά τι είναι εκείνο που θέλει να πει ο καλλιτέχνης. Μερικές φορές ο αληθινός καλλιτέχνης σε παίρνει στο άρμα του οίστρου του και σε παρασύρει στον κόσμο του. Υπάρχουν όμως και κάποιοι καλλιτέχνες που υποβάλλουν λόγου χάρη το γυμνό σα απλή νύξη. Κι αν πάμε και πίσω στους αναγεννησιακούς, εκεί πια είναι που το έργο τέχνης παίρνει αισθησιακή ορμή. Το γυμνό στη φωτογραφία είναι και «άσεμνο», ενώ στον ζωγραφικό πίνακα δεν μπορεί να είναι άσεμνο!!! Κι εκείνη με κλειστά μάτια προσπαθεί να διακρίνει τον εαυτό της γυμνό – σαν φωτογραφία ή σαν ζωγραφικό πίνακα;;

Τον αγαπούσε;; Αναρωτιόταν συνεχώς από την ώρα που βρέθηκαν μαζί. Βέβαια, «η αγάπη είναι παρηγοριά, ήλιος μετά απ’ τη μπόρα», όπως λέει ένας στίχος του Σαίξπηρ. Και είχε ανάγκη ν’ αγαπηθεί, να νιώσει να την χαϊδεύουν στα μαλλιά τα χέρια ενός άντρα, να την φιλάει στα χείλη και να ξενυχτάνε, συζητώντας για τα χρόνια που δεν ήσαν μαζί και για ό,τι μπορεί να έχασαν…

Στο skype η επικοινωνία έχει μια ιδιαιτερότητα και μια σχετική αμεσότητα. Δύσκολο να μεσολαβήσει το ψέμα. Ενώ στο face book μπορεί ο καθένας να γράφει ό,τι θέλει. Αλήθεια, ψέματα, πονηριές, εξυπνάδες, φαντασιώσεις… Δεν ελέγχεται παρά μονάχα από τον ίδιο… Η ζωντανή επαφή είναι η σωτηρία της ψυχής!!!!

Πάντως και στους δυο τα πράγματα ήλθαν βολικά. Και στο skype και στο face book και στην πρώτη συνάντησή τους. Έτσι, λοιπόν, εκείνος, το πήρε απόφαση και δεν πήγε ούτε στο σταθμό των τρένων ούτε στο αεροδρόμιο αλλά πήγε στην αφετηρία των ΚΤΕΛ, πήρε το λεωφορείο της γραμμής κι έφτασε, μετά από ένα σχετικά κουραστικό ταξίδι, βραδάκι στην πόλη της, με τα χέρια στις τσέπες, να σουλατσάρει για καμιά ώρα στους δρόμους για να εγκλιματιστεί εκεί που η ίδια ζει την καθημερινότητά της. Όταν συναντήθηκαν,  στάθηκαν ακίνητοι και σε δευτερόλεπτα αγκαλιάστηκαν, στην αρχή με δισταγμό αλλά αμέσως μετά τα χέρια σφίχτηκαν στα κορμιά τους.

«Μα, γιατί ήρθες με το λεωφορείο;»
«Χρειαζόμουν χρόνο να σκεφτώ…»
«Και… σκέφτηκες;»
«Όσο κι αν προσπάθησα να βρω αυτό που ψάχνω, δεν τα κατάφερα…»
«Τι ψάχνεις;»
«Μια λύση στα αδιέξοδά μου, να βάλω τάξη στις εκκρεμότητές μου, να συνειδητοποιήσω πόσο ελεύθερος είμαι, να ξανασκεφτώ τις αναστολές μου…»
«Πιστεύεις ότι ένα ταξίδι μπορεί να τα τακτοποιήσει όλα αυτά που μου αναφέρεις;»
«Δεν ξέρω αν μπορεί, αλλά εγώ προσπάθησα… Θα δείξει…»

Δεν έμειναν στο σπίτι της, αλλά πήγαν στο πατρικό της, στην εξοχή… Θα ήταν δύσκολο η μονότροπη καθημερινή ζωή να της επιτρέψει αποκαλύψεις. Ο φόβος κάποιας επίσκεψης της δημιουργούσε ανασφάλεια, γι’ αυτό ένιωθε προφυλαγμένη στο εξοχικό της. Άλλωστε ένα Σαββατοκύριακο ήταν αυτό… Και η θέρμη της σχέσης που είχε καλλιεργηθεί παραμέριζε τις όποιες αναστολές  και ενστάσεις… Και δεν είχαν καμιά διάθεση να εισπράξουν τις περιπλοκές από τη διερεύνηση της ηθικής ή μη ακεραιότητας της σχέσης τους.

Εκείνος είχε πιάσει το κεφάλι του και άρχισε να σιγοψιθυρίζει ένα χωρίο από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, όπου ακούγεται ο Ιησούς να λέει: «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί,, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι…». Η θητεία του στο Κατηχητικό σχολείο τον είχε φορτώσει με τέτοιες φράσεις που λειτουργούσαν τουλάχιστον παλιότερα, στα φοιτητικά του χρόνια σαν τροχοπέδη σε κάθε είδους ερωτικές παρεκτροπές.

[…]

Ήταν λίγες μέρες πριν το Πάσχα όταν του έγραψε τούτα τα λόγια:

«Επιθύμησα μια σχέση μοναδική, γνήσια, γαργαριστή όπως το νερό που βγαίνει από την πηγή στα ψηλά βουνά. Εδώ θα σου γράφω, θα είμαι πιο ήρεμη, θα έχω την εικόνα του δάσους, την αίσθηση των φυτών που ευωδιάζουν από παντού γύρω μου... Αυτή είναι η εικόνα της αγάπης μου για σένα... με απέραντη τρυφερότητα, η φίλη σου από την επαρχία... Όλη μέρα κάτι έκανα, δεν σταμάτησα σχεδόν καθόλου. Πήγα και στο κομμωτήριο. Ψώνισα. Μαγείρεψα. Διόρθωσα. Έπλυνα. Άπλωσα. Τώρα να τα ξαναμαζέψω γιατί δεν στέγνωσαν. Και θέλω τώρα να κάνω τα πασχαλινά κουλούρια. Αυτά, από το μέτωπο. Άκουσα, διαβάζοντας συγχρόνως το κείμενο, το Stabat mater του Pergolesi. Με την μουσική μπορείς να νιώθεις το θείο, η ψυχή σου να υψώνεται πάνω από την καθημερινότητα. Θα την ακούσω ακόμα αργότερα. Τώρα πίσω πάλι, κάτω πάλι, στις δουλειές…»

Αυτό ήταν που τον έκανε να πάρει την απόφαση για να πάει να την συναντήσει. Όλοι έλεγαν κι έγραφαν ότι η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα μια πόλη ερωτική. Κι αυτό το ήξερε. Το είχε ζήσει ως φοιτητής. Ωστόσο, αυτό ο ίδιος το είχε καταρρίψει διότι σε όσες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας πήγαινε, όταν ταξίδευε για τις δουλειές του, όλες, μα όλες έδειχναν κάτι το ερωτικό. Η Θεσσαλονίκη ήταν τυχερή διότι βρέθηκαν κάποιοι ποιητές και πεζογράφοι να υμνήσουν εκείνο που ακριβώς αποζητούσαν: τον έρωτα σε όλες τις μορφές και σε όλα τα στέκια και τις γωνιές της πόλεις. Ωστόσο πολλοί Θεσσαλονικείς εκνευρίζονται σήμερα όταν ακούν να λένε «ερωτική» την πόλη τους.
Στα φοιτητικά του χρόνια είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μερικές πλευρές της κι εκείνη φυσικά που άγγιζε τα ερωτικά. Καταρχήν, σπάνια καθόταν σπίτι του. Πέρα από τις ώρες που περνούσε στο Πανεπιστήμιο, αφιερωνόταν στο διάβασμα, στη Βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, και στο περπάτημα. Δεν είχε αφήσει στενό για στενό που να μην το διαβεί. Αλλά του άρεσε να βολτάρει και στην παραλία. Και να φανταστεί κανείς ότι η παραλία δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Είχε όμως τη μαγεία της. Άρχιζε από τα Λαδάδικα, που τότε βρίσκονταν σε παρακμή και γινόταν μια σχεδόν ερημική περιοχή. Μην κοιτάζετε που τώρα η περιοχή έχει ζωντανέψει, έγινε τραγούδι από τον Μικρούτσικο, φτιάχτηκαν μαγαζιά και γλεντοκοπάει η νεολαία και κάποιοι επαρχιώτες της Αθήνας…
Το περπάτημα έφτανε και μέχρι την Τούμπα. Δεν ήταν ευθεία η διαδρομή. Έμπαινε στα δρομάκια, χάζευε στα παλιά σπίτια, κι όπου έβρισκε φανάρια του δρόμου τα φωτογράφιζε. Αν δεν ήταν ερωτευμένος και τότε, θα έμενε κλεισμένος στο φτωχό του δωμάτιο για να μελετάει το ρωμαϊκό και το συνταγματικό δίκαιο κι όλα εκείνα που του προκαλούσαν αναγούλα. Πήγαινε κάπου-κάπου στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, καθόταν στα τελευταία έδρανα και παρακολουθούσε τα μαθήματα. Το είχε μετανιώσει που δεν μπήκε στη φιλολογία.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]          
                  

No comments: