Friday, March 21, 2008

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΥΡΝΑΡΙ

Στους δυο φίλους μου (του διαδικτύου), στον gerontako και τον monahikoliko, που μπορούν να καταλάβουν. Σήμερα υποτίθεται ότι "γιορταζόταν" η Παγκόσμια Ημέρα Δασοπονίας!


του Ζαχαρία Παπαντωνίου
[Τα Ψηλά Βουνά]

Βλέπετε κει κάτω μακριά, είπε η Αφρόδω, κάτι χωράφια που κιτρινίζουν;
Εκεί ήταν ένας πεύκος! Μα τι πεύκος! Έκρουε στα ουράνια, που λέει ο λόγος. Ο ίσκιος που έριχνε μαύριζε σαν το χράμι που είναι από τράγιο μαλλί. Από κάτω μπορούσε να σταθεί ένα κοπάδι.
Πουλί πετούμενο δεν περνούσε από μακριά δίχως να 'ρθει ν' αγγίξει την κορφή του.
Οι σταλαματιές από το ρετσίνι του σαν κεχριμπάρια. Το φύσημά του, ποτάμι. Η δροσιά του γιάτρευε λαβωμένο.
Λένε πως μέσα στο κορμί του κοιμόταν μια νεράιδα - έτσι λένε. Μεγαλύτερος πεύκος δεν φάνηκε πουθενά. Τον θυμούνται δα εκείνοι που γέρασαν. Κι ο παππούλης κάθισε στον ίσκιο του.
Ώσπου ήρθε μια χρονιά ο Γιάννης από το Πουρνάρι και τον πελέκησε με το τσεκούρι για ρετσίνι. Και την άλλη χρονιά πάλι τον πελέκησε. Κι άμα έβγαλε δυο χρόνια το ρετσίνι, ο Γιάννης άρχισε να μετρά τα κούτσουρα που θα είχε αν τον έκοβε ολότελα.
Την τρίτη χρονιά τον γκρέμισε. Και πήγε στη μάνα του και της είπε: «Μάνα, καλό χειμώνα θα περάσομε. Το μισόν πεύκο θα τον κάψομε εμείς στο τζάκι, τον άλλο θα τον πουλήσομε στα Δυο χωριά».
Κίνησε να πάει στα Δυο χωριά, να βρει τους μαστόρους να τους πει πως έχει ξύλο για πούλημα. Πέρασε ένα μερόνυχτο, δεν έφτασε. Πέρασαν τρεις μέρες, δεν έφτασε. Πέρασε ένας μήνας κι ήταν ακόμα στο δρόμο.
Ο πεύκος, λένε, την ώρα που έπεφτε, τον καταράστηκε. Και σαν είχε την κατάρα του πεύκου, δεν μπορούσε ο Γιάννης να βγει ποτέ από τον κάμπο. Γιατί τα δέντρα, βλέποντάς τον, περπατούσαν κι έφευγαν. Κι ο λόγγος όλο τραβούσε μακριά. Κι ο Γιάννης όλο απόμενε στα ξερολίβαδα.
Δίψα είχε, σταλιά δεν είχε να δροσιστεί. Και περνούσαν τα καλοκαίρια και τον έκαιγαν κι οι χειμώνες και τον πάγωναν. Κι ο Γιάννης περπατούσε κι ήταν πάντα στον ίδιο τόπο. Ώσπου σωριάστηκε.
Και του έβγαλαν κι ένα τραγούδι που λέει όλη αυτή την ιστορία. Έχει και σκοπό. Μα όσο για τα λόγια, εγώ δεν τα ξέρω. Στα χαρτιά θα τα βρείτε. Γιατί πέρασε στα χαρτιά αυτή η ιστορία.
Το τραγούδι του Γιάννη από το Πουρνάρι έτσι το λένε τα χαρτιά:

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΕΥΚΟΥ

1.

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;
»
- «Αγέρας θα 'ναι», λέει ο Γιάννης, και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά.
Να 'βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!

Μες στο λιοπύρι, μες στον κάμπο, να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαδιά του και περπατεί!
«Δεν θ' ανασάνω», λέει ο Γιάννης, γιατί; γιατί;

2.

- «Γιάννη πού κίνησες να φτάσεις;» - Στα Δυο χωριά».
-
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακριά!»

-
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τι έφταιξα γω;
Σκιάζεται ο λόγγος καιμε φεύγει, γι' αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυό, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα, δεν ξέρω, τ' είναι βαρύς
».

-
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς».
Σκύβει να πιεί νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.

3.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός.
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες!
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή.

4.

-
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα -τ' ακούς; τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς.

Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές,
και το ρετσίνι του ποτάμι απ' τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, ώς τη χρονιά,
που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!

5.

-
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ.
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή...
κι είχα και τρύγο... Τι ώρα να 'ναι και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς-
κι ήρθε και μ' ήβρεν ο χειμώνας μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγγο, που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω -με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά
».

6.

Πέφτει σα δέντρο απ' το πελέκι... Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά.
Στ' αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.

2 comments:

monahikoslikos said...

Κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και καταστάσεις είναι ...απλή σύμπτωση.
Που πήγες και το βρήκες μέρα που είναι σήμερα...

monahikoslikos said...

ΝΙΚΟ ΠΡΟΣΟΧΗ!
το σχόλιο του dumuro ΜΗΝ ΤΟ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΕΧΕΙ ΙΟ ΠΕΤΑΞΕ ΤΟ ΚΑΤ ΕΥΘΕΙΑ